Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2011

Εικοσαετείς

Μες στην πειραιώτικη νύχτα η θάλασσα σιγοβράζει ο ουρανός παραπονεμένα κάνει να κλάψει και το μετανιώνει τελευταία στιγμή
ο κόσμος είναι πάντα όμοιος ίδια ρούχα και πρόσωπα
-άραγε εγώ διαφέρω μια σταλιά;
χτίζονται ποιήματα στο αδρανοποιημένο μυαλό μου
οι λέξεις φτιάχνουν βραχιόλια μόνες τους
 και να 'μαι εγώ να τα φορώ
μ' όλη την ψύχρα του λιμανιού στα σωθικά μου:

Ναι, ό, τι πράττουμε
είναι με συνείδηση νιότης
είναι με ψευδαίσθηση χρόνου πολλά βαρέος.


Μα είναι χρέος
νέοι να στεκόμαστε
στον γέρικο του κόσμου καθρέπτη.


Κι ερωτευμένοι να καθρεπτιζόμαστε.


ΥΓ. Πρέπει να έχω ακούσει απόψε το "Αυτή η νύχτα μένει" σε πάνω από 15 εκτελέσεις. Παραμένω πιστή στην Παπίου,αλλά και η Αντωνοπούλου τι φωνάρα. Κλάμα από τραγούδι. Το αγαπημένο μου.

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2011

Αποσπάσματα ενός σπονδυλωτού ποιήματος

4.
Κι όπως η νύχτα καίει
 σαν καύτρα
στριφτού τσιγάρου
η έμπνευση γονυπετής
ικετεύει το λεωφορείο μου κι άλλο ν' αργήσει.

Μα τα όνειρα που μου στερούν οι λιγοστοί μου ύπνοι
πιότερο και σκληρότερα
μου τα στερεί η ζωή.

Αχ έμπνευση, αχ νύχτα
ως πότε το λεωφορείο μου θ' αργεί;

7.
Οι συνομήλικοι των ποιητών
πάντα είναι διστακτικοί απέναντί τους.
Πρέπει να γεράσει ο ποιητής για να τον πιστέψουν.

Για να τον λατρέψουν,
πρέπει ο ποιητής
να' χει αφήσει τα χέρια,
τα μολύβια του
βαθιά μέσα στο χώμα.

Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2011

Εμβατήριο εορταστικό και οριζόντιο


Α, πρέπει τώρα να φορέσω
τ' ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνι!

Οι άδειοι δρόμοι κάποτε ξεχείλιζαν
 Οι φυλακισμένες στο στέρνο φωνές κάποτε σπάζαν σίδερα
«Πάλιωσε, πια, το Πολυτεχνείο»
                  Και μέσα σε μια ώρα ξεπετούν οι δημοσιογράφοι
                  Έναν ξυλοδαρμό, μια πορεία και ένα στεφάνι που δεν κατατέθηκε ποτέ
Αλλά οι λαοί είναι γίγαντες
Λιγάκι φοβισμένοι, λιγάκι ταπεινωμένοι, λιγάκι μπερδεμένοι
Αλλά γίγαντες
Κι οι εξουσίες νάνοι
Πολύ φοβιστικές, πολύ ταπεινωτικές, ξέχειλες μπούρδες και μπερδέματα
Αλλά νάνοι
Μετριούνται οι μέρες τους
Κι ένα Πολυτεχνείο θα ξανάρθει
Όσο έχουμε τη μνήμη και το ποίημα
Ο αγώνας όσο είναι τίμιος
Τα Πολυτεχνεία θα ξανάρχονται
Οι νηστικοί,  οι «απαίδευτοι», οι σκλαβωμένοι
Θα ουρλιάζουν στους αιώνες το σύνθημα που ο χρόνος αφήνει
Καταραμένα αρυτίδιαστο
ΨΩΜΙ ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Κι οι τοίχοι θα βαραίνουν απ’ τα συνθήματα
Κι η τύχη θα πέσει ορμητική να σας πλακώσει
Πότε, άλλωστε, δεν εγυρίζαν οι τροχοί;
                              
                                           Σ' όλα τα κλίματα, σ' όλα τα πλάτη
                                             αγώνες για το ψωμί και το αλάτι…


Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2011

Το κατώφλι του Νοέμβρη και μερικές φθινοπωρινές παρατηρήσεις

Μία εντεκάτου ώρα μετά τα ισπανικά βραδινή και προ παράξενης σινεφίλ συναντήσεως
Μία καθ' οδόν συζήτηση με τον εαυτό
με όλους τους εαυτούς
με τις βιτρίνες που αδιάβαστα κείτονται τα βιβλία
και βλέπω δυο ανθρώπους να τρέχουν τρελοί
βλέπω έναν κλέφτη άνθρωπο
σε απόγνωση να κυνηγιέται
από μία γυναίκα κλεμμένη
απεγνωσμένη
-σκέφτομαι πόσα γίνονται πια μπροστά στα μάτια μας
πόσο ξεδιάντροπη φαντάζει η αδικία
πόσα θα δούμε ακόμα-
χωρίς να έχω η ανόητη προσέξει το λεωφορείο
που κυνηγούν οι δυο καθυστερημένοι επιβάτες

Κλέφτης εγώ μιας αθωότητας και θύμα κλοπής επίσης

Μία εντεκάτου ώρα βραδινή
ώρα φόβου και υποψίας
υποπτευόμαστε πια όλοι
τον πόνο
πριν προλάβει
αυτός
εμάς να υποπτευθεί

Δύο εντεκάτου ώρα πρώτη πρωινή
με νύχτα ακόμα έξω
κομπορρημονώ για την ποίηση
έναντι δυο πανέμορφων ξένων ματιών
κι ένας θάνατος ύπουλα παραμονεύει να μου ανακοινωθεί
στον τρίτο όροφο της παλιάς πολυκατοικίας

Απόψε, θα ονειρευτώ ότι μπορώ
να ελπίζω στον έρωτα
όπως ξέρει ο Αλμοδόβαρ να ζωγραφίζει.
                                                                                                          1-2/11


Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2011

Ωδή στ' ατραγούδιστα

(Μα μες στις σφαίρες του χρόνου
που πλακώνουν τα όνειρα,
προηγείται ο δρόμος και η σκέψη.
Βάλε στην ονειροπόλησή σου, λένε οι σοφοί των καιρών,
λιγάκι ναφθαλίνη και από Αύγουστο
φόρεσέ την ξανά.
Μα μες στο όπλο που μονάχα εγώ βαστώ
δεν υπάρχουν ιδέες αλλαγής.
Στόμα ξέχασαν να μου ζωγραφίσουν στο πρόσωπο.
Μου δώρισαν οι άθλιοι
δυο τρία ζευγάρια μάτια
για ν' ατενίζω τον κόσμο.)

Όταν ο εραστής
τής χαρίζει ένα ρόδο
εγώ βλέπω λίγες μέρες μετά
να τ' αποκεφαλίζει μια ριπή αδέξια τ' αέρα απ' το παντζούρι.
Και να σκορπούν τα φύλλα του γύρω απ' τα βγαλμένα της γοβάκια.

Όταν οι λαοί ξεσηκώνονται σαν παιδιά δακρυσμένα
στα κέντρα των αστικών τους δωματίων
και πλημμυρίζει η πλάση χημικά
εγώ βλέπω τα πεθαμένα περιστέρια
να κείτονται σαν το θάνατο της ειρήνης
σαν το γεύμα μιας γάτας- εξουσίας.

Όταν τα ραδιόφωνα σκορπούν ατάραχα
ερωτικές νότες και νοήματα
μες στη λεωφόρο, στο κρύο σπίτι, στο άδειο μπαρ το μικρό
βλέπω εγώ
όλους εκείνους τους άντρες και γυναίκες, τους τόπους εκείνους
που γράφτηκαν για χάρη τους τραγούδια.

Όταν προσπαθώ να ερωτευτώ δυο ξένα χέρια
βλέπω με τρόμο δυο ξένα χέρια
που προσπαθείς κι εσύ να νιώσεις για δικά σου.
Με καρδιά σταματημένη στο μποτιλιάρισμα του στήθους μου
βλέπω το αλλότριο φιλί σου,
όταν δυο άλλα χείλη φορούν τη γεύση τη δική μου, την αλλοτριωμένη.

Ύστερα, δακρύζω και δε βλέπω τίποτα.
Τα τριαντάφυλλα, τα περιστέρια,  τα τραγούδια πενθούν μελωδικά
την αχρηστία μου εκτός χαρτιού να τα συνδράμω.
Και μαραίνονται, πεθαίνουν, σταματούν
σε μιαν αιχμηρή αίσθηση παράλληλης ζωής
που μου θυμίζει την παραλληλισμένη, πια, δική μας.



Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2011

Το τρίτο στεφάνι: ο πόνος της ζωής και του θεάτρου


Όταν πηγαίνω θέατρο, θέλω να ξεχνώ. Να ξεχνώ ότι έχω πάει θέατρο, ότι κάθομαι σε μια θέση και βλέπω τους ηθοποιούς σα θεατής. Θέλω να ξεχνώ ότι βλέπω ηθοποιούς. Θέλω να αλλάζω τόπο και εποχή σιμά τους.
Όλα αυτά συνέβησαν με το «Τρίτο Στεφάνι». Τέσσερις ώρες κύλησαν σα να είχα συναντηθεί με τη Νίνα και την Εκάβη για καφέ, σα να ήμουν μια φίλη τους που απλά άκουγε και δε μιλούσε. Και που δε χόρταινε. Χρόνια πριν, επιχείρησα να διαβάσω το βιβλίο του Ταχτσή, κάτι που δεν κατάφερα ποτέ. Η ηλικία έφταιγε, ο Ταχτσής έφταιγε; Μάλλον έπρεπε να μπει το σανίδι το μεγαλοδύναμο στη μέση. Γιατί το «Τρίτο Στεφάνι» είναι ένα βαθιά θεατρικό έργο, με ήρωες που πρέπει να πάρουν σάρκα και οστά για να τους νιώσεις, με γεγονότα που χρειάζεται να τα δεις απογυμνωμένα από τη φυλακή της γραμματοσειράς για να σε αγγίξουν. Δε χωράει σε μερικές σελίδες το «Τρίτο Στεφάνι», ξεχειλίζει από αυτές με όλη την υπερβολή και την πληθωρικότητα που το διακρίνει.
Στροβιλίζεται σε ένα ιστορικό ντελίριο πολέμου και θανατικών, μα ,όπως συμβαίνει στη ζωή, στο προσκήνιο βρίσκονται τα μικροπράγματα: ο μικρόκοσμος δυο οικογενειών με τους έρωτες, τις απιστίες, τους τσακωμούς τους, τη βαθιά αγάπη και το μίσος που τις ενώνουν και τις χωρίζουν. Ένα σωρό άνθρωποι βρίσκονται στο προσκήνιο, που ο συγγραφέας επιλέγει να μην κρίνει ηθικά, που από όλους ούτε έναν αφήνει να φανεί ως καλός ή κακός. Και αυτή η ευριπιδική αίσθηση της ανθρώπινης αλήθειας-ότι, δηλαδή, καθένας κουβαλάει μέσα του και το κτήνος και το Θεό- φέρνει τους ήρωες με τον πλέον φυσικό τρόπο στη θέση των γονιών και των γειτόνων μας.
Το «Τρίτο Στεφάνι» είναι ένα έργο μες στο έργο, έτσι όπως παρουσιάζεται επί σκηνής. Το γράφει ένας άνθρωπος που απέμεινε  πονεμένος κομπάρσος της ζωής, μα που μέσα από την τέχνη του δικαιούται να επιλέξει τους πρωταγωνιστές. Διαλέγει  ,λοιπόν, ανθρώπους που έσφαλαν, ανθρώπους που πλήγωσαν και πληγώθηκαν, που δεν κατάλαβαν ουσιαστικά ο ένας τον άλλον, αλλά αγαπούσαν δυνατά και με πάθος. Τόσο δυνατά και παθιασμένα που οδήγησαν ή οδηγήθηκαν στην καταστροφή. Γίνονται όλοι αυτοί ,όπως τους αξίζει, οι ήρωες ενός μυθιστορήματος, ενός θεατρικού, σύμφωνα με την κρίση ενός ανθρώπου που δεν έζησε καθόλου σαν ήρωας. Γίνονται, βέβαια, ήρωες μιας τραγωδίας αλλιώτικης:  μέχρι την τελευταία στιγμή ζητά ο καθένας την κάθαρσή του, ο καθένας το δίκιο του, ανοίγοντας τα ματωμένα χέρια του στον κόσμο που  παρακολούθησε την ιστορία, στον κόσμο που μόνο αυτός μπορεί να καθάρει και να δικαιώσει,  καθαρμένος και δικαιωμένος ο ίδιος πρώτα.
Όταν πηγαίνω θέατρο, θέλω να πονά η ψυχή μου από την ομορφιά  και τη θλίψη της αυθεντικής τέχνης που μαντεύει αριστοτεχνικά τη ζωή, σκαλίζοντας το μαχαίρι μες στην ανοιχτή πληγή της. Θέλω να πονούν τα χέρια μου από το χειροκρότημα για τους ανθρώπους που καταφέρνουν να με μπερδέψουν, που με κάνουν να ξεχνώ που αρχίζουν και πού τελειώνουν τα όρια της τέχνης και της ζωής, ντυμένοι τα θεατρικά φτιασίδια και κοστούμια τους, γυμνοί για λίγο από τις προσωπικές τους αλήθειες και πάθη.
Αν μπορώ να πω κάτι για το «Τρίτο Στεφάνι», είναι ότι με πόνεσε με τον πιο τρυφερό τρόπο που με έχει πονέσει το θέατρο μέχρι στιγμής. Έναν πόνο που δε βλέπω την ώρα να ξαναβιώσω με κάποια επόμενη παράσταση. 

Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011

Τραγούδι λέω δυνατά ν' ακούσουν όλα τα παιδιά!

http://www.youtube.com/watch?v=A86wOqWGp0I
Το τραγουδάγαμε στη χορωδία, στο ωδείο που βρισκόταν δίπλα στο δημοτικό μου σχολείο...
Η κυρία Βαλεντίνα μου έλεγε πως το τραγουδούσα λίγο πιο δυνατά από ό,τ ι έπρεπε...σήμερα, που τυχαία έπεσα πάνω του, κατάλαβα το γιατί...έκρυβε από τότε ένα νόημα που θα ανακάλυπτα χρόνια πολλά αργότερα με δάκρυα στα μάτια...
ένας παλιάτσος είμαι κι εγώ, καλή σας μέρα, είμαι πασαλειμμένη χρώματα μα κλαίω φωνάζοντας τα δίκια της ζωής...
υγ.θυμάμαι, μικρή, δεν καταλάβαινα τι σήμαινε η λέξη κοινωνία μες στο τραγούδι...ντρεπόμουν να ρωτήσω κάποιον, ντρέπομαι όμως περισσότερο που ακόμα δεν έχω μπορέσει να καταλάβω τι είναι. Κι έχω ρωτήσει πολλούς κι εμένα την ίδια ακόμα.


Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2011

Αντιποίηση


Ζω σε μια πόλη, σε μια εποχή, όπου όλα με παρακαλούν να μη γράψω. Να μη γράφω. Γιατί να γράφω; Έχω να ζήσω πρώτα. Να διεκδικήσω τα προς το ζην, να μάθω γνώσεις εξαργυρώσιμες κάποτε και αν. Να βουλιάξω στην καθημερινότητα που χλευάζει την ποίηση και ασχημαίνει την έμπνευση τόσο που σου έρχεται να την απαρνηθείς.
Για μένα, αυτή είναι η μεγαλύτερη πρόκληση. Να γράψω για όσα με κάνουν να σκέφτομαι αντιποιητικά. Μια πόλη κόλαση, ένα κουρέλι φλεγόμενο που σέρνεται στο δέρμα πάνω της οικουμένης ζητιανεύοντας δόξα και ευρώ..με εμπνέει.
Είναι μεσημέρι φθινοπώρου, το ΚΚΕ παίζει στο Σύνταγμα μουσικές από παλιά υπόγεια και λαρύγγια, πολύ δυνατά, φυσάει με τρέλα, τα αμάξια σταματημό δεν έχουν. Με διαπερνά ένα καλοκαίρι μιας αλλοτινής, αλλιώτικης εποχής, μια μυρωδιά ελπίδας, το γκρίζο λάμπει κατάλευκο, η πόλη μεταμορφώνεται σε ποίημα.
Λίγα βράδια μετά, πετυχαίνω την ποδηλατάδα. Σαν έντομα οι τροχοί της ελευθερίας κατακλύζουν το δρόμο. Χωρίς να μπορώ να το ελέγξω, αισιοδοξώ αθεράπευτα. Γράφω για ένα σκύλο που κοιμάται γαλήνια στις σκάλες των MacDonalds, γράφω για το πρώτο ξημέρωμα του Οκτώβρη που πιέζει το καλοκαίρι να φύγει από τα σώματα και τα σύννεφα, γράφω για τα νεράντζια που σαπίζουν αέναα στα κρύα τσιμέντα, μην καταφέρνοντας να βρουν τον αληθινό προορισμό τους. Υπάρχουν σκιές σε σοκάκια, λακκάκια σε μάγουλα, ένα περιστέρι που κουτσαίνει, ένα χαρτάκι με κινητό πάνω γραμμένο που το παίρνει για πάντα η νύχτα κοντά της με συνεργό τον άνεμο. Όλοι νοιάζονται για τους ανθρώπους και τι λένε οι άνθρωποι και τι νιώθουν και πώς ντύνονται. Μα βαριέμαι, βαριέμαι ώρες ώρες τους ανθρώπους. Ο πόνος των πραγμάτων κάποτε είναι οξύτερος. Και το λιωμένο νεράντζι ζητά απεγνωσμένα να χωρέσει σε ένα ποίημα.
Για τους ανθρώπους δεν έχω πολλά να πω και να γράψω. Θέλω πρώτα να τολμήσω να τους ακούσω και να τους αγκαλιάσω και να τους πιστέψω. Δεν απαρνιέμαι τους έρημους δρόμους της Αθήνας, δεν απαρνιέμαι την έρημη εποχή μου, ούτε την έρμη την ποίηση που χρειάζεται να γίνει λιγάκι λιγότερο αντιποιητική.
Δεν απαρνιέμαι, πρωτίστως, το τρελό ανθρωπομάρκετ που μου στερεί ανάλγητα την ποίηση. Θα το ντύσω με στιχάκια. Δεν απαρνιέμαι την ασχήμια της μορφής, θυμώνω απλώς με την ασχήμια της ψυχής.
Περπατώ στα άσχημα και στα όμορφα, βλέπω αφίσες με ξεφτισμένα χρώματα, βλέπω μαγαζιά να κλείνουν μακάβρια, βλέπω πλατείες θλιβερά κατάμεστες, βλέπω επαναστάσεις που δε στέκονται, εμένα βλέπω που δε στέκομαι πουθενά, που μόνο γράφω, γράφω… Γιατί, τελευταία, άρχισα να βαριέμαι οικτρά την πολιτική.

Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2011

Προσοχή: ανέγερση ιστορίας


Το ξέρετε ότι η Διαμαντοπούλου απαγόρευσε τις πολιτικές συζητήσεις εντός σχολείων; Εάν όχι, πιστέψτε το, εφόσον ξέρετε σίγουρα το ρεζιλίκι της …φωτοτυπίας(!) και, φυσικά, του νόμου- πλαίσιο που καταργεί το άσυλο, επιτρέποντας την ξεδιάντροπη είσοδο των επιχειρήσεων στις σχολές.

