Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2011

Αντιποίηση


Ζω σε μια πόλη, σε μια εποχή, όπου όλα με παρακαλούν να μη γράψω. Να μη γράφω. Γιατί να γράφω; Έχω να ζήσω πρώτα. Να διεκδικήσω τα προς το ζην, να μάθω γνώσεις εξαργυρώσιμες κάποτε και αν. Να βουλιάξω στην καθημερινότητα που χλευάζει την ποίηση και ασχημαίνει την έμπνευση τόσο που σου έρχεται να την απαρνηθείς.
Για μένα, αυτή είναι η μεγαλύτερη πρόκληση. Να γράψω για όσα με κάνουν να σκέφτομαι αντιποιητικά. Μια πόλη κόλαση, ένα κουρέλι φλεγόμενο που σέρνεται στο δέρμα πάνω της οικουμένης ζητιανεύοντας δόξα και ευρώ..με εμπνέει.
Είναι μεσημέρι φθινοπώρου, το ΚΚΕ παίζει στο Σύνταγμα μουσικές από παλιά υπόγεια και λαρύγγια, πολύ δυνατά, φυσάει με τρέλα, τα αμάξια σταματημό δεν έχουν. Με διαπερνά ένα καλοκαίρι μιας αλλοτινής, αλλιώτικης εποχής, μια μυρωδιά ελπίδας, το γκρίζο λάμπει κατάλευκο, η πόλη μεταμορφώνεται σε ποίημα.
Λίγα βράδια μετά, πετυχαίνω την ποδηλατάδα. Σαν έντομα οι τροχοί της ελευθερίας κατακλύζουν το δρόμο. Χωρίς να μπορώ να το ελέγξω, αισιοδοξώ αθεράπευτα. Γράφω για ένα σκύλο που κοιμάται γαλήνια στις σκάλες των MacDonalds, γράφω για το πρώτο ξημέρωμα του Οκτώβρη που πιέζει το καλοκαίρι να φύγει από τα σώματα και τα σύννεφα, γράφω για τα νεράντζια που σαπίζουν αέναα στα κρύα τσιμέντα, μην καταφέρνοντας να βρουν τον αληθινό προορισμό τους. Υπάρχουν σκιές σε σοκάκια, λακκάκια σε μάγουλα, ένα περιστέρι που κουτσαίνει, ένα χαρτάκι με κινητό πάνω γραμμένο που το παίρνει για πάντα η νύχτα κοντά της με συνεργό τον άνεμο. Όλοι νοιάζονται για τους ανθρώπους και τι λένε οι άνθρωποι και τι νιώθουν και πώς ντύνονται. Μα βαριέμαι, βαριέμαι ώρες ώρες τους ανθρώπους. Ο πόνος των πραγμάτων κάποτε είναι οξύτερος. Και το λιωμένο νεράντζι ζητά απεγνωσμένα να χωρέσει σε ένα ποίημα.
Για τους ανθρώπους δεν έχω πολλά να πω και να γράψω. Θέλω πρώτα να τολμήσω να τους ακούσω και να τους αγκαλιάσω και να τους πιστέψω. Δεν απαρνιέμαι τους έρημους δρόμους της Αθήνας, δεν απαρνιέμαι την έρημη εποχή μου, ούτε την έρμη την ποίηση που χρειάζεται να γίνει λιγάκι λιγότερο αντιποιητική.
Δεν απαρνιέμαι, πρωτίστως, το τρελό ανθρωπομάρκετ που μου στερεί ανάλγητα την ποίηση. Θα το ντύσω με στιχάκια. Δεν απαρνιέμαι την ασχήμια της μορφής, θυμώνω απλώς με την ασχήμια της ψυχής.
Περπατώ στα άσχημα και στα όμορφα, βλέπω αφίσες με ξεφτισμένα χρώματα, βλέπω μαγαζιά να κλείνουν μακάβρια, βλέπω πλατείες θλιβερά κατάμεστες, βλέπω επαναστάσεις που δε στέκονται, εμένα βλέπω που δε στέκομαι πουθενά, που μόνο γράφω, γράφω… Γιατί, τελευταία, άρχισα να βαριέμαι οικτρά την πολιτική.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

λεξιλεωθείτε