Τόσο συνεσταλμένα αφαιρείς το ντύσιμο που σφίγγει μέσα του το δέρμα που αγαπώ. Τόσο απαλά πέφτει το παντελόνι στο δάπεδο, σα να το φιλά και σα να το χαϊδεύει και τόσο ήσυχα ακουμπά η μπλούζα στην άκρη του κρεβατιού, λες και υπάρχει μια ερωτευμένη μεταξύ τους συνωμοσία.
Μένεις γυμνός και λάμπεις. Αν έχει ήλιο και μπαίνει το Φως λαθραία μέσα από τις γαλάζιες κουρτίνες, κάνει τις τρίχες σου να μοιάζουν χρυσαφένιες. Φαίνεσαι πανάκριβος. Και είσαι.
Κάτι άλλο θα κρύβεται, λέω, κάτω από τη γύμνια σου-μια άλλη γύμνια, μίλια αληθινότερη και πιο γνήσια. Δεν εξηγείται αλλιώς το πόσο προσεγμένα στέκεσαι πλάι μου, πόσο πουπουλένια αφήνεις το βάρος σου να με βαραίνει, ίσαμε να εισβάλεις στο σώμα μου.
Κάποτε, σε νιώθω αφημένο και ξεχασμένο. Λυτρωμένο από τη ντροπή και διάφανο. Τότε, βλέπω την καρδιά σου πίσω από το στήθος να λάμπει κατακόκκινη και να αρπάζει τα μάτια μου από τις κόγχες μες στην παράξενη φωτιά της.
Το κλίμα σου είναι τροπικό: ζεστασιά και υγρασία που αναδεύεται με άγρια δέντρα και άγνωστα έντομα. Η γύμνια σου η αμετανόητη, η κατασταλαγμένη με κατασπαράζει αργά και σταθερά. Έχεις της Εύας το μήλο κρυμμένο κάπου μες στο αίμα σου και ντρέπεσαι για την ηδονή, για την ελευθερία και για την αμαρτία.
Μα μες στο δικό μου σώμα, αυτό που τώρα σού ανήκει, κρύβεται ένας μικρός θεός, δίχως αιδώ, γιατί έχει Γνώση.
Πιο όμορφη από τη δική σου γύμνια και πιο δροσάτη δεν έχω αξιωθεί να δω: σεμνή γύμνια, γύμνια φερμένη από άλλες εποχές, τότε που βαριά σαν κουρτίνες πέφτανε πάνω στους ώμους τα ρούχα κι όταν βγαίνανε, ένα λευκό άστρο, ανόθευτο από βλέμματα, ξεχυνότανε ολούθε.
Να ντύνεσαι ζεστά και συχνά, για να μου δίνεις τη χαρά να σε γδύνω. (συνεχίζεται)