Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2020

Ζώντας σαν όλους που παρατηρούν

*ένα ποίημα που κατάλαβε αναπάντεχα γιατί γράφτηκε 




Κομμάτι ψωμί αποχωρισμένο μαλακά

Από το καρβέλι του

Ήταν η αγάπη

Εκείνον τον καιρό

 

Ακριβοδιαλεγμένη ψίχα

Κόρα τραγανή

Γεύση γλυκιά και ξινή

Κάπου οδηγούσε προς τα πίσω

Ή μάλλον

 

Προς τα μπρος

Σε μια οικειότητα ριζωμένη

Kάπου στο Μέλλον

 

Το κέντρο του σβέρκου του μύριζε αλεύρι

Ζυμωμένος ήταν από χέρι ταλαντούχο

Κι από τους πόρους του ανέβρυζε η πιο απτή εκδοχή του πόθου

 

Το δέρμα το δικό της εξουδετέρωνε

Κάθε λογής κρέμα και λάδι

Η ζωή της (κέλυφος γλιστερό)

Έδιωχνε το Όμορφο και το Λιπαρό

Κρατούσε ξηρές ερήμους, καραβάνια και βασανιστήρια οδοιπόρων

 

Πίσω από τα σκονισμένα τζάμια της ζωής της

Έμοιαζαν όλα παράξενα

Εκείνον τον καιρό

Το καστανό χνούδι πάνω στα χέρια της

Έπιανε σκόνες και ασήμαντες λεπτομέρειες του θανάτου που κρυβόταν

(επιμελώς)

πίσω από την πείνα, την δίψα και το φιλί

 

Όλες οι ζωές είναι το ίδιο σκονισμένες και νόστιμες

Μέχρι να τις αποσυνθέσεις σε ποίηση

Και να τις δεις να διαφέρουν τόσο

Που αναρωτιέσαι αν κάποια απ’ όλες

Ήταν η δική σου

 

Κυριακή 28 Απριλίου 2019

Η Μωβ Μητέρα


                                  μια ανεπαίσθητα τρομακτική ιστορία
Σκοτώνω τη μάνα μου κι αυτή επιστρέφει στη ζωή μετά από λίγες μέρες.
Την πνίγω, την κάνω να μοιάζει μοβ κι ύστερα τη θάβω στο μαλακό χώμα που έχω κάτω από το κρεβάτι μου. Κοιμάμαι ήσυχα πάνω από τη θαμμένη, νεκρή μου μητέρα για λίγο καιρό.
Μα σε μια εβδομάδα, το χώμα έχει απλώσει κι ακούγονται ήχοι μαγειρέματος από τη μικροσκοπική μου, πενταβρώ
μικη κουζίνα.
«Παιδάκι μου, σου μαγειρεύω αυγουλάκια, που σ’ αρέσουν…»
«Μαμά, σιχαίνομαι τ’ αυγά, αφήνουν αυτήν την πορτοκαλί μυρωδιά και θέλει παγωμένο νερό και ξύδι κι εμένα τα χέρια μου κρυώνουν.»
«Όταν ήσουν μικρός, τα έτρωγες πολύ, θυμάσαι;»
«Ακόμα μικρός είμαι, γαμώτο σου.»
«Γέρασες παιδάκι μου. Τώρα, είμαι εγώ το παιδί. Ένα παιδί που σου μαγειρεύει. Να τα πετάξω τα αυγά. Να ανοίξω φύλλο. Τι πίτα θες;»
Η μαμά μου έχει ένα τεράστιο μοβ νούφαρο στον λαιμό της. Δοκίμασα πάλι να την πνίξω, να τη δω να χάνει λίγο-λίγο την αναπνοή της, αυτή την αναπνοή που είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της, εισπνοή-εκπνοή, κρεμμυδάκι, τσιγαράκι, μαμαδίλα, εισπνοή- εκπνοή, κι ύστερα να τη δω να ακινητοποιείται εντελώς. Ούτε μικρό δαχτυλάκι να μην κουνά, κανένας κυματισμός πάνω στα μαλλιά ή στο σώμα. Και τέλος, να σκάψω σαν καλό αγόρι με τα δυνατά μου δάχτυλα, αυτά που κληρονόμησα απευθείας από του πατέρα μου το σόι, τα λίγο τετραγωνισμένα στις άκρες, έτοιμα για επιδέξια στόματα λάγνων γυναικών, να σκάψω, κάτω από το κρεβάτι μου, έναν λάκκο στα μέτρα της και να τη βάλω μέσα απαλά- απαλά, να τη σκεπάσω με το περισσευούμενο χώμα και μια για πάντα να ησυχάσω.
Δεν ήξερα ότι η μάνα μου έχει μαγικές ικανότητες. Αυτή της η δύναμη να κατανικά τον θάνατο με τον οποίο τη χρεώνω ξανά και ξανά μοιάζει με μια υποτίμηση στο πρόσωπό μου. Στο μεταξύ, δεν είναι καθόλου απίθανο να έχω τις ίδιες ακριβώς ικανότητες κι εγώ. Να μπορώ να ανασταίνομαι.
Μου χτυπούν την πόρτα. Με πονάει το κεφάλι μου. «Ποιος είναι; Ποιοι είστε;»
Δεν θέλω να ανοίξω. Θέλω να κοιμηθώ. Να φάω κριθαράκι με κοτόπουλο και κόκκινες πιπεριές. Και τυρί τριμμένο. Είμαι κουρασμένος. Δεν έχω σχολείο αύριο. Δεν έχω τίποτε αύριο. Κανένα πρόγραμμα. Καμιά υποχρέωση. Χτυπούν την πόρτα και η πόρτα χτυπάει μέσα από το κεφάλι μου.
«Παρακαλώ, ανοίξτε, θα σπάσουμε την πόρτα! Ανοίξτε παρακαλώ, αστυνομία!»
«Θέλω να με κάνεις ένα μπάνιο μαμά, γαμώ τ’ αυγά σου. Είμαι βρόμικος. Βρομάω. Το ξέρω. Κι από το δέρμα μου η βρόμα έχει ποτίσει και το σπίτι. Ζέστανέ μου νερό. Τρίψε με μαλακά με το σφουγγάρι και να βάλεις το αφρόλουτρο που μου αρέσει, όχι το πράσινο σαπούνι. Το πράσινο σαπούνι ξηραίνει.»
«Ανοίξτε!»

