μια ανεπαίσθητα τρομακτική ιστορία
Σκοτώνω τη μάνα μου κι αυτή επιστρέφει στη ζωή μετά από
λίγες μέρες.
Την πνίγω, την κάνω να μοιάζει μοβ κι ύστερα τη θάβω στο
μαλακό χώμα που έχω κάτω από το κρεβάτι μου. Κοιμάμαι ήσυχα πάνω από τη
θαμμένη, νεκρή μου μητέρα για λίγο καιρό.
Μα σε μια εβδομάδα, το χώμα έχει απλώσει κι ακούγονται ήχοι
μαγειρέματος από τη μικροσκοπική μου, πενταβρώ
μικη κουζίνα.
«Παιδάκι μου, σου
μαγειρεύω αυγουλάκια, που σ’ αρέσουν…»
«Μαμά, σιχαίνομαι τ’
αυγά, αφήνουν αυτήν την πορτοκαλί μυρωδιά και θέλει παγωμένο νερό και ξύδι κι
εμένα τα χέρια μου κρυώνουν.»
«Όταν ήσουν μικρός, τα
έτρωγες πολύ, θυμάσαι;»
«Ακόμα μικρός είμαι,
γαμώτο σου.»
«Γέρασες παιδάκι μου.
Τώρα, είμαι εγώ το παιδί. Ένα παιδί που σου μαγειρεύει. Να τα πετάξω τα αυγά.
Να ανοίξω φύλλο. Τι πίτα θες;»
Η μαμά μου έχει ένα τεράστιο μοβ νούφαρο στον λαιμό της.
Δοκίμασα πάλι να την πνίξω, να τη δω να χάνει λίγο-λίγο την αναπνοή της, αυτή
την αναπνοή που είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της, εισπνοή-εκπνοή,
κρεμμυδάκι, τσιγαράκι, μαμαδίλα, εισπνοή- εκπνοή, κι ύστερα να τη δω να
ακινητοποιείται εντελώς. Ούτε μικρό δαχτυλάκι να μην κουνά, κανένας κυματισμός
πάνω στα μαλλιά ή στο σώμα. Και τέλος, να σκάψω σαν καλό αγόρι με τα δυνατά μου
δάχτυλα, αυτά που κληρονόμησα απευθείας από του πατέρα μου το σόι, τα λίγο
τετραγωνισμένα στις άκρες, έτοιμα για επιδέξια στόματα λάγνων γυναικών, να
σκάψω, κάτω από το κρεβάτι μου, έναν λάκκο στα μέτρα της και να τη βάλω μέσα
απαλά- απαλά, να τη σκεπάσω με το περισσευούμενο χώμα και μια για πάντα να
ησυχάσω.
Δεν ήξερα ότι η μάνα μου έχει μαγικές ικανότητες. Αυτή της η
δύναμη να κατανικά τον θάνατο με τον οποίο τη χρεώνω ξανά και ξανά μοιάζει με
μια υποτίμηση στο πρόσωπό μου. Στο μεταξύ, δεν είναι καθόλου απίθανο να έχω τις
ίδιες ακριβώς ικανότητες κι εγώ. Να μπορώ να ανασταίνομαι.
Μου χτυπούν την πόρτα. Με πονάει το κεφάλι μου. «Ποιος
είναι; Ποιοι είστε;»
Δεν θέλω να ανοίξω. Θέλω να κοιμηθώ. Να φάω κριθαράκι με
κοτόπουλο και κόκκινες πιπεριές. Και τυρί τριμμένο. Είμαι κουρασμένος. Δεν έχω
σχολείο αύριο. Δεν έχω τίποτε αύριο. Κανένα πρόγραμμα. Καμιά υποχρέωση. Χτυπούν
την πόρτα και η πόρτα χτυπάει μέσα από το κεφάλι μου.
«Παρακαλώ, ανοίξτε, θα σπάσουμε την πόρτα! Ανοίξτε παρακαλώ,
αστυνομία!»
«Θέλω να με κάνεις ένα μπάνιο μαμά, γαμώ τ’ αυγά σου. Είμαι
βρόμικος. Βρομάω. Το ξέρω. Κι από το δέρμα μου η βρόμα έχει ποτίσει και το
σπίτι. Ζέστανέ μου νερό. Τρίψε με μαλακά με το σφουγγάρι και να βάλεις το
αφρόλουτρο που μου αρέσει, όχι το πράσινο σαπούνι. Το πράσινο σαπούνι ξηραίνει.»
«Ανοίξτε!»
