Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2016

Οιστρορία

Ιστορία: Αυτό που μένει ασταθές και ανείπωτο, γιατί συνεχώς δημιουργείται από το κάθε ζωντανό πλάσμα που κινεί τα βήματα του συντονισμένα με της γης τον ρυθμό. Σπαράγματα αλήθειας βρίσκονται μέσα στα ποιήματα των θαλασσινών ποιητών και των βουνίσιων και πάνω στις ζωγραφιές των παιδιών. Όλου του κόσμου οι οιστρορίες που γράφονται βράδια και μεσημέρια στην ησυχία, στα πατώματα και στα μέσα μαζικής μεταφοράς κουβαλούνε σταγόνες από αυτό που οι φιλόλογοι και οι διαβασμένοι μαθητές αποκαλούν ιστορία.
Οίστρος: Στοιβαγμένα όταν βλέπω και δυο δυο τα πακέτα των τσιγάρων που καπνίζουν οι μεγαλοεκδότες και οι κάθε λογής επιχειρηματίες, κορίτσια ιδρωμένα με μαλλί κομμένο άτσαλα από χέρι κολλητής να κατηφορίζουν ή να ανηφορίζουν τη Θεμιστοκλέους με μια βιάση ανεξήγητη, τυχαία όταν συναντώ τη φύση πάνω στα πρόσωπα των αγίων Εραστών , των αγίων Φίλων μού γιορτάζεται μες στης καρδιάς τα πίσω τα δώματα και τις βεράντες οίστρος αφόρητος, οίστρος ανήσυχος, οίστρος που απαιτεί να γίνει Ιστορία.



#έρχεται

Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2016

Της μουγκαμάρας

8-1-2016

Βλέπω τον κώλο σου
μέσ'απ'τη φόρμα
πώς κάνει σχήμα
και ξέρω πού δουλεύεις:
σε συνοικιακή ταβέρνα, ψητάδικο, βρωμερό μαγαζί
τρυπωμένη στην κουζίνα
με κλάμερ και τσόκαρα
με τσίκνα στο στήθος
και κουρασμένα δάκτυλα
παστρικά

δε σε νοιάζουν τα χρώματα
δε σε πληρώνουν καλά
στέλνεις φωτογραφίες
στη θεια σου, πίσω στην πατρίδα

δυσκολεύεσαι με τα γαμημένα τα ελληνικά
και με τους σκατοέλληνες

είσαι
η Αλβανέζα λαντζέρισσα
σε γαμάει πού και πού
ένας άντρας κακοπληρωμένος
κι ένα μωρό στέκει βουβό
μ'ένα περσινό παιχνίδι
στου σαλονιού την άκρη

Στόλισες δέντρο μα να το χαρείς
δεν πρόφτασες.
Ξεραμένα αποφάγια
γαριασμένα σεντόνια
δυο γλάστρες διψασμένες
ένα ζευγάρι κάλτσες στο πάτωμα
οι φτέρνες σου σκληρές

Νοίκι χρωστάς
τηλέφωνο κομμένο
θα ξοφλήσεις τον άλλο μήνα
δυναμώνεις το ραδιόφωνο
βαστάς τα κλάματα πίσω από τα μάτια

Συνεχίζεις να προχωράς
πας για ύπνο
βλέπω τον ταλαιπωρημένο σου κώλο
ψυχή μου

Σε πρόδωσαν όπως κι εμένα
εγώ θα τους τη φέρω
και για τις δυο μας
έλα σπίτι μου όποτε θες
κι εγώ στο νοίκι είμαι
έλα για καφέ
για να σου τραγουδήσω

θα' χω αλλάξει σεντόνια
θα' χω μαζέψει τις χθεσινές μου κάλτσες
θα' χω σφουγγαρίσει
και θα φάμε κάτι μαζί
θα γκρινιάξουμε παρέα

ύστερα θα χωρίσουμε

Ο κώλος μου θα παραμένει ωραιότερος
τα χρόνια στην πλάτη μου πιο λίγα κι ελαφρά
η ταυτότητά μου
-συγγνώμη, καρδιά μου-
ελληνική.















Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2016

Δυο χιλιάδες δεκάξι

Πρωινό αφιέρωμα στη Ρίτα Σακελλαρίου
ξέπλυμα των αυτιών με υλικό νύχτας βαθιάς, καλής, παλιάς
οι φίλοι μου κοιμούνται, τι το'θελα τόσο νωρίς να σηκωθώ
ξοδευτήκανε πάλι οι ευχές
ακαταστασία ανακουφιστική στο δωμάτιο
σιωπή
κουρασμένα από τη χρήση αντικείμενα προσωρινώς αναπαύονται
γραμμές παραγωγής σκουριασμένες
πού να βρίσκονται τώρα όλοι αυτοί
που θα μας κάνουν να κλάψουμε και να γελάσουμε στο μέλλον;
Να έρθουν λιγάκι νωρίτερα δεν γίνεται;
Παρακαλώ πολύ, εσάς τους ευτυχισμένους της εποχής και τους πετυχημένους, σταματήστε να φοράτε τα λαμπιόνια γύρω από το κεφάλι σας τόσο πολύ σφιχτά
κι ανατριχιάζω
τα φωτοστέφανα-δεν το μάθατε;-κρύβουν αγκάθια
Τον ξεγεννήσαμε πριν κάτι μέρες, σε λίγους μήνες έρχεται η δολοφονία Του.
Αμάν, πια, αυτές οι επαναλήψεις...
Σαν τηλεόραση που χάσκει ανοιχτή ο κόσμος
με τα χρώματα ξεθωριασμένα και αχνά.