Σπάνε την πόρτα. Κλείνω τα μάτια μου σφιχτά. Τους βλέπω, κρατάνε τις μύτες τους, με κοιτούν σαν να με σιχαίνονται. Εγώ έχω τα φώτα σβηστά, τα παράθυρα κλεισμένα. Δεν μου αρέσει το δυνατό φως, θυμίζει φθηνές ψαροταβέρνες. Και κάθομαι με τα χέρια πάνω στ’ αυτιά μου, δεν θέλω άλλους θορύβους. Ένα παιδί δεν θέλει άλλο από ηρεμία, φροντίδα και παιχνίδι.
Η μαμά μού έβαλε τα παιχνίδια στο πατάρι μου και κλείδωσε και έκρυψε το κλειδί. Εγώ θύμωσα πολύ. Και ήθελα να την κάνω μοβ ξανά. Πολύ μοβ.
Οι εισβολείς περπατούν με τα μεγάλα τους παπούτσια στο σπίτι μας.«Μαμά, πες κάτι, γιατί δεν λες κάτι! Και, όχι, δεν θέλουν καφεδάκι, μην τυχόν και πεις καμιά βλακεία. Να σε πάρουν θέλουν. Να τους αφήσω; Είμαι ανήμπορος. Πεινασμένος και βρόμικος, σού λέω.Τι ψάχνετε κάτω από το κρεβάτι μου; Είναι το κρεβάτι μου! Αφήστε το!»
Με ακινητοποιούν. Έχουν στα χέρια τους τη μαμά μου, τόσο, μα τόσο μοβ και να το παίζει νεκρή. Τι χαζομάρες πάλι είναι αυτές! Αφού στον σκουπιδοτενεκέ της κουζίνας βρίσκονται αυτήν ακριβώς την ώρα τα τηγανιτά αυγά που μαγείρεψε και πέταξε, γιατί δεν τα μπορώ άλλο τα αυγά να τα τρώω, τα έχω σιχαθεί.
«Μην, μην με πονάτε. Ωραία, πάρτε την. Πάρτε την. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα σας φροντίζει κι εσάς, όπως φρόντιζε εμένα, καταλάβατε; Αυτή η μοβ μάνα είναι δική μου, μόνο δική μου.
Τι θέλετε άλλο από μένα; Να σας ακολουθήσω; Και να πάω πού δηλαδή; Καθίστε, πρέπει να κάνω ένα μπάνιο. Μην, μην μου δένετε τα χέρια. Δέστε μου τα μάτια καλύτερα. Γιατί με τα μάτια δεν μπορώ να πλυθώ. Με τα χέρια μπορώ. Λίγο-λίγο θα τα καταφέρω μόνος μου.
Σας εξηγώ ότι τη μαμά μου προσπαθώ εδώ και χρόνια να τη σκοτώσω, αλλά αυτή ανασταίνεται. Όχι, δεν τα κατάφερα. Τι εννοείτε τα κατάφερα αυτή την φορά;
Λέτε ψέματα. Ή μάλλον… τι φταίτε κι εσείς; Να, αν μείνετε λίγο στο σπίτι, θα τη δείτε σε λίγο που θα σηκωθεί, θα μαζέψει στο πίσω μέρος του κεφαλιού τα λίγα της μαλακά μαλλιά και θα ξεκινήσει να εφευρίσκει δουλειές. Να σκουπίσει, να μου στρώσει το κρεβάτι, να μου φτιάξει φαγητό. Όλο να με βλέπεινα τρώω, θέλει. Εγώ περνάω καλά σε αυτό το σπίτι μαζί της. Δεν έφυγα στιγμή και πού να πάω δηλαδή; Σας επιθυμώ διακριτικούς, δεν είναι δα η μάνα μου κι ο Ιησούς Χριστός, μην γίνουμε θέμα στα κανάλια. Απλώς είναι αθάνατη.