Σπάνε την πόρτα. Κλείνω τα μάτια μου σφιχτά. Τους βλέπω,
κρατάνε τις μύτες τους, με κοιτούν σαν να με σιχαίνονται. Εγώ έχω τα φώτα
σβηστά, τα παράθυρα κλεισμένα. Δεν μου αρέσει το δυνατό φως, θυμίζει φθηνές
ψαροταβέρνες. Και κάθομαι με τα χέρια πάνω στ’ αυτιά μου, δεν θέλω άλλους
θορύβους. Ένα παιδί δεν θέλει άλλο από ηρεμία, φροντίδα και παιχνίδι.
Η μαμά μού έβαλε τα παιχνίδια στο πατάρι μου και κλείδωσε
και έκρυψε το κλειδί. Εγώ θύμωσα πολύ. Και ήθελα να την κάνω μοβ ξανά. Πολύ μοβ.
Οι εισβολείς περπατούν με τα μεγάλα τους παπούτσια στο σπίτι
μας.«Μαμά, πες κάτι, γιατί δεν λες κάτι! Και, όχι, δεν θέλουν καφεδάκι, μην
τυχόν και πεις καμιά βλακεία. Να σε πάρουν θέλουν. Να τους αφήσω; Είμαι
ανήμπορος. Πεινασμένος και βρόμικος, σού λέω.Τι ψάχνετε κάτω από το κρεβάτι
μου; Είναι το κρεβάτι μου! Αφήστε το!»
Με ακινητοποιούν. Έχουν στα χέρια τους τη μαμά μου, τόσο, μα
τόσο μοβ και να το παίζει νεκρή. Τι χαζομάρες πάλι είναι αυτές! Αφού στον
σκουπιδοτενεκέ της κουζίνας βρίσκονται αυτήν ακριβώς την ώρα τα τηγανιτά αυγά
που μαγείρεψε και πέταξε, γιατί δεν τα μπορώ άλλο τα αυγά να τα τρώω, τα έχω
σιχαθεί.
«Μην, μην με πονάτε. Ωραία, πάρτε την. Πάρτε την. Αλλά αυτό
δεν σημαίνει ότι θα σας φροντίζει κι εσάς, όπως φρόντιζε εμένα, καταλάβατε;
Αυτή η μοβ μάνα είναι δική μου, μόνο δική μου.
Τι θέλετε άλλο από μένα; Να σας ακολουθήσω; Και να πάω πού
δηλαδή; Καθίστε, πρέπει να κάνω ένα μπάνιο. Μην, μην μου δένετε τα χέρια. Δέστε
μου τα μάτια καλύτερα. Γιατί με τα μάτια δεν μπορώ να πλυθώ. Με τα χέρια μπορώ.
Λίγο-λίγο θα τα καταφέρω μόνος μου.
Σας εξηγώ ότι τη μαμά μου προσπαθώ εδώ και χρόνια να τη
σκοτώσω, αλλά αυτή ανασταίνεται. Όχι, δεν τα κατάφερα. Τι εννοείτε τα κατάφερα
αυτή την φορά;
Λέτε ψέματα. Ή μάλλον… τι φταίτε κι εσείς; Να, αν μείνετε
λίγο στο σπίτι, θα τη δείτε σε λίγο που θα σηκωθεί, θα μαζέψει στο πίσω μέρος
του κεφαλιού τα λίγα της μαλακά μαλλιά και θα ξεκινήσει να εφευρίσκει δουλειές.
Να σκουπίσει, να μου στρώσει το κρεβάτι, να μου φτιάξει φαγητό. Όλο να με
βλέπεινα τρώω, θέλει. Εγώ περνάω καλά σε αυτό το σπίτι μαζί της. Δεν έφυγα
στιγμή και πού να πάω δηλαδή; Σας επιθυμώ διακριτικούς, δεν είναι δα η μάνα μου
κι ο Ιησούς Χριστός, μην γίνουμε θέμα στα κανάλια. Απλώς είναι αθάνατη.
Μην, μην με τραβάτε. Δεν την σκότωσα. Δεν μπόρεσα! Δεν βρομάει
αυτή! Εγώ βρομάω! Έχω αίματα στα χέρια μου από το κοτόπουλο που προσπαθούσα όλο
το πρωί να καθαρίσω. Ας κάνω ένα μπάνιο κι έρχομαι όπου μου πείτε.
Μην, μην βάζετε τη μαμά στον σάκο και της κρύβετε το
πρόσωπο. Μην, μην της κλείνετε τα μάτια. Αυτή δεν αντέχει να μην με βλέπει. Θα
πεθάνει από τον καημό της. Και το μοβ είναι το αγαπημένο της χρώμα, αφήστε τη
να το χαρεί λίγο, να δώστε της έναν καθρέφτη.Μην, μην μου κλείνετε το στόμα,
όλο μαύρα φόραγε, όλο μαύρα, αλλά αυτηνής της πάει το μοβ…»