{ένα ποίημα οργισμένο γραμμένο στην πτήση Βερολίνο-Αθήνα, 12/9/2016}
Θέλω για μένα να ντρέπονται
Όλοι αυτοί που ανέχονται
Να’ ναι η ζωή μαχαιριά
Πάνω στα θέλω φωτιά
Θέλω να έχουν τον τρόμο ψαλίδι μες στο σφυγμό
Και τ’ όνομά μου στο δρόμο να τους τυλίγει
Σα φίδι
Είμαι ανήθικος, φαρμακερός
Και κάνω λάθη
Δεν είμαι φίλος ιδανικός
Κρύβω αγκάθι
Έχω να νιώσω ακόμα πολλά
Θέλω να πάθω
Και να πονέσω μες στην καρδιά-έτσι θα μάθω
Με τα παπούτσια στα χέρια
Στους δρόμους ακροβατώ
Και προσπερνώ λεωφόρους
Κι ανθρώπους αναζητώ
Αναζητώ
Του θανάτου το νήμα μες στον λαβύρινθο αυτό
Είναι θαμμένο λουλούδι σε μνήμα
Και το κρατώ
Και το κρατώ
Σαν τα μάτια εκείνα
Που’ χουνε σκάψει ψυχές
Τρίκαλα, Τζιες, φυλακές, Βερολίνα
Λίμνες στις φλέβες πηχτές
Είν’ ο αέρας καυτός που εισπνέω
Και ξεφυσάω φωτιές
Μες στη ρουτίνα σου εγώ καταρρέω
Τρέχω στις ακρογυαλιές
Τρέχω
Να φτάσω τ’αλάτι που φεύγει
Πάνω στις πέτρες κολλά
Κι αν η γοργόνα να βγει αποφεύγει
Της κλέβω τη μιλιά
Κλέβω και το τραγουδώ
Το φτωχό μου ποίημα
Λέπια βγάζω, κολυμπώ
Βράχος, άμμος, κύμα
Ένα πια με το βυθό
Ακριβό του θύμα
(αφιερωμένο στο Δημήτρη Πίξελ Δημητριάδη)