-Η παιδεία στο στόχαστρο
Στα όσα βάλλει η «σοσιαλδημοκρατική» πολιτική της κυβέρνησης δεν θα μπορούσε να μη βρίσκεται η παιδεία. Η παιδεία είναι το κεφάλι του σώματος που λέμε κοινωνία και όταν αυτό δε λειτουργεί σωστά, όλο το υπόλοιπο καταρρέει .
Η Άννα Διαμαντοπούλου, με τη στήριξη της κυβέρνησης και μεγάλου μέρους της Βουλής, επιχειρεί να δημιουργήσει υποταγμένους πολίτες, αφοπλισμένους από τα 19 τους , ώστε να είναι δύσκολο να ξεσηκωθούν αργότερα. Και όλα αυτά υπό το πρόσχημα μιας ανάγκης για βελτίωση, κάτι που χτυπάει ομολογουμένως καλά στα αυτιά πάρα πολλών φοιτητών, απογοητευμένων  από τον τρόπο λειτουργίας των σχολών τους, στους οποίους ανήκει και η γράφουσα.  Δεν μου αρέσει, κυρίως, η ευκολία με την οποία οι φοιτητές αφήνουν τις παρατάξεις να αγωνίζονται για υποθέσεις που αφορούν τους ίδιους. Έχουμε, δε,  φτάσει σε σημείο να θεωρούμε ταμπού την έκφραση κάποιου παραπόνου μας, λες και όλα είναι τέλεια: το γεγονός ότι δεν πρέπει να επιτρέψουμε στο κράτος να επέμβει απολυταρχικά στο πανεπιστήμιό μας, όχι απλά δε σημαίνει ότι το πανεπιστήμιο λειτουργεί άψογα, σημαίνει, αντιθέτως, ότι πρέπει οι φοιτητές να ανασκουμπωθούμε το συντομότερο και να αρχίζουμε να το βελτιώνουμε. Να αποδείξουμε ότι οι όποιες προβληματικές είναι και δική μας υπόθεση και ότι μπορούμε, αν συνεργαστούμε, να τις κάνουμε παρελθόν. Να ξεκινήσουμε, με άλλα λόγια, την πορεία από το «διαφωνώ με» στο «προτείνω να».
-Κατάληψη:  επιτυγχάνεται…μέσω πάλης
Το όπλο των φοιτητών απέναντι στην επέλαση του νόμου, είναι το… λουκέτο. Κοινώς η κατάληψη. Μέχρι στιγμής, καθόλου τυχαία, 320 τμήματα σχολών τελούν υπό κατάληψη. Τελευταία στη νομική υπάρχει ένα ρεύμα στη Γ.Σ, με το οποίο ιδεολογικά διαφωνώ, αλλά αναγνωρίζω ως κίνηση έκφρασης  μιας διαφορετικής άποψης. Τέσσερις φοιτητές-όχι και τόοοσο ανένταχτοι- υπέγραψαν αρχικά ένα μικρό κείμενο που, χωρίς να αναφέρεται στο νόμο πλαίσιο, εξέφραζε  εναγωνίως το αίτημα για ανοιχτή σχολή. Στην πρόσφατη ΓΣ, ξεκάθαρα πια μιλώντας υπέρ του νομοσχεδίου, συγκέντρωσαν αρκετές ψήφους, αλλά η δημοτικότητά τους παραμένει σε προβληματικά επίπεδα, δεδομένου και του ευφάνταστου-αν και θρασύτατου κατ’ εμέ- κειμένου που τοιχοκολλήθηκε από εδώ και από κει εναντίον τους.
Πάντως, δύο είναι οι παρατάξεις που ουσιαστικά κινούν τα γρανάζια της κατάληψης, η ΑΡΕΝ και τα ΕΑΑΚ, με ορμητικότητα που ενίοτε τους παρασύρει και σε μεταξύ τους τριβές.
Το ΜΑΣ τι κάνει; Κατεβάζει δικά του πλαίσια και ,ως γνωστόν, οι μόνοι φοιτητικοί σύλλογοι  που δε συντονίζονται με τους υπόλοιπους είναι αυτοί στους οποίους υπερψηφίστηκε πλαίσιο ΜΑΣ. Κατά τη γνώμη μου σφάλλει και ό, τι κι αν πεις είναι σα να απευθύνεσαι σε ώτα μη ακουόντων, καθώς αρνείται πεισματικά να συνεργαστεί με τα «ψευδοαριστερά τσιράκια του συστήματος», εμμένοντας στα χιλιοειπωμένα του τσιτάτα περί λαού και αληθινού κινήματος.
Η ΔΑΠ, από την άλλη,  μεσουρανεί, ακολουθώντας ,σε γενικές γραμμές, τη στρατηγική της απραξίας και της αταραξίας.  Στη ΓΣ της 14/9 την παρακολουθήσαμε σε χλιαρά επίπεδα να παλεύει για ανοιχτή τη σχολή με στόχο την ενημέρωση και ενεργοποίηση των φοιτητών που δεν  έχουν έρθει ακόμα λόγω κατάληψης. Μα, όποιος φοιτητής δεν έχει μάθει ΑΚΟΜΑ  τι γίνεται στη σχολή του είναι «καμένο χαρτί» για το κίνημα, δεν μπορούμε, δηλαδή, να βασιζόμαστε σε άτομα που ενδιαφέρονται για το πανεπιστήμιο μόνο όταν αυτό λειτουργεί ακαδημαϊκά.  Ο νοών νοείτω… Όσο για την ΠΑΣΠ, ειλικρινά δεν ξέρω τι να πρωτοσχολιάσω, γι’ αυτό θα αρκεστώ στο κλισέ του «ουδέν σχόλιον». Πάλι καλά που συμφωνούν με την κατάληψη, αν και είμαι κατά τι δύσπιστη ως προς την εξέλιξη του πράσινου ριζοσπαστισμού τους.  Και ο νοών ξανανοείτω. (καλά ξύλα, παιδιά, παρεμπιπτόντως)
Οι φοιτητές τι στάση κρατάμε; Είμαστε απόντες, κατακρίνουμε τους μεν και τους δε ασταμάτητα, πολλοί από εμάς δεν ξέρουν τι ακριβώς λέει ο νόμος πλαίσιο, διαφωνούμε αλλά δε δρούμε. Άλλοι αγωνιωδώς μελετάμε νομικά εγχειρίδια, μισούμε την κατάληψη που μας στερεί την εξεταστική μας και τα λοιπά και τα λοιπά.  Γιατί δεν ερχόμαστε και στη ΓΣ, ώστε με την ψήφο μας να δείξουμε ξεκάθαρα τι θέλουμε για τη σχολή μας;  
Αυτή τη στιγμή, πάντως, ο διάλογος, τα διαβήματα και οι καθιστικές διαμαρτυρίες δε θεωρούνται αγώνας, δεν μπορούν να ανατρέψουν τίποτα. Και είναι γεγονός ότι κάθε προσπάθεια, για να φέρει νικητήρια αποτελέσματα, πρέπει να υπολογίσει και τις θυσίες της.  Μια εξεταστική ή μια εποχή Ιεράς εξέτασης; Ας διαλέξουμε.

-Νόμιμος αγώνας, στοίχημα νίκης!
Η γενιά μας, βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή της ιστορίας,  και πρέπει να διαλέξει εάν θα συμμετάσχει ουσιαστικά στη δημιουργία της. Ανήκω, θέλοντας και μη,  στην εποχή των μεγάλων αλλαγών, των τρομονόμων, των ματ που με απειλούν στα Προπύλαια και στο Λευκό Πύργο, της εμπορευματοποιημένης γνώσης και του φόβου. Ανήκω, όμως,  και στην εποχή της πλατείας Συντάγματος, των γενικευμένων αντιδράσεων, των ονείρων που συνεχίζουν να υπάρχουν. Στη γενιά που θα μείνει στη συλλογική μνήμη είτε ως αυτή που τόλμησε,  πέρα από τη νίκη ή την ήττα των σχεδίων της, είτε ως αυτή που δείλιασε και υπέκυψε. 
 Δεν θέλω σε καμία περίπτωση να ανήκω στη γενιά της δειλίας: είμαστε, αυτή την περίοδο, οι άνθρωποι που προφυλάσσουν την παιδεία-και, εν πολλοίς, όχι μόνο αυτή- από τον ορμητικό χείμαρρο των αλλαγών που οι απ’ έξω θέλουν να της επιφέρουν. Ο νόμος- πλαίσιο θα είναι μια σταγόνα μπροστά σε όσα έπονται και αν αφήσουμε να περάσει η σταγόνα αυτή, θα πλημμυρίσουμε πριν το καταλάβουμε.
 Κάποιος πολύ σπουδαίος επαναστάτης-ποιος άραγε-  είπε ότι οι ατμομηχανές της ιστορίας είναι οι επαναστάσεις. Αλλά οι επαναστάσεις είναι μια μάχη μεταξύ παρόντος και παρελθόντος. Ανάμεσα στο παρελθόν των μεγάλων αγώνων και αγωνιστών (πχ. 1979 ,νόμος 815) και στο παρόν ενός χάους προερχόμενου εκ των άνω και εκ των έσω, έχουμε να αντιτάξουμε ένα μέλλον ανατροπής: ομορφότερο, δικαιότερο, πιο δικό μας.
Ας αρχίσουμε να συζητάμε και για το πώς ονειρευόμαστε το πανεπιστήμιο και την παιδεία, αντί για το πώς οραματιζόμαστε την ανατροπή του νόμου. Εάν ο νόμος ανατραπεί- κάτι για το οποίο παλεύουμε σθεναρά-  θα νιώσουμε δικαιωμένοι.  Εάν δεν ανατραπεί, όμως, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση  να απογοητευτούμε. Άλλωστε, τα προβλήματα του ελληνικού πανεπιστημίου δεν ξεκινούν ούτε σταματούν από κανένα νόμο, επιτείνονται ή επιλύονται από το πιο δυναμικό του κομμάτι,  τους φοιτητές.
Αλλά αυτό μου ταιριάζει καλύτερα για εισαγωγή σε κάποιο επόμενο άρθρο.


(προς δημοσίευση στο University Press)

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2011

Απαγγελία σ' έναν άγνωστο

Ι.
Η νύχτα που με μαθαίνει να ξεχνώ-η νύχτα.
Τσιμέντο και τραγανά στήθη γυναικοκόριτσων,
το φωτοστέφανο του ανθρώπου λαμπυρίζει μ'ένα θράσος γαλάζιο
κάποιος τινάζει τη στάχτη του επάνω μου-μπορεί και καταλάθος.

Η νύχτα που με μαθαίνει να μην πονώ-η νύχτα.
Η μέθη λήθη καύτρα μια νύχτα
τη νύχτα των πρώτων χρημάτων
της πρώτης μοναξιάς
του πρώτου τρόμου μακριά σου.

Η νύχτα που με μαθαίνει να την αντέχω.
Που με αντέχει να τη μαθαίνω.


ΙΙ.
Μα τα χίλια εκατομμύρια πρόσωπα της Αθήνας, ερωτεύτηκα ξανά.
Ο ήχος ενός ενστίκτου μαχαιρώνει πισώπλατα τη νύχτα μου
και πηχτό κυλάει ένα ξημέρωμα.
Η πληγή έχει τη γεύση εκείνου του προσώπου- σαπούνι αντρικό
και ξενυχτισμένοι θυμοί.

Η ρώσικη προφορά στ' αυτιά μου, η μυρωδιά του βούτυρου,
τα μάτια που κάπου είχα συναντήσει πριν κάτι καλοκαίρια,
τα δέντρα αιωνίως ήσυχα, άηχα.

Κι εγώ
"αιωνίως θητεύω στο κάλλος"
Α, γητεύω στο κάλλος της νύχτας αιωνίως,
της πόλης μου, του έρωτά μου.

                                              9-10/9 -αφιερωμένο στον "άγνωστο" εκείνο-

Κυριακή 28 Αυγούστου 2011

Ένα καλοκαίρι στις πλάτες της Ιταλίας

ΡΩΜΗ
Κι η τρίτη φορά με βρίσκει σε έναν άλλο σταθμό της ζωής
ένα καλοκαίρι που με μαύρισε το ίδιο
και οι Ιταλοί κρίθηκαν από την κρίση- αχ, η Fontana είχε λιγοστά νομίσματα
κι όπως οι ταλαιπωρημένοι τουρίστες βαδίζουν από την αγαλλίαση στην εξουθένωση
ένα αιώνιο ασθενοφόρο θυμίζει την ουσία της ζωής ουρλιάζει
ο ήχος ετούτος ηχεί το ίδιο παντού
δόξα στον αυτοκράτορα, ιδρώτας στο δούλο που έχτισε από κοτρώνες τις κορώνες των θριάμβων
ένα ξεθυμασμένο φλερτ ξεμυτίζει από παντού, στα συντρίμμια του έρωτα χτίζονται ηδονές
(ο έρωτας το ορθόδοξο εκκλησάκι που το χτυπάει το κύμα, η ηδονή ο Άγιος Πέτρος που το χτυπάει η σεμνοτυφία του άδολου όχλου)
εκείνο το ιταλικό φιλί, ένας έρωτας εν αφετηρία, με δυνατότητες αλλά χωρίς δυναμικές
κι ένας γλάρος με αλατισμένο ράμφος ως αργά στην κεντρική πλατεία αγκαλιάζει με τα φτερά του
το χάος των ανθρώπων και των μνημείων που προσκυνούν
η Ευρώπη πλημμύρισε Ασία και Αμερική, αντίο Ευρώπη, σε θαυμάζουν μόνο για τη μαρμάρινη καρδιά σου, η σάρκινη χρεοκόπησε, ράγισε
και ξέχασες και την ανθρωπιά σου: μη μου ξαναπείς να μη γελάσω δυνατά, θα γελάω εκκωφαντικά για να ξεχάσω τον πόνο μου, να σε κάνω να ξεχάσεις και τον δικό σου
όσο και όποτε θέλω
όσο και όποτε πρέπει

