(Μα μες στις σφαίρες του χρόνου
που πλακώνουν τα όνειρα,
προηγείται ο δρόμος και η σκέψη.
Βάλε στην ονειροπόλησή σου, λένε οι σοφοί των καιρών,
λιγάκι ναφθαλίνη και από Αύγουστο
φόρεσέ την ξανά.
Μα μες στο όπλο που μονάχα εγώ βαστώ
δεν υπάρχουν ιδέες αλλαγής.
Στόμα ξέχασαν να μου ζωγραφίσουν στο πρόσωπο.
Μου δώρισαν οι άθλιοι
δυο τρία ζευγάρια μάτια
για ν' ατενίζω τον κόσμο.)
Όταν ο εραστής
τής χαρίζει ένα ρόδο
εγώ βλέπω λίγες μέρες μετά
να τ' αποκεφαλίζει μια ριπή αδέξια τ' αέρα απ' το παντζούρι.
Και να σκορπούν τα φύλλα του γύρω απ' τα βγαλμένα της γοβάκια.
Όταν οι λαοί ξεσηκώνονται σαν παιδιά δακρυσμένα
στα κέντρα των αστικών τους δωματίων
και πλημμυρίζει η πλάση χημικά
εγώ βλέπω τα πεθαμένα περιστέρια
να κείτονται σαν το θάνατο της ειρήνης
σαν το γεύμα μιας γάτας- εξουσίας.
Όταν τα ραδιόφωνα σκορπούν ατάραχα
ερωτικές νότες και νοήματα
μες στη λεωφόρο, στο κρύο σπίτι, στο άδειο μπαρ το μικρό
βλέπω εγώ
όλους εκείνους τους άντρες και γυναίκες, τους τόπους εκείνους
που γράφτηκαν για χάρη τους τραγούδια.
Όταν προσπαθώ να ερωτευτώ δυο ξένα χέρια
βλέπω με τρόμο δυο ξένα χέρια
που προσπαθείς κι εσύ να νιώσεις για δικά σου.
Με καρδιά σταματημένη στο μποτιλιάρισμα του στήθους μου
βλέπω το αλλότριο φιλί σου,
όταν δυο άλλα χείλη φορούν τη γεύση τη δική μου, την αλλοτριωμένη.
Ύστερα, δακρύζω και δε βλέπω τίποτα.
Τα τριαντάφυλλα, τα περιστέρια, τα τραγούδια πενθούν μελωδικά
την αχρηστία μου εκτός χαρτιού να τα συνδράμω.
Και μαραίνονται, πεθαίνουν, σταματούν
σε μιαν αιχμηρή αίσθηση παράλληλης ζωής
που μου θυμίζει την παραλληλισμένη, πια, δική μας.
που πλακώνουν τα όνειρα,
προηγείται ο δρόμος και η σκέψη.
Βάλε στην ονειροπόλησή σου, λένε οι σοφοί των καιρών,
λιγάκι ναφθαλίνη και από Αύγουστο
φόρεσέ την ξανά.
Μα μες στο όπλο που μονάχα εγώ βαστώ
δεν υπάρχουν ιδέες αλλαγής.
Στόμα ξέχασαν να μου ζωγραφίσουν στο πρόσωπο.
Μου δώρισαν οι άθλιοι
δυο τρία ζευγάρια μάτια
για ν' ατενίζω τον κόσμο.)
Όταν ο εραστής
τής χαρίζει ένα ρόδο
εγώ βλέπω λίγες μέρες μετά
να τ' αποκεφαλίζει μια ριπή αδέξια τ' αέρα απ' το παντζούρι.
Και να σκορπούν τα φύλλα του γύρω απ' τα βγαλμένα της γοβάκια.
Όταν οι λαοί ξεσηκώνονται σαν παιδιά δακρυσμένα
στα κέντρα των αστικών τους δωματίων
και πλημμυρίζει η πλάση χημικά
εγώ βλέπω τα πεθαμένα περιστέρια
να κείτονται σαν το θάνατο της ειρήνης
σαν το γεύμα μιας γάτας- εξουσίας.
Όταν τα ραδιόφωνα σκορπούν ατάραχα
ερωτικές νότες και νοήματα
μες στη λεωφόρο, στο κρύο σπίτι, στο άδειο μπαρ το μικρό
βλέπω εγώ
όλους εκείνους τους άντρες και γυναίκες, τους τόπους εκείνους
που γράφτηκαν για χάρη τους τραγούδια.
Όταν προσπαθώ να ερωτευτώ δυο ξένα χέρια
βλέπω με τρόμο δυο ξένα χέρια
που προσπαθείς κι εσύ να νιώσεις για δικά σου.
Με καρδιά σταματημένη στο μποτιλιάρισμα του στήθους μου
βλέπω το αλλότριο φιλί σου,
όταν δυο άλλα χείλη φορούν τη γεύση τη δική μου, την αλλοτριωμένη.
Ύστερα, δακρύζω και δε βλέπω τίποτα.
Τα τριαντάφυλλα, τα περιστέρια, τα τραγούδια πενθούν μελωδικά
την αχρηστία μου εκτός χαρτιού να τα συνδράμω.
Και μαραίνονται, πεθαίνουν, σταματούν
σε μιαν αιχμηρή αίσθηση παράλληλης ζωής
που μου θυμίζει την παραλληλισμένη, πια, δική μας.