Κυριακή 27 Μαρτίου 2016

Φτερωτό Κισμέτ

                                                          -Αρχές καλοκαιριού 2014-

Ο ιδρώτας του μύριζε τοξίνες κουβαλημένες από ακριβό ουίσκι και κρέας εκλεκτό. Σαρκώδη χείλη και όχι κοντός. Τίποτε άλλο.
Ο ιδρώτας  για έναν άνθρωπο μαρτυρά το άρωμα που θα έχει το σώμα σου μετά από μία τυχόν συνουσία μαζί του. Τα χείλη μαρτυρούν τον τρόπο με τον οποίο θα παιδευτούν τα δικά σου για να τα φιλήσουν.
Και το ύψος, το πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να έχεις το βλέμμα του στα μάτια σου δίχως παρεμβολή τεχνητών μέσων. Κοινώς, όλα είναι έρωτας. Και, άλλωστε, φίλους ονομάζουμε τους ανθρώπους που αγαπάμε πολύ, χωρίς να είμαστε ερωτευμένοι μαζί τους.
Είχε ένα παράξενο όνομα-όπως τα περισσότερα τούρκικα που ηχούν σε ελληνικά αυτιά. Ζούσε στην Πόλη, γεννήθηκε στη Σμύρνη. Ελληνοφέρνων.  Κι εγώ, γεννημένη στην Αθήνα και με το παράσημο της επιβίωσης επί σχεδόν εξαμήνου στην ξακουστή Κωνσταντινούπολη.
Εξαιρετικά γενναιόδωρο το εξάμηνο, κιμπάρισσα κι η Istanbul. Τι φίλοι, τι φιλιά. Τι φαγιά. Και δάκρυες, σαφώς, στιγμές. Μα καμιά σαν την τελευταία μέρα. Ξεχάστηκα. Σαν κάτι κρυφό, βαθύ μου να θέλησε να προκαλέσει το ρολόι, το αεροπλάνο, να τ’ απειλήσει, έτσι, όχι που δεν ήθελα σαν τρελή να πέσω στην αγκαλιά Του στην Αθήνα, μετά από τόσα μερόνυχτα χωριστά, μα πονούσε που θ’ άφηνα έτσι, αναίμακτα, το πρώτο σπίτι που λάτρεψε την ανεξαρτησία μου άλλοτε μεταγλωττίζοντάς τη σε μοναξιά, άλλοτε σε ελευθερία.
Πώς θ’ άφηνα έτσι όλους αυτούς του δρόμους που γίνανε δικοί μου; Που παιδεύτηκα για να τους κάνω; Πώς θα γύριζα στα μυρωδάτα μου ελληνικά, παρατώντας σύξυλα τα τούρκικα που, έφηβα στήθη, αμυδρά ξεκινούσαν να κυριαρχούν πάνω στο σώμα και την ψυχή μου;
Βροχή, ένα σωρό κακοτυχίες, ένας κλέφταρος ταξιτζής και –εννοείται- άφθονη πολίτικη κυκλοφοριακή συμφόρηση. Πράγματα, γενικώς, από αυτά που δε λέγονται στις αφιερωματικές εκπομπές περί των πάλαι ποτέ ελληνικών εδαφών του Βοσπόρου.
Και με βρήκε, κλαίουσα ιτιά, σ’ ένα αεροδρόμιο που δεν είχε ούτε μια θεσούλα, πια, σε κάποιο αεροπλάνο του για μένα, την ατυχέστατη αργοπορημένη. Η λύση δόθηκε από μηχανής γονιών που έβγαλαν εισιτήριο από Αθήνα για την επόμενη πτήση προς αυτή: 10 ώρες μετά. Αλλά εγώ, σε βαθιά κατάθλιψη.
Τίποτε δε βρίσκεται κοντύτερα στην καταιγίδα περισσότερο από το ουράνιο τόξο και τίποτε δεν προοιωνίζεται ευτυχία περισσότερο από τη θλίψη. Λίγες ώρες μετά την πρώτη συνάντηση μαζί του, την διακατεχόμενη από αλληλεγγύη και επαγγελματισμό, καθότι επόπτης αεροδρομίου ο μεσιέ ή κάτι τέτοιο, βρισκόμουν ανάσκελα σε μια φανταστική παραλία κι έβλεπα την πιο παράξενη Ανατολή της μέχρι τότε ζωής μου.
Γλάροι μπεκρόπιναν θαλασσόνερο, καΐκια  λικνίζονταν στα λεία νερά και κάνα δυο  αεροπλάνα σκίζανε τα ήσυχα σύννεφα σε δέκα κομμάτια. Τσιγάρα, λέξεις αγγλικές και σιωπές οικουμενικότατες δίναν κι έπαιρναν.
Σε μια απαράμιλλη συμμετρία βρισκόταν ο χώρος με τον χρόνο: Σπάνιο φαινόμενο για τη sui generis περίπτωση της τρελοΠόλης που, άλλοτε ρεμβάζει στο χθες φορώντας ρομποτικές στολές, άλλοτε ζηλεύει ακαλαίσθητα την Αμερική και την Ευρώπη, άλλοτε πάλι μας αφήνει άναυδους από την γκριζάτη καλλονή της.

Γύρισα Αθήνα, με τον ίδιο τρόπο που είχα έρθει στην Πόλη αποφασισμένη, τότε, να την κατακτήσω: ξενύχτισσα, γράφουσα, δακρυσμένη, Χριστούλη μου.

Κυριακή 20 Μαρτίου 2016

Εμμανουήλ Μπενάκη και Αραχώβης γωνία

Πληγές
πηγμένο αίμα οι εποχές
στου χρόνου πάνω το γόνατο

Φθορές
καθρέφτες ψέμα οι εκδοχές
του έρωτα
τ'άτιμο τ' αλόγατο

Προβλήματος και λύσης
ουρανός
άφαντος

κι ασήμαντος σκοπός
Τα βήματα

πώς γέρνουν σα σκιές
μες στου σπιτιού του έρημου
τις άσπρες παγωνιές

να ερμηνεύσω τη γενιά μου
να γίνω η φωνή της
μα ποιος είμ' εγώ για να φωνάξω;
πρέπει θαρρώ τον εαυτό πρώτα ν'αλλάξω

Όσα τραγούδια κι αν μας χαρίστηκαν
έχουμε ακόμα έλλειψη
ο δικός μας δρόμος
είναι κλειστός
ο δικός μας τρόπος δεν έχει νότες και γράμματα
έχει κόρνες ο δρόμος μας
και ματωμένα κλάματα
έτσι θα πορευτούμε

απ' τα χαλάσματα να φτιάξουμε θαύματα
κι όταν ξημερωθούμε
στην αγκαλιά ενός παιδιού γλυκά θα ξαπλωθούμε

και μες στον ύπνο τον ζεστό
ξανά θ'ανταμωθούμε