Παρασκευή 22 Αυγούστου 2014

Ένας θλιμμένος νικητής

Ι. Είναι οι άνθρωποι μαθημένοι να ζούνε στη σκόνη. Η σκόνη αυτή είναι καμωμένη από το μεθύσι αυτών που τους φέρανε στη ζωή, από την παραζάλη αυτών που τους την ομορφαίνουν κι από τον βαρύ πόνο της γνώσης πως μια μέρα θα πεθάνουν. Όλα τούτα δε λέγονται δυνατά, θεωρούνται λογοτεχνία. Σε κάποια νυχτερινά ταξίδια με τρένο μπορεί κανείς να διαπιστώσει τη θλίψη με την οποία είναι συνηθισμένοι να ζουν οι άνθρωποι, μια θλίψη βαθιά θαμμένη κάτω από τη σκόνη της ύπαρξής τους. Κινούν για μεγάλα μεθύσια. Πάνε να συναντήσουν τους αγαπημένους τους. Οι αγαπημένοι τους συμβαίνει συνήθως να είναι σκονισμένες, επίσης, υπάρξεις που έτυχε να βρεθούν στο διάβα τους. Πίσω από κάθε μόριο σκόνης βρίσκεται μια νόστιμη ιστορία. Που θα πει: ο κάθε άνθρωπος έχει κάτι να διηγηθεί, κάτι ικανό να χορτάσει την ψυχή ενός άλλου που θα σταθεί ν' ακούσει. Το πρόβλημα είναι πως σπάνια οι άνθρωποι αγαπούν να μπαίνουν σε τέτοιους ρόλους ή, καλύτερα, σε τέτοιες θέσεις. Φοβούνται να πουν τις ιστορίες τους, έτσι, αν κάποτε κάποιος αρχίσει να τους μιλά θα τον πάρουν για τρελό ή για ψεύτη. Παλαιότερα, όταν τα πράγματα ήταν πιο απλά και τα μυαλά λιγότερο σκονισμένα, αυτούς που μιλούσαν για τα φώτα και για τα σκοτάδια της ψυχής τους τους λέγανε προφήτες, ύστερα τους μισούσαν και τους φοβούνταν, ώσπου, τελικά, τους σκοτώνανε.

ΙΙ. Όταν οι άνθρωποι απαντούν έναν άλλον άνθρωπο να γράφει τον κοιτούν στην αρχή παράξενα. Έπειτα στρέφουν το βλέμμα αλλού. Κάποιοι από αυτούς τον θαυμάζουν, άλλοι τον λυπούνται. Πιστεύουν πως, ίσως, δεν είναι ευτυχισμένος, γιατί έχει καθένας τους στο μυαλό του έναν τρομακτικά πρόχειρο και τυχαίο ορισμό της ευτυχίας. Γι' αυτό αγαπώ να γράφω μεταξύ ανθρώπων που κοιμούνται: τους είμαι αόρατη, όμως, εγώ τους βλέπω και κάθε στιγμή θυμάμαι, άλλοτε με χαρά, άλλοτε με θλίψη, πως ανήκω στο είδος τους. Επειδή φοράω μεγάλα σκουλαρίκια, μαύρα ρούχα πάνω στο λεπτό μου σώμα κι επειδή περπατώ ξυπόλυτη, κανείς τους, ή, παρ' ελπίδα λίγοι, σκέφτονται πως είμαι συγγραφέας. Η λέξη συγγραφέας, βέβαια, είναι πολύ τρομακτική, όπως όλες οι λέξεις που βλέπει κανείς συχνότερα γραμμένες, παρά που ξεστομίζονται. (Ω, η λέξη συγγραφέας περισσότερο τρομακτική φαντάζει στους Συγγραφείς.) Οι Συγγραφείς είναι άνθρωποι που κρύβουν την ιδιότητά τους, γιατί όταν οι άλλοι την ακούνε μεγάλες προσδοκίες γεννιώνται στην καρδιά τους: νομίζουν πως ένας συγγραφέας είναι ή πρέπει να είναι μορφωμένος και καλός. Εάν είναι και κάπως άσχημος ή σχετικά περασμένης ηλικίας, τότε μάλιστα. Οι Συγγραφείς κυνηγούν ανήλεα άξεστους χωρικούς που καπνίζουν και πίνουν. Οι Συγγραφείς ερωτεύονται παράφορα τα γέρικα δέντρα και τα ταπεινά ζώα που βόσκουν κάτω απ' τον ήλιο. Οι Συγγραφείς συζητούν με πλάσματα που δε μιλούν την ίδια γλώσσα με αυτούς. Οι Συγγραφείς κοιτούν με αγάπη μητρική και, συνάμα με παιδιού περιέργεια τον κόσμο. Κάποτε δεν τους παίρνεις λέξη, γιατί παγιδεύονται μες στη σιωπή, επιχειρώντας να ξεθάψουν την προσωπική τους θλίψη μέσα από τη σκόνη. Άλλες φορές δεν μπορείς να τους σταματήσεις από τις μεγαλόφωνες, συχνά παραληρηματικές εκδηλώσεις έρωτα και μίσους γι' αυτό που συμβαίνει στη φύση, στο αίμα, στα τραπέζια της ουζοκατάνυξης και τους σκοτεινούς δρόμους της πόλης. Η μέση λύση, από μία άποψη, είναι να τους κάνεις ζεστό έρωτα στο σώμα για ν' αποσυρθούν από την εξερεύνηση των εντός τους πεδιάδων και ν' ασχοληθούν, επιτέλους, με κάτι που αδυνατούν να καταγράψουν. Φυσικά, παραμένει καλή η ιδέα να τους αφήνεις ανενόχλητους να κυνηγούν τ άπιαστα.