Μην, μην με τραβάτε. Δεν την σκότωσα. Δεν μπόρεσα! Δεν βρομάει αυτή! Εγώ βρομάω! Έχω αίματα στα χέρια μου από το κοτόπουλο που προσπαθούσα όλο το πρωί να καθαρίσω. Ας κάνω ένα μπάνιο κι έρχομαι όπου μου πείτε.
Μην, μην βάζετε τη μαμά στον σάκο και της κρύβετε το πρόσωπο. Μην, μην της κλείνετε τα μάτια. Αυτή δεν αντέχει να μην με βλέπει. Θα πεθάνει από τον καημό της. Και το μοβ είναι το αγαπημένο της χρώμα, αφήστε τη να το χαρεί λίγο, να δώστε της έναν καθρέφτη.Μην, μην μου κλείνετε το στόμα, όλο μαύρα φόραγε, όλο μαύρα, αλλά αυτηνής της πάει το μοβ…»

Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2018

Μισό Καλοκαίρι

Φόρεμα μαύρο της Χαράς
Πουκάμισο της Θλίψης
λευκό λευκό σαν το πρωί
.................................................
Ήσυχη πόλη της στεριάς
ανήσυχο Νησάκι
πέτρινο κι ηλιόλουστο
βουλιάζεις στο Αιγαίο
.............................................
Άνδρας βαρύς και σκιερός
με πλάτες σαν πλατάνια
γυναίκα ξωτικό της γης
που τρέχει μες στα δάση
..........................................
Καπνός τσιγάρου κόκκινος
χείλη χλωμά κι ωραία
φιλί που άργησε να'ρθει
και φούσκωσε ο πόθος.
               

