Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2018

Μισό Καλοκαίρι

Φόρεμα μαύρο της Χαράς
Πουκάμισο της Θλίψης
λευκό λευκό σαν το πρωί
.................................................
Ήσυχη πόλη της στεριάς
ανήσυχο Νησάκι
πέτρινο κι ηλιόλουστο
βουλιάζεις στο Αιγαίο
.............................................
Άνδρας βαρύς και σκιερός
με πλάτες σαν πλατάνια
γυναίκα ξωτικό της γης
που τρέχει μες στα δάση
..........................................
Καπνός τσιγάρου κόκκινος
χείλη χλωμά κι ωραία
φιλί που άργησε να'ρθει
και φούσκωσε ο πόθος.
               

ΕΜΠΟΡΕΙΟ
Θήρα, Ιούλιος 2018

Δευτέρα 9 Ιουλίου 2018

Μικρό Ανθολόγιο Ανθρώπινων Τύπων vol1

Ο Θεατρώνης

Φορεί γκρίζα παλτό, φρεσκοπλυμένος και κόντρα ξυρισμένος ή, εναλλακτικά, λιγάκι λιπαρός, με παχιά γενειάδα.
Πολλές οι ομοιότητές του με τον ιδιοκτήτη νυχτερινού μαγαζιού, μόνο που αυτός έχει βιβλιοθήκη σπίτι του.
Παλιά, με ένα κόκκινο κασκόλ στο λαιμό, άναβε τσιγάρο στις παγωμένες στάσεις των λεωφορείων και περίμενε κάποια αργοπορημένη ερωμένη με κούρεμα κοντό καρέ.
Ονειρευόταν επαναστατικές μεθόδους διδασκαλίας του θεάτρου, δεκάδες κούπες με λίγο, παγωμένο καφέ στοιβάζονταν στο τραπεζάκι του σαλονιού και το νεροχύτη του.
ώρες συζητήσεων και συναντήσεων.
Μερικά χαμένα τώρα, μα στ' αλήθεια, κάποτε, υπαρκτά τετράδια δικά του, η προίκα του. Γεμάτα με γραφτά πάσης φύσεως, ανόητες, σχεδόν μεθυσμένες σημειώσεις λογιών λογιών και, σε μερικά περιθώρια, τηλέφωνα σημειωμένα και φιλιά από κραγιόν: ένας δημοσιογράφος, μια μπαργούμαν, ένα γραφείο δημοσίων σχέσεων με χαλασμένο ασανσέρ κάπου στην Ομόνοια.
Με την πρώην γυναίκα του, αγόρασαν μισοτιμής έναν παρατημένο χώρο και τον αναστήσανε. Τον είπανε θέατρο και μαζέψανε τα ψώνια και βγάλανε λεφτά.
Τώρα, οι εποχές δυσκόλεψαν κι ο καθένας νοικιάζει έναν χώρο: το σπίτι του, το γραφείο του, τη μαλακία του.
Ευτυχώς, δεν πάχυνε όπως οι περισσότεροι. Και τα διακριτικά σικ, μα πάντα σοσιαλιστικής εσάνς, μακριά, γκρίζα του παλτό του ταιριάζουν γάντι. Αρκεί να είναι χειμώνας. Και να έχει παράσταση. Έστω για 15-20 θεατές.

Τρίτη 24 Απριλίου 2018

Κόμβοι

Μιλώντας μία νύχτα με τον Ι.
διαπίστωσα πόσο παράξενη είναι η ζωή
όπως συμβαίνει μες στα μυαλά μας

σ' έναν ρου παράλληλο και ασύνδετο
με το συμβάν της το πραγματικό

Εκεί, δηλαδή, όπου ο Μάριος είναι ο αριθμός εφτά
κι η φράουλα συναντά το κίτρινο χρώμα
Εκεί όπου οι ήχοι των γραμμάτων
είναι κοχύλια και θραύσματα ελαστικών στις λεωφόρους

Εκεί που το πορτοκαλί πονάει
Και το καλοκαίρι έχει τη γεύση του λεμονιού

Μα πιο πολύ
εκεί που είναι τοποθετημένος ο φασισμός:
σε μια διασταύρωση κάπου στα Πατήσια.

(Σε ποια ζωή από τις δυο να επιλέξω να ανήκω;)

Απρίλιος, 2018 στη μία
Απρίλιος, 2008, σταθερά κολλημένη, στην άλλη


Σάββατο 3 Φεβρουαρίου 2018

Ορφάνεψα

Οι ανατολές στα νησιά
σαν το στρίφωμα της ρόμπας της γιαγιάς
της προγιαγιάς

μυρίζουν

και σαν τις ξύλινες ντουλάπες τις παλιές
-κει στο βάθος-
ένα φλουρί ριγμένο
και νερό παγωμένο λαμποκοπά στο φρύδι

(Να ερωτευόμουν όπως οι παλιές!)

Στιγμιότυπα πολύτιμα
τυπωμένα χρυσαφιά
πάνω στα χθες
έχω ζήσει κι εγώ μηχανάδες
και κοιτάγματα σταματημένα στον αέρα
μου'χουνε πάρει σκουλαρίκια σε παζάρι
λουλούδια στείλανε
και με κυνηγήσανε χρόνους και μήνες

Γερνάω μόνη και κρυφά
Ξέρω πως σε κάποιων τη μνήμη μένω βελούδινη
αλαβάστρινη
κι ολόσωστη, καλή
Έχω ξεστομίσει ορισμένα μεθυσμένα σ'αγαπώ
κι έχω φορτώσει της ψυχής μου την πλάτη
με τύψεις

Όλο αναβάλλω τα σημαντικά και θα χτυπάω το κεφάλι μου
στον τοίχο
Όλο στις μνήμες χάνομαι και θα μου φύγει πρόωρα
η χαρά.

Πότε ορφάνεψα από παιδικότητα και δεν το κατάλαβα;
Πότε μ'εξόρισε το ποίημα που μόνη ίδρυσα
κάποτε
και τώρα δεν έχω στέγη;