ΙΙΙ. Έχω ασχοληθεί με αρκετά εφήμερα ζητήματα, άλλοτε για να κερδίσω λεφτά, άλλοτε για να νικήσω εμένα, για να με δω ως πού μπορώ να με φτάσω και, ίσως, να με θαυμάσω ή να με οικτίρω γι' αυτό. Η αγαπημένη μου ασχολία είναι ν' αγαπώ τον Άνθρωπο. Αγαπημένοι φίλοι με κοροϊδεύουν λιγάκι γι' αυτό, δεν κατανοούν ακριβώς το λόγο και τον τρόπο που το πράττω ή επιχειρούν να μπολιάσουν την κοσμοθεωρία μου με ιστορικά γεγονότα και φιλοσοφίες που απαξιώνουν τους ανθρώπους και απονοηματοδοτούν την όποια συμπάθεια σε αυτούς, αν δεν ανταποκρίνεται σε συγκεκριμένα κριτήρια. Βλέπω ένα πρόσωπο και ξέρω τη μοίρα του. Συναντώ στο δέρμα του πολλά από τα φιλιά και τα χάδια που πήρε και περισσότερα από αυτά που στερήθηκε. Άθελά μου τους αγαπώ και τους συμβουλεύω με τεχνική πικρή, που θα πει, χρησιμοποιώντας ολάκερο τον εαυτό μου, με τη βαθιά, θεατρική της αλήθεια. Χιλιάδες άνθρωποι σκορπισμένοι στα πέρατα της γης έχουν πάρει από εμένα το δικαίωμα να με ερωτευτούν, να με μισούν και, σίγουρα, να με συζητούνε. Χιλιάδες άνθρωποι στριμωγμένοι σε ζωές-καράβια και σε ζωές-στάνες και σε ζωές-βιβλία με βλέπουν μέσα στη ζήλια τους θαμπή σα βρώμικο φανάρι, με βρίσκουν στα όνειρά τους ακατάληπτη σα Βαβέλ, με πετυχαίνουν με αόρατες κάννες ίσια στην καρδιά και μ' εξοντώνουν μέσα τους. Είναι οι άνθρωποι που είδανε στα μάτια μου τη γνώση που έχω γι αυτούς φυλαγμένη. Οι άτυχοι μετανάστες στις αποβάθρες, τα όμορφα κορίτσια στα μπαρ, οι επίδοξοι εραστές που απέτυχαν να ενωθούν μαζί μου. Οι ατάλαντοι ηθοποιοί, οι αγενείς μεσήλικες με τις βέρες στα δάχτυλα, τ' άγουρα παιδιά που τρέχουν γυμνά στις παραλίες και πέφτουν και γδέρνουν τα γόνατά τους στις πέτρες. Κυνηγώ τους ανθρώπους με την καρδιά μου στις παλάμες να στάζει κι όλοι τους, αν θέλουν να με βρουν, με βρίσκουν απ τα ματωμένα χνάρια της που ζέχνουν παραμύθι και περιπέτεια. Αυτοί που μ' αγαπούν, μ' εχθρεύονται που δεν τους αγαπώ με τον ίδιο τρόπο, τον τρόπο τους. Αυτοί που με ζηλεύουν, με λατρεύουν που υπάρχω για να έχουν ακόμα μια αφορμή ν' αγωνιστούν και να πατάξουν το λίγο τους. Αυτοί που με φοβούνται, ονειρεύονται πως μια μέρα θα βρεθούν στην αγκαλιά μου. Κανείς τους δεν ξέρει πως, ούτως ή άλλως, την καρδιά που στα χέρια βαστώ τη στύβω αλύπητα στο κεφάλι, στα μαλλιά μου, στέκομαι ύστερα πάνω από μια λευκή κόλλα αναφοράς και τα σχήματα που παίρνουν οι βαριές σταλαγματιές είναι τα γραπτά μου. Κανείς τους δε φαντάζεται πως παθιασμένα πρωταγωνιστεί στα κείμενα που με το αίμα μου ζωγραφίζω.

