Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2011

Ωδή στ' ατραγούδιστα

(Μα μες στις σφαίρες του χρόνου
που πλακώνουν τα όνειρα,
προηγείται ο δρόμος και η σκέψη.
Βάλε στην ονειροπόλησή σου, λένε οι σοφοί των καιρών,
λιγάκι ναφθαλίνη και από Αύγουστο
φόρεσέ την ξανά.
Μα μες στο όπλο που μονάχα εγώ βαστώ
δεν υπάρχουν ιδέες αλλαγής.
Στόμα ξέχασαν να μου ζωγραφίσουν στο πρόσωπο.
Μου δώρισαν οι άθλιοι
δυο τρία ζευγάρια μάτια
για ν' ατενίζω τον κόσμο.)

Όταν ο εραστής
τής χαρίζει ένα ρόδο
εγώ βλέπω λίγες μέρες μετά
να τ' αποκεφαλίζει μια ριπή αδέξια τ' αέρα απ' το παντζούρι.
Και να σκορπούν τα φύλλα του γύρω απ' τα βγαλμένα της γοβάκια.

Όταν οι λαοί ξεσηκώνονται σαν παιδιά δακρυσμένα
στα κέντρα των αστικών τους δωματίων
και πλημμυρίζει η πλάση χημικά
εγώ βλέπω τα πεθαμένα περιστέρια
να κείτονται σαν το θάνατο της ειρήνης
σαν το γεύμα μιας γάτας- εξουσίας.

Όταν τα ραδιόφωνα σκορπούν ατάραχα
ερωτικές νότες και νοήματα
μες στη λεωφόρο, στο κρύο σπίτι, στο άδειο μπαρ το μικρό
βλέπω εγώ
όλους εκείνους τους άντρες και γυναίκες, τους τόπους εκείνους
που γράφτηκαν για χάρη τους τραγούδια.

Όταν προσπαθώ να ερωτευτώ δυο ξένα χέρια
βλέπω με τρόμο δυο ξένα χέρια
που προσπαθείς κι εσύ να νιώσεις για δικά σου.
Με καρδιά σταματημένη στο μποτιλιάρισμα του στήθους μου
βλέπω το αλλότριο φιλί σου,
όταν δυο άλλα χείλη φορούν τη γεύση τη δική μου, την αλλοτριωμένη.

Ύστερα, δακρύζω και δε βλέπω τίποτα.
Τα τριαντάφυλλα, τα περιστέρια,  τα τραγούδια πενθούν μελωδικά
την αχρηστία μου εκτός χαρτιού να τα συνδράμω.
Και μαραίνονται, πεθαίνουν, σταματούν
σε μιαν αιχμηρή αίσθηση παράλληλης ζωής
που μου θυμίζει την παραλληλισμένη, πια, δική μας.



Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2011

Το τρίτο στεφάνι: ο πόνος της ζωής και του θεάτρου


Όταν πηγαίνω θέατρο, θέλω να ξεχνώ. Να ξεχνώ ότι έχω πάει θέατρο, ότι κάθομαι σε μια θέση και βλέπω τους ηθοποιούς σα θεατής. Θέλω να ξεχνώ ότι βλέπω ηθοποιούς. Θέλω να αλλάζω τόπο και εποχή σιμά τους.
Όλα αυτά συνέβησαν με το «Τρίτο Στεφάνι». Τέσσερις ώρες κύλησαν σα να είχα συναντηθεί με τη Νίνα και την Εκάβη για καφέ, σα να ήμουν μια φίλη τους που απλά άκουγε και δε μιλούσε. Και που δε χόρταινε. Χρόνια πριν, επιχείρησα να διαβάσω το βιβλίο του Ταχτσή, κάτι που δεν κατάφερα ποτέ. Η ηλικία έφταιγε, ο Ταχτσής έφταιγε; Μάλλον έπρεπε να μπει το σανίδι το μεγαλοδύναμο στη μέση. Γιατί το «Τρίτο Στεφάνι» είναι ένα βαθιά θεατρικό έργο, με ήρωες που πρέπει να πάρουν σάρκα και οστά για να τους νιώσεις, με γεγονότα που χρειάζεται να τα δεις απογυμνωμένα από τη φυλακή της γραμματοσειράς για να σε αγγίξουν. Δε χωράει σε μερικές σελίδες το «Τρίτο Στεφάνι», ξεχειλίζει από αυτές με όλη την υπερβολή και την πληθωρικότητα που το διακρίνει.
Στροβιλίζεται σε ένα ιστορικό ντελίριο πολέμου και θανατικών, μα ,όπως συμβαίνει στη ζωή, στο προσκήνιο βρίσκονται τα μικροπράγματα: ο μικρόκοσμος δυο οικογενειών με τους έρωτες, τις απιστίες, τους τσακωμούς τους, τη βαθιά αγάπη και το μίσος που τις ενώνουν και τις χωρίζουν. Ένα σωρό άνθρωποι βρίσκονται στο προσκήνιο, που ο συγγραφέας επιλέγει να μην κρίνει ηθικά, που από όλους ούτε έναν αφήνει να φανεί ως καλός ή κακός. Και αυτή η ευριπιδική αίσθηση της ανθρώπινης αλήθειας-ότι, δηλαδή, καθένας κουβαλάει μέσα του και το κτήνος και το Θεό- φέρνει τους ήρωες με τον πλέον φυσικό τρόπο στη θέση των γονιών και των γειτόνων μας.
Το «Τρίτο Στεφάνι» είναι ένα έργο μες στο έργο, έτσι όπως παρουσιάζεται επί σκηνής. Το γράφει ένας άνθρωπος που απέμεινε  πονεμένος κομπάρσος της ζωής, μα που μέσα από την τέχνη του δικαιούται να επιλέξει τους πρωταγωνιστές. Διαλέγει  ,λοιπόν, ανθρώπους που έσφαλαν, ανθρώπους που πλήγωσαν και πληγώθηκαν, που δεν κατάλαβαν ουσιαστικά ο ένας τον άλλον, αλλά αγαπούσαν δυνατά και με πάθος. Τόσο δυνατά και παθιασμένα που οδήγησαν ή οδηγήθηκαν στην καταστροφή. Γίνονται όλοι αυτοί ,όπως τους αξίζει, οι ήρωες ενός μυθιστορήματος, ενός θεατρικού, σύμφωνα με την κρίση ενός ανθρώπου που δεν έζησε καθόλου σαν ήρωας. Γίνονται, βέβαια, ήρωες μιας τραγωδίας αλλιώτικης:  μέχρι την τελευταία στιγμή ζητά ο καθένας την κάθαρσή του, ο καθένας το δίκιο του, ανοίγοντας τα ματωμένα χέρια του στον κόσμο που  παρακολούθησε την ιστορία, στον κόσμο που μόνο αυτός μπορεί να καθάρει και να δικαιώσει,  καθαρμένος και δικαιωμένος ο ίδιος πρώτα.
Όταν πηγαίνω θέατρο, θέλω να πονά η ψυχή μου από την ομορφιά  και τη θλίψη της αυθεντικής τέχνης που μαντεύει αριστοτεχνικά τη ζωή, σκαλίζοντας το μαχαίρι μες στην ανοιχτή πληγή της. Θέλω να πονούν τα χέρια μου από το χειροκρότημα για τους ανθρώπους που καταφέρνουν να με μπερδέψουν, που με κάνουν να ξεχνώ που αρχίζουν και πού τελειώνουν τα όρια της τέχνης και της ζωής, ντυμένοι τα θεατρικά φτιασίδια και κοστούμια τους, γυμνοί για λίγο από τις προσωπικές τους αλήθειες και πάθη.
Αν μπορώ να πω κάτι για το «Τρίτο Στεφάνι», είναι ότι με πόνεσε με τον πιο τρυφερό τρόπο που με έχει πονέσει το θέατρο μέχρι στιγμής. Έναν πόνο που δε βλέπω την ώρα να ξαναβιώσω με κάποια επόμενη παράσταση. 

Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011

Τραγούδι λέω δυνατά ν' ακούσουν όλα τα παιδιά!

http://www.youtube.com/watch?v=A86wOqWGp0I
Το τραγουδάγαμε στη χορωδία, στο ωδείο που βρισκόταν δίπλα στο δημοτικό μου σχολείο...
Η κυρία Βαλεντίνα μου έλεγε πως το τραγουδούσα λίγο πιο δυνατά από ό,τ ι έπρεπε...σήμερα, που τυχαία έπεσα πάνω του, κατάλαβα το γιατί...έκρυβε από τότε ένα νόημα που θα ανακάλυπτα χρόνια πολλά αργότερα με δάκρυα στα μάτια...
ένας παλιάτσος είμαι κι εγώ, καλή σας μέρα, είμαι πασαλειμμένη χρώματα μα κλαίω φωνάζοντας τα δίκια της ζωής...
υγ.θυμάμαι, μικρή, δεν καταλάβαινα τι σήμαινε η λέξη κοινωνία μες στο τραγούδι...ντρεπόμουν να ρωτήσω κάποιον, ντρέπομαι όμως περισσότερο που ακόμα δεν έχω μπορέσει να καταλάβω τι είναι. Κι έχω ρωτήσει πολλούς κι εμένα την ίδια ακόμα.


Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2011

Αντιποίηση


Ζω σε μια πόλη, σε μια εποχή, όπου όλα με παρακαλούν να μη γράψω. Να μη γράφω. Γιατί να γράφω; Έχω να ζήσω πρώτα. Να διεκδικήσω τα προς το ζην, να μάθω γνώσεις εξαργυρώσιμες κάποτε και αν. Να βουλιάξω στην καθημερινότητα που χλευάζει την ποίηση και ασχημαίνει την έμπνευση τόσο που σου έρχεται να την απαρνηθείς.
Για μένα, αυτή είναι η μεγαλύτερη πρόκληση. Να γράψω για όσα με κάνουν να σκέφτομαι αντιποιητικά. Μια πόλη κόλαση, ένα κουρέλι φλεγόμενο που σέρνεται στο δέρμα πάνω της οικουμένης ζητιανεύοντας δόξα και ευρώ..με εμπνέει.
Είναι μεσημέρι φθινοπώρου, το ΚΚΕ παίζει στο Σύνταγμα μουσικές από παλιά υπόγεια και λαρύγγια, πολύ δυνατά, φυσάει με τρέλα, τα αμάξια σταματημό δεν έχουν. Με διαπερνά ένα καλοκαίρι μιας αλλοτινής, αλλιώτικης εποχής, μια μυρωδιά ελπίδας, το γκρίζο λάμπει κατάλευκο, η πόλη μεταμορφώνεται σε ποίημα.
Λίγα βράδια μετά, πετυχαίνω την ποδηλατάδα. Σαν έντομα οι τροχοί της ελευθερίας κατακλύζουν το δρόμο. Χωρίς να μπορώ να το ελέγξω, αισιοδοξώ αθεράπευτα. Γράφω για ένα σκύλο που κοιμάται γαλήνια στις σκάλες των MacDonalds, γράφω για το πρώτο ξημέρωμα του Οκτώβρη που πιέζει το καλοκαίρι να φύγει από τα σώματα και τα σύννεφα, γράφω για τα νεράντζια που σαπίζουν αέναα στα κρύα τσιμέντα, μην καταφέρνοντας να βρουν τον αληθινό προορισμό τους. Υπάρχουν σκιές σε σοκάκια, λακκάκια σε μάγουλα, ένα περιστέρι που κουτσαίνει, ένα χαρτάκι με κινητό πάνω γραμμένο που το παίρνει για πάντα η νύχτα κοντά της με συνεργό τον άνεμο. Όλοι νοιάζονται για τους ανθρώπους και τι λένε οι άνθρωποι και τι νιώθουν και πώς ντύνονται. Μα βαριέμαι, βαριέμαι ώρες ώρες τους ανθρώπους. Ο πόνος των πραγμάτων κάποτε είναι οξύτερος. Και το λιωμένο νεράντζι ζητά απεγνωσμένα να χωρέσει σε ένα ποίημα.
Για τους ανθρώπους δεν έχω πολλά να πω και να γράψω. Θέλω πρώτα να τολμήσω να τους ακούσω και να τους αγκαλιάσω και να τους πιστέψω. Δεν απαρνιέμαι τους έρημους δρόμους της Αθήνας, δεν απαρνιέμαι την έρημη εποχή μου, ούτε την έρμη την ποίηση που χρειάζεται να γίνει λιγάκι λιγότερο αντιποιητική.
Δεν απαρνιέμαι, πρωτίστως, το τρελό ανθρωπομάρκετ που μου στερεί ανάλγητα την ποίηση. Θα το ντύσω με στιχάκια. Δεν απαρνιέμαι την ασχήμια της μορφής, θυμώνω απλώς με την ασχήμια της ψυχής.
Περπατώ στα άσχημα και στα όμορφα, βλέπω αφίσες με ξεφτισμένα χρώματα, βλέπω μαγαζιά να κλείνουν μακάβρια, βλέπω πλατείες θλιβερά κατάμεστες, βλέπω επαναστάσεις που δε στέκονται, εμένα βλέπω που δε στέκομαι πουθενά, που μόνο γράφω, γράφω… Γιατί, τελευταία, άρχισα να βαριέμαι οικτρά την πολιτική.