Σάββατο 3 Φεβρουαρίου 2018

Ορφάνεψα

Οι ανατολές στα νησιά
σαν το στρίφωμα της ρόμπας της γιαγιάς
της προγιαγιάς

μυρίζουν

και σαν τις ξύλινες ντουλάπες τις παλιές
-κει στο βάθος-
ένα φλουρί ριγμένο
και νερό παγωμένο λαμποκοπά στο φρύδι

(Να ερωτευόμουν όπως οι παλιές!)

Στιγμιότυπα πολύτιμα
τυπωμένα χρυσαφιά
πάνω στα χθες
έχω ζήσει κι εγώ μηχανάδες
και κοιτάγματα σταματημένα στον αέρα
μου'χουνε πάρει σκουλαρίκια σε παζάρι
λουλούδια στείλανε
και με κυνηγήσανε χρόνους και μήνες

Γερνάω μόνη και κρυφά
Ξέρω πως σε κάποιων τη μνήμη μένω βελούδινη
αλαβάστρινη
κι ολόσωστη, καλή
Έχω ξεστομίσει ορισμένα μεθυσμένα σ'αγαπώ
κι έχω φορτώσει της ψυχής μου την πλάτη
με τύψεις

Όλο αναβάλλω τα σημαντικά και θα χτυπάω το κεφάλι μου
στον τοίχο
Όλο στις μνήμες χάνομαι και θα μου φύγει πρόωρα
η χαρά.

Πότε ορφάνεψα από παιδικότητα και δεν το κατάλαβα;
Πότε μ'εξόρισε το ποίημα που μόνη ίδρυσα
κάποτε
και τώρα δεν έχω στέγη;