ΦΛΩΡΕΝΤΙΑ
Καθώς η πέτρινη συντριβή των αγαλμάτων γίνεται πανάλαφρη υπό τις κιθάρες των πλανόδιων, μάρμαρο και νότες λιώνουν λάβα καυτή στη ψυχή μου
γιατί εμένα η κιθάρα μού χαρίστηκε για την αγάπη και μόνο
ήσυχη πόλη, άσε την τέχνη να μιλήσει για σένα
έχεις να πεις τόσα και τόσα ξεκινώντας από την άνοιξη του Boticceli
και το βλέμμα του άντρα με τα παγωτά-η ομορφιά είναι η μαμά της τέχνης
ο έρωτας κλειδώνεται στη γέφυρα του Άρνου και για ένα δευτερόλεπτο μένει αθάνατος
στον αέρα τραγουδιέται από κάποιον το el corason
κι εμένα η κιθάρα μου χαρίστηκε για την αγάπη και μόνο, με την αγάπη και μόνο
ήσυχη πόλη, κλάψε μαζί μου για τη χαμένη μου αγάπη κάτω από τα πόδια του Μενέλαου


Ήμουν πάλι εκεί, κι αυτό το καλοκαίρι και στο χέρι μου κόλλησε λιωμένο ιταλιάνικο παγωτό
ένα καλοκαίρι λιωμένο, κολλημένο εν τέλει στα ίδια και τα ίδια, βάρυνε τις πλάτες μιας Ιταλίας
που έμελλε να τραγουδήσει το κύκνειο άσμα του
στο αεροδρόμιο έβαλα ακουστικά και απομονώθηκα από τους βαρετούς ανθρώπους με τη χορευτική μουσική που χόρεψα σαν τρελή στη Μήλο, την Ίο και την Εύβοια, τη μουσική που θα συνεχίσω να χορεύω ακόμα και στα μέσα του χειμώνα, τη μουσική που πάντα θα γουστάρω
γεννήθηκα καλοκαίρι κι αυτή η εποχή του χρόνου μου έδωσε την ευχή της Ομορφιάς και της Οινοποσίας-με καταράστηκε, όμως, στερώντας μου τον Έρωτα
Κάθε καλοκαίρι είμαι μόνη, μόνη, μόνη, κι ας χορεύω, κι ας φιλάω, κι ας μεθώ....
Έλα τώρα, φθινοπωράκι μου, να γαληνέψεις τη φύση κι εμένα, να' σαι γενναιόδωρο σε όσα μου φέρεις, μα να μην αφήσεις καμία θερινή μνήμη να ξεθωριάσει μαζί με τα φύλλα σου...

Πέμπτη 28 Ιουλίου 2011

Ένα λεξιλεωτικό αντίο

Ταξίδευαν για ώρες σε έναν υγρό, σκοτεινό διάδρομο. Βρίσκονταν μέσα σε πλήθος άλλων , κάθε ηλικίας. Άλλοι ήταν χαρούμενοι, άλλοι με σκυμμένο το κεφάλι. Ένιωθαν καλά πως κάτι τους συνέδεε εκείνους τους δύο. Κοιτάζονταν στα κλεφτά στην αρχή και ύστερα εκείνη πρώτη του έσκασε ένα χαμόγελο.

Κάτω στη γη οι φωτογραφίες τους δίνουν και παίρνουν. Τα δάκρυα, τα σταματημένα μειδιάματα, οι συγκινητικές φωνές των δημοσιογράφων και κάπου, μέσα σε ένα κλειστό δωμάτιο οι δικοί τους άνθρωποι που τους ξέραν απλώς με τα ονόματά τους, που θα τους λάτρευαν ακόμα και αν ήταν άσημοι και ατάλαντοι. Εκείνα τα δάκρυα είναι σε μορφή χαλαζιού, σφηνωμένα μες στην καρδιά τους, είναι δύσκολο το δάκρυ το αληθινό, δεν κυλάει έτσι απλά.

Τα σώματά τους ξαπλωμένα σε ένα μνήμα. Ένα μελαχρινό, πολύ μικροκαμωμένο και αποκαμωμένο κορίτσι με δηλητηριασμένες φλέβες και ένας αρχοντικός παππούς με χιονάτο φωτοστέφανο. Το κορίτσι το κλαίνε κυρίως για τον ανθό της νιότης που έκοψε βάναυσα. Τον παππού τον θρηνούν γιατί αφήνει την τέχνη που αποθέωσε μια για πάντα, τον θρηνεί, ίσως, η ίδια η Τέχνη. Στα χρόνια ήταν μεγάλος. Το κοινό λυπάται για τα αριστουργήματα που μείναν ορφανά, όχι για το θάνατό του. Οι δικοί του απλά τον θέλουν πίσω.
Η μία δεν πρόλαβε να δώσει τα αναρίθμητα που θα μπορούσε. Δεν πρόλαβε να γονιμοποιήσει την επανάσταση στην ψυχή ενός παιδιού, δεν πρόλαβε να ντύσει τη νυχτιά ενός ερωτευμένου όπως θα μπορούσε με εκείνη τη σπαραχτική φωνή της. Ο άλλος έδωσε όλη την ψυχή του. Θρηνούμε για την απώλεια του καινούργιου, του ενδεχομένως ανανεωτικού. Θρηνούμε και για το αντίο αυτού του κάποτε γέννησε τόσα και τόσα καινούργια. Από αυτά που δεν παλιώνουν ποτέ. Κλάμα για ένα μέλλον που έμεινε να χάσκει σαν ξεχαρβαλωμένο παραθυρόφυλλο, κλάμα για ένα παρελθόν σαν ολόγιομο φεγγάρι, μεστό και πυκνό. Κλαίμε πιο πολύ για το χθες ή το αύριο;
Κλαίει κανείς για το τώρα; Για το γκολ του γήρατος στο ανθρώπινο δίχτυ και για το αυτογκόλ των ουσιών στο δίχτυ πάλι εκείνο; Ήταν κι εκείνοι δυο άνθρωποι. Όπως οι φίλες μας και οι κοπέλες μας. Όπως  οι αγαπημένοι μας μπαμπάδες και παππούδες.

Οι ψυχές τους συνεχίζουν να προχωράνε ατάραχες προς την αιώνια ακινησία. Κάποια στιγμή πιάνονται από το χέρι, αυτή τη φορά με δική του πρωτοβουλία.
 Ήταν μία από τις κόρες και ένας από τους γιους της Τέχνης. Η μια ψυχή το αγνόησε, υπηρέτησε τις ανάγκες του σώματος περισσότερο, έκανε μουσική, χωρίς να συναισθάνεται το βαρύ ταλέντο της. Η άλλη ψυχή έστυψε το αίμα της πάνω στην καρδιά του κινηματογράφου, κι όμως πάντοτε επιζούσε  γιατί έπαιρνε και ζωή, δεν έδινε μόνο. Η  ψυχή αυτή αποχωρίστηκε το σώμα φυσικά και εκπληρωμένα. Η άλλη αποσχίστηκε από το νεαρό σαρκίο της με τρόπο άγριο. Οι ψυχές θα μείνουν να στοιχειώνουν οθόνες και στερεοφωνικά, τα σώματα θα σβήσουν.

Αλλά αυτές οι λεπτομέρειες ποτέ δεν έχουν σημασία στον περίπατο προς τη σιωπή. Η σιωπή εκείνη δεν ασχολείται με τέχνες και ναρκωτικά και φυλακές και λάμψεις. Σε εκείνη τη σιωπή όλες οι ψυχές γίνονται το ίδιο κρυστάλλινες, αντανακλούν το φως και τη ζωογόνο ισχύ του θανάτου και μόνο αυτό μετράει.
Σε εκείνη τη σιωπή κανείς δε θα αναγνωρίζει την Amy και τον Μιχάλη, ως δυο διάσημους καλλιτέχνες, εκ των οποίων ο ένας αδικοχαμένος.
Κάτω μόνο, στη βουή των χωμάτινων ζωών, η Στέλλα και το Back to Black θα φέρνουν στα μάτια την αλμυρή αίσθηση ενός αποχωρισμού, καθώς το αδέρφι μας το χώμα θα τους καλωσορίζει μακάβρια στο παντοτινό πρωτοξεκίνημα του ανθρώπου.
Μα οι ψυχές θα χαμογελούν διάφανες στα χάη. Ατάραχες. Απέθαντες...

Σάββατο 9 Ιουλίου 2011

ΣΤΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

Πυροβολισμός 1ος
"Η πληγή"
Ξύπνησα με έναν καημό: να στριμώξω την καρδιά μου μες στην Ποίηση,
να βρω μια γέφυρα ανάμεσα στις δυο τους, να τις φιλιώσω.
Κοιμήθηκα το βράδυ με μια πίκρα:
Η καρδιά μου στάθηκε πολύ μικρή για να χωρέσει την Ποίηση.
Κι έζησα τα δευτερόλεπτά μου με τη βέβαιη αύρα μιας χωρισμένης ουσίας.

Πυροβολισμός 2ος
"Η πτώση"
Μη φοβάσαι τη θάλασσα, την Ελλάδα, τη γυναίκα, το κλισέ.
Ω, πόσο γλυκά μπορούν να ρεύσουν μες στο ποίημα σου, ανόητε,
καθλως ακούς το πιο παλιό λαϊκό τραγούδι;
Έγραψα κάποτε ποίημα για ένα λακκάκι που σαν πυροτέχνημα έσκαγε
στο μάγουλο κάποιας.

Δε συμπάθησα ποτέ μου τον Καβάφη.
Μίσησα τις ποιήσεις-σημαίες-θρησκείες
με υμνολόγια και πομπές αγγέλων, θεών να υφαίνουν πέπλα ηθικής.
Και δεν κατάφερα να ταυτιστώ ποτέ με τα κομμουνιστικά εμβατήρια
που ποδοπατούν τη χρυσομαλλούσα Τέχνη.
Δες με!
Ακροβατώ ανάμεσα στο λυρισμό και την Ιδέα.
Τεντωμένο σκοινί αιχμηρό μια απουσία
και με κατακλύζει η Ανάγκη νσ τραγουδήσω ξιπόλυτη
στο χάρτινο μικρόφωνο που μου καρφίτσωσε ο Απρίλης.