ΕΜΠΟΡΕΙΟ
Θήρα, Ιούλιος 2018

Δευτέρα 9 Ιουλίου 2018

Μικρό Ανθολόγιο Ανθρώπινων Τύπων vol1

Ο Θεατρώνης

Φορεί γκρίζα παλτό, φρεσκοπλυμένος και κόντρα ξυρισμένος ή, εναλλακτικά, λιγάκι λιπαρός, με παχιά γενειάδα.
Πολλές οι ομοιότητές του με τον ιδιοκτήτη νυχτερινού μαγαζιού, μόνο που αυτός έχει βιβλιοθήκη σπίτι του.
Παλιά, με ένα κόκκινο κασκόλ στο λαιμό, άναβε τσιγάρο στις παγωμένες στάσεις των λεωφορείων και περίμενε κάποια αργοπορημένη ερωμένη με κούρεμα κοντό καρέ.
Ονειρευόταν επαναστατικές μεθόδους διδασκαλίας του θεάτρου, δεκάδες κούπες με λίγο, παγωμένο καφέ στοιβάζονταν στο τραπεζάκι του σαλονιού και το νεροχύτη του.
ώρες συζητήσεων και συναντήσεων.
Μερικά χαμένα τώρα, μα στ' αλήθεια, κάποτε, υπαρκτά τετράδια δικά του, η προίκα του. Γεμάτα με γραφτά πάσης φύσεως, ανόητες, σχεδόν μεθυσμένες σημειώσεις λογιών λογιών και, σε μερικά περιθώρια, τηλέφωνα σημειωμένα και φιλιά από κραγιόν: ένας δημοσιογράφος, μια μπαργούμαν, ένα γραφείο δημοσίων σχέσεων με χαλασμένο ασανσέρ κάπου στην Ομόνοια.
Με την πρώην γυναίκα του, αγόρασαν μισοτιμής έναν παρατημένο χώρο και τον αναστήσανε. Τον είπανε θέατρο και μαζέψανε τα ψώνια και βγάλανε λεφτά.
Τώρα, οι εποχές δυσκόλεψαν κι ο καθένας νοικιάζει έναν χώρο: το σπίτι του, το γραφείο του, τη μαλακία του.
Ευτυχώς, δεν πάχυνε όπως οι περισσότεροι. Και τα διακριτικά σικ, μα πάντα σοσιαλιστικής εσάνς, μακριά, γκρίζα του παλτό του ταιριάζουν γάντι. Αρκεί να είναι χειμώνας. Και να έχει παράσταση. Έστω για 15-20 θεατές.

Τρίτη 24 Απριλίου 2018

Κόμβοι

Μιλώντας μία νύχτα με τον Ι.
διαπίστωσα πόσο παράξενη είναι η ζωή
όπως συμβαίνει μες στα μυαλά μας

σ' έναν ρου παράλληλο και ασύνδετο
με το συμβάν της το πραγματικό

Εκεί, δηλαδή, όπου ο Μάριος είναι ο αριθμός εφτά
κι η φράουλα συναντά το κίτρινο χρώμα
Εκεί όπου οι ήχοι των γραμμάτων
είναι κοχύλια και θραύσματα ελαστικών στις λεωφόρους

Εκεί που το πορτοκαλί πονάει
Και το καλοκαίρι έχει τη γεύση του λεμονιού

Μα πιο πολύ
εκεί που είναι τοποθετημένος ο φασισμός:
σε μια διασταύρωση κάπου στα Πατήσια.

(Σε ποια ζωή από τις δυο να επιλέξω να ανήκω;)

Απρίλιος, 2018 στη μία
Απρίλιος, 2008, σταθερά κολλημένη, στην άλλη


Σάββατο 3 Φεβρουαρίου 2018

Ορφάνεψα

Οι ανατολές στα νησιά
σαν το στρίφωμα της ρόμπας της γιαγιάς
της προγιαγιάς

μυρίζουν

και σαν τις ξύλινες ντουλάπες τις παλιές
-κει στο βάθος-
ένα φλουρί ριγμένο
και νερό παγωμένο λαμποκοπά στο φρύδι

(Να ερωτευόμουν όπως οι παλιές!)

Στιγμιότυπα πολύτιμα
τυπωμένα χρυσαφιά
πάνω στα χθες
έχω ζήσει κι εγώ μηχανάδες
και κοιτάγματα σταματημένα στον αέρα
μου'χουνε πάρει σκουλαρίκια σε παζάρι
λουλούδια στείλανε
και με κυνηγήσανε χρόνους και μήνες

Γερνάω μόνη και κρυφά
Ξέρω πως σε κάποιων τη μνήμη μένω βελούδινη
αλαβάστρινη
κι ολόσωστη, καλή
Έχω ξεστομίσει ορισμένα μεθυσμένα σ'αγαπώ
κι έχω φορτώσει της ψυχής μου την πλάτη
με τύψεις

Όλο αναβάλλω τα σημαντικά και θα χτυπάω το κεφάλι μου
στον τοίχο
Όλο στις μνήμες χάνομαι και θα μου φύγει πρόωρα
η χαρά.

