Ποιητής
Ένα ον που περπατάει με τα πόδια να γρατζουνάνε τα σύννεφα
Ένα μερμύγκι του ουρανού
Δίχως χέρια
Με πολλά μολύβια και πολλά χαρτιά για δάχτυλα
Με γεννητικά όργανα ριζωμένα σε όλο το σώμα
Και μέσα στο μυαλό του βαθιά
Σε στύση και πολλά
Γεννητικά όργανα
Σπέρμα -ποίημα η κληρονομιά του στη μήτρα τoυ χρόνου
Ο Ποιητής
Δεν είναι ένας ποιητής
είναι ένας πενιχρά αμοιβόμενος υπάλληλος
της Ποίησης που του υπαγορεύει ασταμάτητα επιστολές
για το Θεό και το άπειρο
ένας εντολοδόχος
δεν προλαβαίνει να ζήσει
μα αν δε ζήσει θα ξεμείνει από μελάνι
ζει και γράφει
ζει για να γράφει
και ας ελπίζει πάντοτε το αντίστροφο ο δόλιος
Ο Ποιητής
Κλαίει για ασήμαντους λόγους ή έχει μάθει να μην κλαίει ποτέ
Έχει αμέτρητους φίλους ή έχει μάθει να ζει μόνος
Είναι μακρυμάλλης ή έχει μάθει να έχει φαλάκρα
Ο Ποιητής
Δε θα μπορέσει να κοιτάξει ποτέ τον εαυτό του στον καθρέφτη
Δε θα μπορέσει ποτέ να μυρίσει τις δάφνες που φορά η καρδιά
του
Ο Ποιητής βλέπει τον Ποιητή στα μάτια του Ανθρώπου
Μυρίζει τις δάφνες μέσα στο αχνιστό πιάτο με τις φακές
Και ζει αγνοώντας ότι είναι απέθαντος
Νυστάζει, έχει φαγούρα και διψάει και κρυώνει και βαριέται ο
Ποιητής. Ο ανόητος ο κοντόφθαλμος ο Ποιητής.
Ο Ποιητής.
Τα σύννεφα του γαργαλάνε τις πατούσες, η καύλα του πονάει τα
σωθικά
Κι αυτός νομίζει ότι τρύπησαν οι κάλτσες του
Ότι έφαγε κάτι που τον πείραξε.