Πυροβολισμός 3ος
"Το ξεψύχισμα"
Μπορώ να καυχιέμαι πως έκανα τα πάντα.
Ξεκοίλιασμα την αγάπη μου
και χόρτασα με τα γλυφά αίματά της
πάνω σε καλοκαιρινά τσιμέντα λάβρας,
μαχαίρωσα πισώπλατα αξίες ανάξιες για μένα,
τσαλαπάτησα ανθρώπους σαν καρυδότσουφλα,
τόλμησα να χαρίσω τα κλάματά μου σε ξένες χούφτες,
τριγύρισα ανέστια
σκότους δευτερόλεπτα που φανήκαν για έτη φωτός,
βωμολόχησα μες στους στίχους μου,
διάβασα μες στην τουαλέτα Καζαντζάκη,
ξενύχτησα με οργασμούς μοναχικούς,
παραδόθηκα στη θάλασσα, αλλά ποτέ δεν της βαπτίστηκα γοργόνα

με ψάρεψε το ανθρώπινο είδος
με ένα αγκίστρι που μπλέχτηκε στα μαλλιά μου
και δεν πόνεσε καθόλου

έβγαλα ηδονικά τα λέπια μου
και τα δώρισα σε Εκείνον,
έμεινα γυμνή στα πιρούνια των απανταχού πεινασμένων
Φίλων, Εμπνευστών

στα μαχαίρια του εαυτού μου.

Με σκότωσα σ' έναν εφιάλτη κλειστοφοβίας κι εγωισμού,
όταν έκοψα τον ομφάλιό μου με το σύμπαν
ακουσίως,
σαν αναπότρεπτη συνέπεια του πετάγματος στα σύννεφα.

Ο τελευταίος ασπασμός της σφαίρας στα χέρια μου
πετάει το μολύβι παράμερα,
ίσως και για πάντα.

Είμαι νεκρή- η Ποίηση θα μένει τιτάνια κι η καρδιά μου, πάντα, μικρή.






Δευτέρα 23 Μαΐου 2011

μια εισαγωγή σε ένα ποίημα παλιό



 (Η ποίηση δεν είναι ανέξοδη, μας οδηγεί στην αποφασισμένη μοίρα του ανθρώπου)
Σκέφτομαι συχνά το αναπάντεχο. Το «τι θα γίνει αν...»
-Ποτέ δεν απαντώ-

Γράφω συχνά τις λέξεις π’ αγαπάω.
Τις λένε και τις ξέρουν λίγοι.
-ίσως γι’ αυτό, που είναι άσπιλες, είναι ακόμα τους στιλπνές, σα μετάξι στη γλώσσα, στο χαρτί.

Τ’ αναπάντεχο κι οι λέξεις συνθέτουν σκέψη.
Σκέφτομαι και μιλάω στον εαυτό μου- αντηχούν τα ενδότερα.
Ο θάνατος-λέω- καραδοκεί.
Κι ο τρόμος.

Τετάρτη 4 Μαΐου 2011

Φύσηξε αέρας και μπερδεύτηκαν μαλλιά και μυαλά


 ...ή οι σκέψεις ενός Μάη που κοχλάζει

-Γιατί τα πράγματα συνεχίζουν να ταξιδεύουν προς ένα ερεβώδες τίποτα; Γιατί ενώ όλοι διαμαρτυρόμαστε, η κατάσταση παραμένει στάσιμη;
-Πότε οι άνθρωποι θα ξεκουμπώσετε από πάνω σας όλα εκείνα τα παλτό σας τα ραμμένα από μίση και κακεντρέχειες και μικρότητες και δυστυχίες;
-Πώς θα γίνει να αλλάξει το πανεπιστήμιο και ο κόσμος και η ζωή και τα μυαλά αν δεν αλλάξεις ΕΣΥ;
-Χαμογέλασες καθόλου σήμερα; Ένιωσες κάτι όμορφο;
-Είστε έτοιμοι για αληθινή επανάσταση, ή μόνο να μιλάτε ξέρετε;
-Σάμπως και έχετε ιδέα τι είναι αληθινή επανάσταση;
-Μήπως κάνω κακό στο κίνημα που τα σκέφτομαι όλα αυτά; Μήπως δεν πρέπει να υπάρχουν καν ανεξάρτητοι φοιτητές γιατί «δεν έχουν κάποιο  πολιτικό κενό να συμπληρώσουν»;
-Η ζωή σου και η ζωή μου σφύζει από κενά. Το πανεπιστήμιο  σφύζει από κενά. Η ΓΣ μπορεί και να έχει μουχλιάσει, οι φοιτητές μπορεί να βαρεθήκανε τα ίδια και τα ίδια.
-Το έχεις σκεφτεί αυτό; Απάντα γαμώτο. Έστω από μέσα σου.
-Τώρα χαμογελάς, έτσι; Και νιώθεις τι; Ενοχή στα κρυφά, ειρωνεία, απάθεια, τι;
-Δε με νοιάζει.
-Ψέματα. Ψέματα;
-Κάθε μέρα ξυπνάω με ιδέες και με αγάπη και με διάθεση και με αγκαλιά και έρχομαι στη σχολή και γαμιούνται άξαφνα όλα. Αυτό συμβαίνει πολύ συχνά. Νιώθω συνήθως  έναν ακαθόριστο φόβο και νιώθω να με φοβούνται, ή να με μισούν, ή να με χλευάζουν, ή να περιμένουν πολλά από μένα, ή να με αγαπούν και να περιμένουν αντάλλαγμα και θυσία. 
-Φοβάσαι καμιά φορά να εκτεθείς με τα ρούχα που σου γουστάρει να φορέσεις, με το άρθρο που σκέφτηκες να γράψεις, με τις  παρέες και τα στέκια και τις συνήθειες που επιλέγεις να έχεις;
-Όχι, και βέβαια όχι, εγώ δε φοβάμαι μήπως εκτεθώ, όλοι ζούμε εκτεθειμένοι, σαν ιδρωμένα, τρομαγμένα ζωάκια κάτω από τις αδιάκριτες ματιές-προβολείς  ΟΛΩΝ. Αυτοί στους οποίους εκτίθεσαι, είναι εκτεθειμένοι ανά πάσα στιγμή σε σένα και σε όλους τους άλλους.
-Η δημοκρατία που πιπιλίζουν αδιάκοπα κάποιοι πρέπει κατά τη γνώμη τους να λειτουργεί με όρους. Αλλά έχουν το δικαίωμα να έχουν αυτή την άποψη, όσο κι αν δε μας αρέσει. Ξέρετε γιατί;
-Γιατί έχουμε δημοκρατία.
-Σοβαρά; Και μες στο πανεπιστήμιο; Μη μου πεις και μες στη Γ.Σ!; (Σςςς…. μη λες τέτοια, δε θα’ ρθει κανείς-μα σε νοιάζει απλώς να έρθει κόσμος και να ψηφίσει το πλαίσιό σου, δε σε νοιάζει να έρχονται συνειδητά;-Με νοιάζει απλώς μη λες…-Να μη λέω τι; Για τα ξύλα και τις φωνές να μη λέω; Και τα ξεκατινιάσματα; –Μην είσαι, μωρέ, υπερβολική, τώρα…)
-Ο καθένας μας έχει το δικό του σύμπαν μέσα στον εγκέφαλό του. Άσε με να έχω το δικό μου-είμαι ειλικρινά αβλαβής γιατί επέλεξα το δρόμο της φωνής. Μπορώ να παραγάγω πολιτική ακόμα και αν δεν έχω διαβάσει όσα εσύ, ακόμα και αν μπερδεύω κάποια ονόματα, κάποιες ημερομηνίες και γεγονότα. Αλλά είμαι κάθε μέρα στις πλατείες και στα τρένα, και βλέπω τα πρόσωπα και ακούω τις σφιγμένες ανάσες των ανθρώπων  την ώρα που εσύ παπαγαλίζεις τη γραμμή του κόμματός σου σε κάποιον πρωτοετή που ντρέπεται να σου πει να σκάσεις.
- Είναι ντροπή να πηγαίνεις για ψώνια και να κάνεις έρωτα τον καιρό του μνημονίου;
-Είναι τόσο δύσκολο να μαζευτούμε όλοι κάπου και να μιλήσουμε όλοι χωρίς περιττά και κομπορρήμονα λόγια και να βρούμε μια λύση; Όλοι μαζί ειρηνικά και σα σύντροφοι;
-Τόσο δύσκολο σου είναι να θυσιάσεις λιγάκι το κόμμα σου, την ιδεολογία σου, το διάβασμά σου, τόσο δύσκολο να καταλάβεις ότι όλα αυτά που προσκυνάς είναι τραγικά εφήμερα, ότι μόνο η επανάσταση θα μείνει για να θυμάσαι και να διηγείσαι κάποτε στις γενιές που θα γεύονται τους καρπούς που τώρα ιδρώνεις να δρέψεις;
-Γιατί η επανάσταση θα συμβεί, να το ξέρεις. Όσο είναι νωρίς διάλεξε τι ρόλο θα βαρέσεις: θα είσαι κομμάτι της, θα είσαι επικριτής της ή μήπως δεν ξέρεις ακόμα τι θα κάνεις; Κι αν όχι ακόμα, πότε θα ξέρεις, επιτέλους; Σε χρειαζόμαστε.
-Νιώθω ότι μπορούμε να πάρουμε στα χέρια μας τη ρημάδα την επανάσταση. Μη φοβάσαι να ακουστείς, μη φοβάσαι τα μισά μάτια που θα πέσουν να σε φάνε: πολλά από αυτά βρίσκονται σε πρόσωπα κατ’ επίφαση αγωνιστών που θέλουν την επανάσταση εκπορευόμενη μόνο από την πάρτη τους. Αλήθεια. Και αυτές εδώ οι γραμμές, να ξέρεις, αυτήν εδώ τη στιγμή, σχολιάζονται. Ωραία! Έτσι ξεκινούν τα πάντα.
-Γιατί κάθεσαι και διαβάζεις ακόμα; Ακόμα και εγώ δεν πρέπει να σε επηρεάσω σημαντικά. Να επηρεάζεσαι μονάχα από τα γεγονότα, όχι τις πομφόλυγες του κάθε δυνάμει επαναστάτη. Άσε το μυαλό σου αλώβητο από τις ιδέες που τρέχουν σα σφαίρες εδώ μέσα. Βρες τις δικές σου ιδέες, μα μην τις προσκυνήσεις, βρες τις και διάσπειρέ τις. Μα, την κρίσιμη στιγμή, τη στιγμή του δρόμου και μπορεί και του αίματος, σε περιμένω στο πλευρό μου. Αν είσαι εκεί, δε θα με νοιάξει τι είσαι. Γιατί κανείς μας δεν είναι τίποτα, αν και νομίζει ότι είναι κάτι. Δες καθαρά: μας ενώνουν πράγματα που με κάνουν να ξεχνώ τι μας χωρίζει, αν υπάρχει κάτι στ’ αλήθεια που μας χωρίζει.
-Και τότε γιατί διαφωνώ μαζί σου, μαζί σας; Γιατί με εσάς συμφωνώ; Γιατί με εσάς συζητάω πυρετωδώς και ατέρμονα;
-Έρχονται ώρες που πιστεύω πως θα ηττηθούμε. «Α, μη σπέρνεις την ηττοπάθεια στο σύλλογο…»
-Ποιον σύλλογο ακριβώς;
-Μα είναι και στιγμές που νιώθω πως έχουμε ήδη νικήσει. Που φτάνω στη νομική το μεσημέρι και ο ήλιος ανταγωνίζεται αιωνίως το παγωμένο στις παλάμες μου έδρανο. Που μιλάω με κόσμο και νιώθω τον κόσμο να αναβρύζει από την ψυχή μου, που αισθάνομαι την αλλαγή να στριφογυρνά στα σπάργανά της κι όλους εμάς να τη βαστάμε άγαρμπα, ποιητικά. Είναι στιγμές που με νιώθω να στροβιλίζομαι καταστροφικά μες στην Ομάδα που επέλεξα να με οδηγεί και να την οδηγώ. Με νιώθω ολότελα και λυτρωτικά Ομάδα και Τραγούδι και Αγάπη.
-Σε έχεις αφήσει ποτέ να πνιγείς γλυκά μες στη συντροφικότητα, μες στο μεθύσι της πίστης και της προσπάθειας για κάτι κοινό;

Το αρθροποίημα αυτό επρόκειτο να δημοσιευθεί και εντύπως...αλλά, τελικά, δεν προτιμήθηκε, είναι εύκολο να καταλάβει κάποιος το γιατί!