IV. Ο λόγος που διαβάζω πολλά βιβλία και κείμενο και ποιήματα και παραμύθια και κόμιξ είναι πολύ απλός: η ζωή είναι μικρή. Δεν προφταίνει να γνωρίσω την αλήθεια σ' όλα τα μήκη και τα πλάτη της, αν διαλέξω ν' ασχοληθώ με τις δικές μου μονάχα υποθέσεις. Τόσοι αιώνες πίσω, τόσοι αιώνες μπρος. Χίλιες χώρες που δε θα προλάβω να επισκεφθώ. Δάση και ψάρια κι έρωτες κι εγκλήματα κι εξομολογήσεις. Συχνά, βρίσκω περισσότερα κοινά με τους ήρωες των βιβλίων, παρά με αυτούς των διπλανών θέσεων στο τρένο, στο λεωφορείο, στο καράβι. Ο λόγος που θαυμάζω τα παιδιά είναι επίσης απλός: λένε πάντα την αλήθεια, χωρίς να έχουν λόγους ηθικούς από πίσω κρυμμένους να το επιτάσσουν. Σ' όλη μου τη ζωή προσπαθώ να τους μοιάσω, έστω σε αυτό. Διότι, η ποιητικότητά τους είναι αμίμητη και ανεπανάληπτη, φεύγει γύρω στα δέκα κι αν είναι να επανέλθει, αυτό θα συμβεί όταν και αν τα παιδιά ερωτευτούν για πρώτη φορά στη ζωή τους. Τι σημαίνει ποιητικότητα; Σημαίνει η πιο αληθινή μορφή της πραγματικότητας, σημαίνει το μεδούλι της αλήθειας. Θυμάμαι πρωί επτά η ώρα, όταν το μεγάλο τρένο έφθασε από την Κατερίνη στην Αθήνα, τη φωνή ενός παιδιού να λέει στη γιαγιά του: "Ω, πόσες σκάλες έχει η Αθήνα! Η Αθήνα, γιαγιά, έχει πολλές σκάλες". Κι είχε μόλις δει τα δέκα δεκαπέντε σκαλοπάτια που οδηγούσαν στην έξοδο. Δεν είναι αφέλεια, είναι διορατικότητα. Απλώς, μια διορατικότητα που, επιτέλους, διατυπώνεται σοβαρά. Με ποίηση κι τρέλα, δηλαδή.

 V. Ο μόνος τόπος που δε βρήκα στιγμή την Ελλάδα είναι η Ελλάδα. Γιατί την πατρίδα αυτή δεν τη βρίσκεις μες στον εαυτό της ποτέ. Δυο Ελλάδες υπάρχουνε. Η μια, η κούφια που ξαπλώνει σαν καχεκτικιά γοργόνα πάνω στα μεσόγεια κύματα. Η άλλη η πύρινη, η άφταστη, η πνευματίσια που σελαγάει στα άναρχα σύμπαντα και, σαν πεταλούδα καλή, στέκεται στιγμές πάνω στα μαλλιά των ανθρώπων που γλεντούν με την ψυχή τους, όπου κι αν βρίσκονται αυτοί κι όποια γλώσσα κι αν μιλούνε. Υπάρχει νόημα στην ύπαρξη καθρεπτών μες τα φθηνά μπαρ: πίνεις πολύ κι έτσι τον εαυτό σου τον βλέπεις τετραπλό. Δυο οι νορμάλ, δυο οι μεθυσμένοι. Ύπουλο γυαλί ο καθρέπτης. Αφήνεις με άνεση και με άνασα όλες-η, πια, σχεδόν όλες- τις προσωπικότητές σου ν' αποκαλυφθούν περίτρανα στο σύμπαν. (Γιατί τα είδωλα του καθρέπτη είναι φαινόμενο φυσικό και αναντίρρητο).
Άιντε να πίνει ο χορευτής, να μεθά ο ποιητής, να χορεύει ο εραστής κι εμπνευσμένα να ερωτεύεται ο πικραμένος.

{Αθήνα-Κατερίνη-Εύβοια-Αθήνα, Αύγουστος 2014}