Πότε ορφάνεψα από παιδικότητα και δεν το κατάλαβα;
Πότε μ'εξόρισε το ποίημα που μόνη ίδρυσα
κάποτε
και τώρα δεν έχω στέγη;




Δευτέρα 11 Δεκεμβρίου 2017

Μια Γυναίκα

Βλέπω μια γυναίκα στην άκρη ενός δρόμου στο Sisli, με κόκκινο φουστάνι και τσιγάρο στο σ
τόμα, περιμένει κάτι, κάποιον μες στο κρύο, σταματάει ένα περιπολικό, την περάσανε για πόρνη, γελάει αμήχανα, φεύγουν, ήθελαν έρωτα ή σύλληψη;

Βλέπω μια γυναίκα όρθια και να μπαλατζάρει στο μετρό την ώρα που βογγούν οι ράγες κάτω από το βέρος το μεταλλικό και να κοιτά φευγαλέα η γυναίκα ένα αγόρι νεαρό, ξανθό που κρατά σφιχτά από το χέρι ένα κορίτσι με μύτη μικρή και παραμυθένια μάτια

Βλέπω μια γυναίκα που αυνανίζεται πάνω στο δάχτυλο ενός άντρα που ήξερε από παλιά μες στη σκοτεινή αίθουσα ενός σινεμά και ξεφυσά ένοχη στο σκοτάδι, μάτια κλειστά, χέρια λευκά από το σφίξιμο, δάχτυλο-παλάμη, αχ, ανάσα πηχτή

Βλέπω μια γυναίκα να τρέχει ιδρωμένη απ'άκρη σ'άκρη του σπιτιού, μέσα από βουνά πιάτων και ρούχων, όσων τη χρέωσαν βασίλισσα της σκλαβιάς, όσα την υπέταξαν στο θρυλικό βασίλειο του νοικοκυριού, αδιάβαστο στο κομοδίνο το μυθιστόρημά της από τον Σεπτέμβριο και φτάσαμε Χριστούγεννα, τη βλέπω κατάκοπη το βράδυ στο κρεβάτι δίπλα σ'ένα σώμα παγωμένο και ξένο τώρα, μες στο βρακί της μια παλιά υγρασία της θυμίζει τη φύση της

Βλέπω μια γυναίκα ευτυχισμένη, ανέμελη, ανυπότακτη να μπαινοβγαίνει από λιμάνια σε σταθμούς και σε σπίτια που τη φιλοξενούν, με ένα τζιν κι ένα φούτερ στο σάκο, μουσικές και βιβλία που κουβαλά κάτω από τη σάρκα, τη βλέπω αλλιώτικη, το βλέμμα της κουβαλά τέσσερις τίγρεις, δυο σε κάθε μάτι και ορμούν με δόντια μαλακά πάνω στο κάθε τι, όλο φιλιά κι όλο τρέλα τα μαλλιά της στον άνεμο

Βλέπω μια γυναίκα να χάνεται κάτω και μέσα και πάνω και πλάι από το κορμί ενός άντρα που την πιέζει με αγάπη προς τα βάθη της γης, εκεί όπου λάβα και χώμα σμίγουν χωρίς κανένα ποίημα και καμιά υπόσχεση να τα κατατροπώνει, βλέπω κάτω από τα βλέφαρα της γυναίκας πράσινα φύλλα που γέρνουν τρυφερά κάτω από τις σταγόνες μιας καταιγίδας που ξεκινά ξαφνικά και ταράζει τη φύση.

Βλέπω μια γυναίκα που ήταν κάποτε κορίτσι που ονειρευόταν να γίνει γυναίκα, λησμονώντας να προβλέψει τις δύσκολες στιγμές, αδυνατώντας να φανταστεί τις ώρες της ανείπωτης ευτυχίας που την περιμένουν.

Αυτή η γυναίκα, από μία άποψη, είμαι εγώ και όταν με βλέπω στην άκρη του δρόμου και μες στο μετρό και πάνω στα δάχτυλα και στα στρώματα και στους νεροχύτες δεν ξέρω αν είμαι ένα παράξενο φάντασμα του εαυτού μου ή το κορίτσι που ονειρευόταν.

12-12-2017