Κυριακή 24 Απριλίου 2011

Δέκα Λόγοι να γιορτάσεις κι εσύ το Πάσχα αν και "άθεος"

1.Ποιος σου λέει ότι ο Χριστός  μονάχα ανασταίνεται; Οι δωδεκαθεϊστές γιορτάζουν την ανάσταση-ανάληψη του Άδωνη, εσύ την ανάσταση της ψυχής σου μες στο εαρινό και αρνίσιο πανηγύρι.
2.Μη μου πεις ότι δε σου αρέσει το αρνί. Καλά, πέστο, ούτε εμένα μου αρέσει. Αλλά, πάντως, η Κυριακή του Πάσχα είναι μια άριστη ευκαιρία για ανενδοίαστο φαγοπότι.
3.Το Πάσχα είναι πάντα τέλος Απρίλη. Τουτέστιν, σε ένα μήνα καλοκαίρι!
4. Και τι ωραίες που είναι οι λαμπάδες, ε,τι ρομαντικά που φωτίζουν τα πρόσωπα....
5.Και τα σοκολατένια αυγουλάκια πού τα πας; Τα τσουρέκια;;
6.Δυο εβδομάδες διακοπές....
7.Ευκαιρία για εξορμήσεις, βόλτες, κατανυκτικά συναισθήματα, ταινίες με τις ώρες κι όχι άλλα δελτία με νέα για την Τρόικα και τον Παπανδρέου
8.Ευκαιρία για ύπνο!
9.Ευκαιρία για έρωτα...
10.Χώρια ότι μπορεί και να πιστέψεις στο Θεό τελικά
Υγ. Αυτή η λίστα γράφτηκε για να είναι το μπλογκ μου κάπως επίκαιρο και για να απαριθμήσω στον εαυτό μου κυρίως το λόγο που ξεστόμισα κι εγώ το Χριστός ανέστη, ένα ακόμα λατρεμένο κλισέ της ελληνικής κουλτούρας. Στην Ελλάδα, φίλε μου, με τις μυρωδιές των εδώδιμων και την άνοιξη να πλανάται Πάσχα γιορτάζεις, είτε (το) πιστεύεις είτε όχι...
Καλή χώνεψη!


Τετάρτη 20 Απριλίου 2011

Αώρατος

...ή το 24ωρο μιας μέρας που η δύναμη του αέρα τσάκισε τα φτερά μιας πεταλούδας

01:00 Γλιστρά πριν προφτάσει η ανάσα
02:00Ηχεί νότα, χορδή, νύχι, ιαχή
03:00Περνά μέσ' απ' τα γαρύφαλλα
04:00Παίρνει τα μαλλιά και τα πέταλα
05:00σκορπά ιδρωμένους Αυγερινούς
ξανά
06:00ξημερώνει ένας άρχοντας- Ήλιος αέρινος
07:00ματιά μες στα αραχνοΰφαντα χέρια- μαξιλάρια σου
08:00σκοπιά ουρανού πάνω απ' το Χώρο
09:00 βροντά το μηνίγγι του φόβου
10:00 φυσά και διώχνει τα μάτια απ' το πρόσωπό σου
11:00ορμά και κατατρώγει τα χείλη σου
12:00γαληνεύει ο άνεμος το δέρμα
το λειαίνει
13:00επιστρέφει το μηδέν στα όλα μας
14:00 φεύγει αργά το μεσημέρι
15:00 αναγεννά τη νύστα
16:00 αναγκάζοντας τις βλεφαρίδες να κάνουν σκιά στα ζυγωματικά μου
17:00 στην παρακμή του ονείρου με ξυπνά η ριπή
φέρνει σιωπή που ηχεί σαν επίγνωση
18:00στέλνει μυρωδιές και κακοδιαλεγμένες λέξεις
19:00 ξάφνου, μυρίζει χώμα τάφου το ταβάνι
20:00ο αέρας τώρα χάνει τις αντοχές απ' τα κόκαλα
21:00 χάνεται δια παντός για να βγει αρυτίδιαστη η σελήνη σα γυναίκα στον καθρέπτη του γιαλού της
22:00 απέμεινε ο άνεμος του χνώτου σου πάνω στ' αυτί μου
23:00 στο καντράν της παλάμης η μέρα πια νυχτώνει κουλουριασμένη στη γραμμή της ζωής
00:00αχ, ο αγέρας ώρες τώρα μου ψιθυρίζει στη γλώσσα των ουράνιων σωμάτων

με άφησε να τον ακούσω στα σκουλαρίκια μου
με άφησε να τον μυρίσω στα μπουκέτα σου
με άφησε να τον γευτώ στην ταξιδιάρα αρμύρα
με άφησε να τον αγγίξω στη σάρκα
μα
ο αέρας
δε μου επέτρεψε να τον αντικρίσω ούτε δευτερόλεπτο
ήταν αόρατος και μ' όλο το 24ωρο στη ράχη του
παρέμενε αώρατος
να χλευάζει το κάλπασμα της Ώρας μες στις ανθρωπίσιες φλέβες και στα πεταλουδίσια φτερά.

Πέμπτη 14 Απριλίου 2011

Τα αόρατα γηρατειά

(μεγάλωσα με τα χειρότερα γηρατειά: αυτά που δεν καθρεπτίζονται στο σώμα.)


Περιπλανώμενη
στην παραπλάνηση της γνώσης
μέθυσα αλύπητα το πνεύμα
με νέκταρ ποιητικό
το σώμα έθισα στις ευτυχίες

αναζήτησα με μένος την αλήθεια
σκάβοντας με τα νύχια μου
τα τσιμεντένια κράσπεδα
των ανθρώπων

τσάκισα την καρδιά μου
πάνω στις ξιφολόγχες της Κακίας
και άφησα τα κίβδηλα νοήματα
να αμαυρώσουν την πίστη μου στα λουλούδια

αδύναμη να κατασκευάσω το θεό μου
και να υπακούσω σε πολιτικό ηγέτη
γκρέμισα τις κρατούσες θεωρίες
κι έχτισα νέες
με συντρόφους
αντάρτες ερωτευμένους

βυθίστηκα μέσα στα χρόνια και σε κινούμενη άμμο
παράχωσα το μυαλό για να πάψει να σκέπτεται
μες στα ταξίδια και τα πράγματα
έχανα κομμάτια μου σιγά σιγά
μέχρι που ξύπνησα ένα πρωί

και δεν κατάφερνα να με δω στον καθρέπτη

υπήρχα μόνο για τους φίλου
ς τους έρωτε
ς τα πρέπει
τα θα
και τα μπράβ
ο
λαχανιασμένη είδα
πως υπήρχα
μόνο
για
τα
μάτια
του κόσμου.

Μπορούσα να ακούω τα τραγούδια και να βλέπω τα χορτάρια
μα σταματήσανε πλέον τα φιλιά και τ' αρώματα
θρυμματισμένες οι αισθήσεις μου
γερνούσανε μαζί μου, πιστές φίλες

ώσπου με βαρέθηκα κι είπα να μ' αφήσω σε μιαν άκρη, στ' ακροδάχτυλο
μιας λήθης, μιας ριπής κόσμου απ' τα πιστόλια τα νεφελώδη μας

στάθηκα, λοιπόν, πάνω στο Κλαδί
για ν' αγναντεύω πουλιά και πανοπλίες
επί όροις ίσοις
στέκομαι εκεί μες στους αιώνες
καταργώντας τα σύνορα του λεπτοδείκτη
απομυθοποιώντας την αγάπη

και κελαηδώ
μαζί με τα σπουργίτια για το θαύμα της άλαλης ύπαρξης
της ζωής που δε νοιάζεται πια
για το θάνατό της
πάνω στα γηρατειά του επέκεινά της γαντζωμένη,
καθώς είναι.

Μα επιτέλους ,σας λέω, να ορίσω κάτι κατόρθωσα
μ' ακρίβεια μεγαλειώδη:
Γηρατειά είναι
να πιστεύεις μονάχα στη σιωπή
.

Πέμπτη 7 Απριλίου 2011

Ο πολιτισμός της πολιτικής

Ένας μεγάλος πολιτικός φιλόσοφος είχε πει ότι τα πάντα είναι πολιτική. Εγώ νομίζω ότι τα πάντα είναι-ή ορθότερα-πρέπει να είναι πολιτισμός. Και ειδικά τα όσα σχετίζονται με την πολιτική. Αυτός ο αιματηρός και πολυκύμαντος καιρός απαιτεί την ενεργοποίηση όλων και ειδικά των νέων, απαιτεί αγώνα και προσπάθεια για να παρέλθει και να δώσει τη θέση του σε καλύτερες μέρες. Κάθε σπουδαία ιστορική μεταβολή, άλλωστε, σημαδεύτηκε από μια επανάσταση.
Επανάσταση ,όμως, δεν είναι κάτι κατεστημένο. Επανάσταση δεν είναι η Γενική Συνέλευση, δεν είναι καν μια κατάληψη, ούτε, βέβαια, μια διαδήλωση. Σε αυτά τα μοτίβα, απλώς, θα πατήσουμε για να πετύχουμε την αληθινή υπέρβαση. Και τότε, η αριστερά που αναμασούμε με κάθε ευκαιρία θα ξεφύγει από το στενό φοιτητικό ιδεολογικό πλαίσιο και θα μετουσιωθεί σε μια ολόκληρη βιοθεωρία, μέχρι που να μη χρειάζεται πια να χρησιμοποιούνται οι όροι αριστερός και δεξιός για να δηλώσουν ποιοι είμαστε.
Για να δοθεί ο αγώνας επαναστατικά και υπερβατικά απαιτείται να τον διεξαγάγουμε πολιτισμένα. Όχι, δεν εννοώ να διστάσουμε να συγκρουστούμε όταν χρειαστεί, ούτε να διστάσουμε να φωνάξουμε και να εξεγερθούμε. Πολιτισμός, άλλωστε, δεν είναι η σιωπή.
Προτού ,όμως, ασχοληθείς με την ανάλυση του κινήματος που πρέπει να σηκωθεί, σκέψου πόσο έτοιμος είσαι να οργανώσεις κίνημα στην ψυχή σου. Σκέψου στ’ αλήθεια πόσο έτοιμος είσαι να αποκαλέσεις κάποιον σύντροφο. Και να το νιώθεις. Σκέψου τι κάνεις για τον κόσμο εκτός αμφιθεάτρου και εκτός κάποιου μπλοκ σε μια πορεία. Σκέψου αν τα φλογερά κείμενα που διαβάζεις αρκούν για να σε χρίσουν αγωνιστή.
Πολιτισμός στην πολιτική σημαίνει να ταυτίζεις το λόγο με την πράξη σου, να σέβεσαι ουσιαστικά μια άποψη που, κατά τη δική σου, είναι λανθασμένη, να είσαι ευθύς και θαρραλέος. Πολιτισμός θα πει να μη θέτεις τις ιδέες σου σε κανένα κομματικό-παραταξιακό καλούπι, αλλά να  είσαι κι έτοιμος να κάνεις ένα βήμα πίσω για το καλό της συλλογικότητας. Να μην είσαι διπρόσωπος: να μη μιλάς για ελευθερία και αξίες και ιδανικά, την ώρα που το μυαλό σου δεν είναι σε θέση να ανοιχτεί στ΄ αλήθεια και να πατάξει τα κατεστημένα που του σπείρανε οι συνθήκες και οι άλλοι.
Θαυμάζω βαθύτατα τους ανθρώπους που είναι έτοιμοι να τα δώσουν όλα για τον αγώνα. Δε νοείται, κατά τη γνώμη μου, πολίτης απολιτίκ, πόσο μάλλον φοιτητής απολιτίκ. Η πολιτική είναι που μας κατέστρεψε, αυτή όμως πιστεύω πως μπορεί να μας σώσει. Ούτε το ποίημα του Αναγνωστάκη θα δώσει τη λύση, ούτε ο συμβιβασμός με το άδικο, ούτε η απογοήτευση που μεταφράζεται σε αποχή. Αλλά, οφείλω να ομολογήσω πως εκτιμώ τον άνθρωπο εκείνο που δεν ξέρει τι πάει να πει Γ.Σ ή διαφωνεί με την ιδέα της κατάληψης, αλλά αγαπά το συνάνθρωπό του, σέβεται τις ιδέες των άλλων και διάγει βίο ριζοσπαστικό, μακριά από αηδιαστικά κλισέ μιας αριστερής κουλτούρας. Τον εκτιμώ πολύ περισσότερο από το μπροστάρη της πορείας και τον κομμουνιστή ιδεολόγο που διακατέχεται από ευτελή συναισθήματα και κακές σκέψεις, από αυτόν που θα οχυρωθεί πίσω από την κρατούσα άποψη χωρίς να έχει δική του, από αυτόν που είναι επαναστάτης στο δρόμο, αλλά όχι στη ζωή του. Αριστερά να ξέρεις πως είναι κάτι πολύ πιο απλό, μα και πολύ πιο δύσκολο από το να παλεύεις για να σου δοθούν δωρεάν συγγράμματα.
Γιατί, τουλάχιστον στην παρούσα συγκυρία, αδυνατώ να διαχωρίσω το κοινωνικό από το πολιτικό κομμάτι στο παζλ μιας προσωπικότητας. Και ειδικά αν η προσωπικότητα αυτή αξιώνει να λέγεται αριστερή, μπορώ να πω πως απαιτώ μια σύμπλευση πολιτικής δραστηριοποίησης και πολιτισμένης στάσης απέναντι στα πράγματα και δη στους ανθρώπους.
Η πολιτική προσφέρει στον πολιτισμό την πιο απτή του διάσταση, του χαρίζει την αίσθηση μιας αντίδρασης, μιας διεκδίκησης. Γι’ αυτό, άλλωστε, η Τέχνη που χώρεσε στην αγκαλιά της πολιτικές ιδέες μας καίει και μας εμπνέει.
Κι  o πολιτισμός, όμως, μπολιάζει την πολιτική με ανθρωπιά και ιδανικά, της δίνει τους πιο «σωστούς» όρους διεξαγωγής της. Ούτως ή άλλως, ο πολιτισμός υπάρχει και χωρίς την πολιτική, είναι κάτι αυτόνομο και αυθύπαρκτο.
Δυσκολεύομαι όμως να πω το ίδιο και για την πολιτική: όταν δεν τη συνοδεύει ο πολιτισμός της αληθινής υπέρβασης, απλά, για μένα, δεν υφίσταται.
Yγ. το άρθρο πρόκειται να δημοσιευθεί στο University Press

Τρίτη 29 Μαρτίου 2011

Η δική μου ποίηση-2


Δε μου αρέσει η λέξη ποίηση-μονάχα ηχητικά, έτσι όπως παφλάζει μες στο" οίη" της. Η ποίηση είναι έμπνευση, για μένα σχεδόν ατόφια, σε αντίθεση με τα λοιπά παρακλάδια της λογοτεχνίας, χώρια του ότι ποτέ δεν κατάλαβα γιατί η ποίηση θεωρείται παρακλάδι της λογοτεχνίας και όχι της μουσικής ή της ομορφιάς. Ή γιατί δεν  είναι ένα άλλο δέντρο, ξεχωριστό και αυθύπαρκτο. Πρέπει για μένα το ποίημα να περικλείει μια ιδέα για να θεωρηθεί ως τέτοιο. Για κάποιους πρέπει να έχει ένα μέτρο, για άλλους ένα ύφος, για πολλούς οτιδήποτε μπορεί να είναι ποίημα. Αλλά όχι. Ποίημα, για μένα, ίσον Ιδέα. Κι η ιδέα περικλείει και τη σκέψη, διότι αρκετοί γράφουν με πένα το νοητικό, περικλείει και το συναίσθημα, επειδή αρκετοί βουτούν την ακίδα τους στης καρδιάς το μελανοδοχείο.
Πρέπει να πω ότι εγώ ποιητή θεωρώ κι ένα μουσικό. Ιδίως αυτόν! Δηλαδή, ποιητής πρέπει να είναι οποιοσδήποτε έχει αξίωση να εμπλακεί με τις καλές τέχνες και, φυσικά, με την Αγάπη. Η ποίηση πρέπει  να διαπερνά τη ζωή, πρέπει, αν επιλέξεις το δρόμο της, να την αφήσεις να σου μιλά για πάντα. Γράψε ποίημα κάθε μέρα, όχι επί χάρτου κατ' ανάγκη. Στήσε στο μυαλό σου ένα ποίημα με αφορμή μια ωραία γεύση που δοκίμασες, ένα όμορφο πρόσωπο που είδες στο τρένο, κάτι που άκουσες.
Το ποίημα είναι η ποιητική σκέψη και η ποιητική ζωή. Ξέρω ποιητές που δε γράψαν ούτε ένα στίχο. Και στιχοπλόκους δεκάδες που αρνούμαι να  ονομάσω ποιητές.
Η ποίηση, πάντως, είναι για τους τολμηρούς. Μοιάζει με το χορό: πρέπει να δίνεις συνεχώς την ψευδαίσθηση πως παρασύρεσαι, την ώρα που προσπαθείς να ελέγξεις τον εαυτό σου. Θέλει δουλειά το ποίημα; Ναι, όχι με την έννοια των σολωμικών δοκιμών, αλλά με την εσωτερική της χροιά. Πρέπει να διαβάζεις άλλους ποιητές, να κοιτάς ζωγραφιές, να περπατάς στο δρόμο και στη φύση, να μιλάς και να τσακώνεσαι με τους συνανθρώπους σου, να έχεις απορίες. Όλος αυτός ο ζωμός αναδεύεται μέσα σου, μέχρι που ,πηχτός και νόστιμος, σα θρεπτική σούπα, θα κατακάτσει σε ένα φύλλο του τετραδίου σου, γεμάτος βιταμίνες για όσους τον διαβάσουν. Η ποίηση είναι τροφή: δίνει θερμίδες στην ψυχή, μόνο που σε αντίθεση με τις θερμίδες της σάρκας, η ποίηση την αδυνατίζει την ψυχή, την εξαϋλώνει, την κάνει πιο ευαίσθητη, πιο απαλή. Η ποίηση δίνει τους χυμούς της αμφίδρομα: και σε αυτόν που τη δημιουργεί και σε αυτόν που την προσλαμβάνει. Και, συχνά, κινείται στο σύμπαν κυκλικά. Γιατί σχεδόν πάντοτε ένας ποιητής γεννιέται μέσα μας όταν διαβάσουμε το ποίημα κάποιου άλλου. Κι όνειρο κάθε ποιητή είναι να εμπνεύσει, είναι από τα ποίηματά του να φυτρώσουν κι άλλα, καλύτερα.
Κάποιοι διαβάζουν ποίηση ΕΤΣΙ. Για να νιώσουν την" κουλτούρα" να τους διαπερνά, για να ρίξουν τη σεφεροχτυπημένη γκόμενα, για να γίνουν οι ίδιοι ποιητικοί. Μα η ανάγνωση ποίησης δεν έχει κίνητρα. Δεν έχει την πλοκή του μυθιστορήματος, δεν έχει την αισθητική μιας παράστασης, ούτε τον ήχο ενός τραγουδιού. Είναι άμορφη και ρευστή. Καμιά φορά και δυσνόητη ή και ακατανόητη από το νου. Μα η ποίηση πρέπει να διαβάζεται με μάτια κλειστά, πρέπει ουδεμία σχέση να έχει με τις αισθήσεις, πρέπει να κυλά σα λάβα ίσια στα σωθικά μας. Μη διαβάζεις ποίηση αν δεν μπορείς να τη δεις με κλειστά μάτια. Και όχι, ο Οδυσσέας δεν έγραφε μόνο για  θάλασσα, ο Κωνσταντίνος δεν έγραφε μόνο για θάνατο, ούτε ο Γιάννης μόνο για αριστερά. Το ποίημα νιώσε το, μη το κάνεις αναγνώσεις.
Κάποιοι γράφουν ποίηση μετά από ώρες σκέψης και προσπάθειας. Εδώ ντρέπομαι να πω πως αποκηρύσσω την επιμονή ως συντελεστή στη δημιουργία ποίησης. Απλά θα προσθέσω ότι είναι καλό η ποίηση να γράφεται ΕΤΣΙ. Επειδή, το χρώμα του φεγγαριού σου θύμισε το χρώμα του δέρματος αυτής που αγαπάς. Επειδή, το καινούργιο σου φουστάνι εμπνέει τον ήλιο να το φωτίσει περισσότερο από όλα τα άλλα. Γράψε ΕΤΣΙ. Για τον άνθρωπο, για το τίποτα, για τα πάντα. Γράψε μικρά ή και αχανή ποιήματα. Μη φοβάσαι τη λέξη αγάπη μέσα σε αυτά,επειδή την κάνανε να μοιάζει με κλισέ, μη φοβάσαι καμιά λέξη. Κάποτε, κράζαν τους ποιητές για τη νεοελληνική, τώρα μη φοβάσαι να τ' ακούσεις από αυτούς που ξινίζουν με τη λέξη βυζί μες στους στίχους σου.
Αρκετά έγραψα. Η ποίηση δεν καθοδηγείται, σπέρνεται μέσα μας από τα όνειρα και τα βιώματά μας και αναπάντεχα κάποια στιγμή ξεσπά σαν καταιγίδα στους ουρανούς της έμπνευσής μας. Κι οι στάλες είναι τα- ακόμα- άσημα ποιηματάκια μας. Αυτά που στα κρυφά καμαρώνουμε, αυτά που διαβάζουμε στις βραδιές ποίησης με άγχος στους φίλους μας, αυτά που σκεφτόμαστε να διαβάζονται από ξένα μάτια και καμαρώνουμε σα να' ταν παιδιά μας. Μα δεν είναι. Τα ποιήματα ανήκουν μονάχα στην Ποίηση: αυτή τα γεννά και ,κάποτε, τα φονεύει. Εμείς είμαστε οι μαίες των ποιημάτων που ήδη υπάρχουν σα νεογνά στην κοιλιά της Μάνας τους. Εμείς  τα ξεγεννάμε, πονάμε μαζί τους κι έπειτα, σαν καλοί νονοί, τους δίνουμε όνομα και συνδέουμε το πνεύμα μας για πάντα μαζί τους. Τα αγαπάμε.

Σάββατο 26 Μαρτίου 2011

Φοβού;

Φοβάμαι
τον αργοπορημένο ήλιο
την κρύα θάλασσα
το φευγιό του έρωτα
τα άσημα ποιήματα
το τέλος του καλοκαιριού
το τέλος της ομορφιάς
τον άδειο καθρέφτη
τη σάρκα μου
το τρεχαλητό του χρόνου
την ξεφτισμένη έμπνευση
τη μοναξιά μες στα πλήθη
τα πλήθη μες στη μοναξιά
το βαθμό της Ιστορίας
μη σε πληγώσω
μην πληγωθώ
την Τέχνη που ανασκαλεύει τις ενοχές μου
την Τέχνη που ανασκαλεύει το τίποτα
τον αγώνα που δε δίνεται αγωνιστικά παρά συμβατικά
το δόσιμο που δεν αγωνίζεται να γίνει δέσιμο
το ψέμα που αμαυρώνει τα Αληθινά μου
το όνειρο που διαψεύδεται από τη ζωή
τα μάτια των ζητιάνων
τα λάθη που γεννιούνται από πάθη
την άνετη υποκρισία μας
την άπλετη μικρότητά μας
τις κίβδηλες ανάγκες μου
τα αναγκαία κίβδηλά σας

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2011

Ποιήματα Παγκόσμια

Χρόνια πολλά, Ποίηση! Δυο δώρα έχω διαλέξει να σου προσφέρω για τα γενέθλιά σου, δυο παιδιά σου λατρεμένα μου....
Το πρώτο το έγραψε ο εραστής της θλίψης κι είναι το αγαπημένο μου ποίημα του.
Το δεύτερο επιχειρεί να σε ορίσει με τον πιο συναρπαστικό τρόπο.


ΣΑΝ ΔΕΣΜΗ ΑΠΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ


Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα
είδα το βράδυ αυτό.
Κάποια χρυσή, λεπτότατη
στους δρόμους ευωδιά.
Και στην καρδιά αιφνίδια καλοσύνη.
Στα χέρια το παλτό,
στ' ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνη.
Ηλεκτρισμένη από φιλήματα 
θα' λεγες την ατμόσφαιρα.
Η σκέψις, τα ποιήματα,
βάρος περιττό.


Έχω κάτι σπασμένα φτερά.
Δεν ξέρω καν  γιατί μας ήρθε
το καλοκαίρι αυτό.
Για ποιαν ανέλπιστη χαρά,
για ποιες αγάπες,
για ποιο ταξίδι ονειρευτό.
                                   Κ.Γ.Καρυωτάκης




ΠΟΙΗΣΗ


 Ποίηση

ανάμνηση από φίλντισι
περίπατος τα ξημερώματα
άναμμα τσιγάρου κατά λάθος από φεγγάρι
χαρταετός που ξέφυγε απ’ τα χέρια παιδιού
κλάμα παιδιού στη μέση πανηγυριού
φιλία ανάμεσα σε δυο προδοσίες
κλωνάρι που ταξιδεύει
δασκάλα μόνη μελαγχολική στο διάλειμμα
ένα βιολί που παίζει μοναχό του
αριθμός 7
της καρδιάς τα μέσα φυλλώματα
χαλκός χαλκωματένια χαλκωματάς-όλα τα παλιά γυαλίζω
χρυσάφι για όλους ή για κανένα
πόλη που κυριεύτηκε άδεια μετά μακρά πολιορκία
παλιές φωτογραφίες και μακρυμπάνι της μνήμης
πεταλούδα που γλιτώνει απ’ τη φωτιά
φωτιά που γλιτώνει απ’ τα νερά
χαρά που γλιτώνει απ’ τα γεράματα
βιολέτες σ’ άσπρο λαιμό
άσπρο άλογο που τρέχει σε μαύρο ουρανό
μαύρος ήλιος καλοκαιρινός
άσπρος ήλιος χειμωνιάτικος
λεμόνι κάρβουνο γλυκό του κουταλιού
νύχτα στρωμένη τσιγάρα
λέξεις.
                                          Θωμάς Γκόρπας

Κυριακή 13 Μαρτίου 2011

Ο χορός της φωτιάς



            .....Όσο μας χτίζουν τοίχους, τόσο θα ανάβουμε φωτιές

Κι η Πολιτεία εκστατική αγναντεύει τα παιδιά της
σα χούφτες άχυρα, έφηβα, τραχιά,
συγκεντρωμένα στα Προπύλαια
να εναντιώνονται στην Κυβέρνηση που ψήφισε ο παππούς τους
κι η Αθηνά με ύφος μαρμάρινο τα προστατεύει, ίσως,
 από ψηλά με την ασπίδα της
ένα σύννεφο στάζει στα μέτωπα οργή ουρανού 
είναι ένα ανήσυχο φθινόπωρο,
ούτε το σύμπαν δεν ησυχάζει,
και δεν έχεις χρόνο για τίποτα πια,
«μόνο για επανάσταση, τ’ ακούς;»,
«αγωνίσου, γιατί χανόμαστε»,
-ιδού το νέο σύνθημα το σωστό-
 η μουσική σου πρέπει να εκφράζει νιάτα κοχλάζοντα
μαζί με  περατζάδες τσιγάρου και αντιπαραθέσεων
 στη Θεμιστοκλέους ,
η λογοτεχνία το βράδυ στο κρεβάτι να γέρνει επικίνδυνα
προς τα αριστερά, στρατευμένες ρίμες-είδωλα στις κόρες των ματιών,
εν τέλει να σε παίρνει ο ύπνος τα ξημερώματα με ένα αγχωμένο κυνηγητό ονείρων,
τα βράδια πάντα, να ξέρεις, καιροφυλακτεί ο τρόμος
μήπως αύριο δεν έχεις σπίτι,
μήπως το Καποδιστριακό μπει στο χρηματιστήριο 
και ξοφλήσει το πτυχίο που οραματιζόσουν χρόνια,
μα ύστερα χαμογελάς και σκέφτεσαι ένα απαλό πρόσωπο
σαν παρηγοριά ,
αποκλείεται, λες, κι αύριο εδώ θα’ μαστε, μωρέ, όλοι εμείς,
οι τροβαδούροι θυμού κι απαξίωσης,
να τα λέμε μεταξύ μας , να αυτοϊκανοποιούμαστε  
με τις πολιτικές μας γνώσεις
και την ικανότητά μας να πείθουμε τα ξεφτισμένα πλήθη
στις Γενικές Συνελεύσεις,
γιατί αυτό το μαραμένο χειροκρότημα στο τέλος, ω, ναι, το ρουφάμε σα τζούρα ελπίδας πως θα ξεσηκωθούνε επιτέλους, πως κάτι καταφέραμε
κι εμείς.

Έλα, τώρα, μη νιώθεις ενοχές που λιγάκι βαριέσαι.
Ξέρω, κι άλλη πορεία, κι άλλη συγκέντρωση, μια ομιλία ομότιμου καθηγητή περί εξουσίας και συστήματος, ένα φεστιβάλ μιας παράταξης, ξέρω, όλα στροβιλίζονται γύρω από το ισχνό σου εικοσιτετράωρο.
Θες χρόνο να κοιμηθείς, να πιεις κάτι μιλώντας μόνο για ταξίδια και λογοτεχνία, θες να μπορέσεις δίχως τύψεις να βουλιάξεις στη γλύκα της ηλικίας, να ερωτευτείς μέσα σε ένα βράδυ και να αγοράσεις κι εκείνο το υπέροχο σακάκι. Ούτε λέξη για μνημόνια και ανεργία και Ιρανούς και…

Θες. Κι εγώ κατά βάθος.
Μα δες την ασπίδα της Θεάς, δες τη μουτρωμένη Πανεπιστημίου
κι αυτό το βουρκωμένο μεσημέρι,
σκέψου ποιους διαδέχτηκες και ποιοι θα σε διαδεχτούν.
Κληρονομιά αέναη ο χρόνος, μοιρασμένη ακριβοδίκαια.
Κάποιοι πριν χρόνια χτίσαν με πάλη και πίστη τα όνειρά σου
-μην ξεχνάς!
και τα χαμόγελα όσων θα περπατούν μετά από χρόνια
στα χνάρια τα δικά σου,
από σένα περιμένουν να χτιστούν-μην αδιαφορείς!
Εκείνα τα χορτάτα ευτυχία και δικαιοσύνη πρόσωπα,
συλλογίσου τα, φαντάσου τα πόσο θα ομορφαίνουν
την πόλη σου, πολίτη, τον κόσμο σου, άνθρωπε,
και παραδέξου το βάρος της ευθύνης σου στις πλάτες.
(Τρέμω την ώρα που οι νέοι του αύριο ,με τη σειρά τους,
θα μας ντρέπονται, θα μας στηλιτεύουν ως γενιά στα αμφιθέατρα,
εμάς που πιστέψαμε, που πιστεύουμε σε κάτι.)

Τρέχω στο δρόμο, στους ανθρώπους,
τρέχουν κι οι εξεγερμένες λέξεις μου στο χαρτί,
μου δίνουν δύναμη.
Και νιώθω, τώρα, ότι δε θέλω να ηρεμώ λεπτό,
δε θέλω σε τίποτα να αφεθώ,
δε μ’ ενδιαφέρει κανένα σακάκι, έχω πέντε στη ντουλάπα μου, σοβαρολογώ.
Νιώθω, τώρα, πως θέλω να δώσω κι εγώ τη μπουνιά μου
για να πέσει ο τοίχος που μας πνίγει και
μετά από χίλιες μπουνιές
κι ένα σωρό ματωμένα δάχτυλα
να γκρεμιστεί επιτέλους και
πάνω στα συντρίμμια του να προλάβω να σε πιάσω απ’ το χέρι
και μαζί να χορέψουμε τη νίκη μας
σαν Ινδιάνοι
γύρω απ’ τη φλόγα
της εξεγερμένης μας ψυχής.