Τρίτη 1 Ιανουαρίου 2013


Wild is the wind, σε τρεις πράξεις

 

ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ

Τελευταία νύχτα του κόσμου υποτίθεται, εξαρχειώτικο μαγαζί ψευτοκουλτουριάρικο, ημιαδειανό, αποχρώσεις του μωβ και του κίτρινου μέσα, σα φθινοπωρινό δείλι ένα πράμα, «παράμ, παράααμ, love me, love me, love me, love me, say you do…»

Ιδρωμένος  αρκετά, ο ιδρώτας της ιδρωμένης χειμωνιάτικης νύχτας που φοράς πουλόβερ μα μες στο μαγαζί έχει ζέστη και το ουίσκι δεν σε ξεδιψά, ακόμα πιο πολύ σε καίει. Ποτέ δεν έχει λεφτά να αγοράσει όσα τσιγάρα θέλει να καπνίσει. Και χρειάζεται πολλά. Ένα δυο, τουλάχιστον, να ζεσταθεί το χνώτο του, να βρει ευκαιρία να φωτίσει από κοντά την αγριεμένη μούρη του με τον αναπτήρα, αργότερα άλλο ένα να υπάρχει καπνός ανάμεσα στα μάτια του και στα μάτια που τυχαία επιλέγει να κοιτάξει. Κι από κει και πέρα, όσα σηκώσει η νύχτα. Κι έχει μεγάλες πλάτες η νύχτα. Έχει χορέψει ό, τι θυμάται από τα αναγκαστικά μαθήματα λάτιν της πρώην του, με μια άλλη γκόμενα, κούκλα, αλλά ντυμένη συντηρητικά. Φούστα τζιν, άλλης δεκαετίας, μπότα μέχρι το μέσο της γάμπας, καφέ πουλόβερ. Πρόσωπο γεμάτο, χείλη όλο πάθος. Της αρέσει ο ιδρώτας του, αλά μετά το χορό παράγινε το κακό. Της μιλάει για τη δουλειά του. Είναι ντι τζει, λέει, έχει παίξει σε μαγαζιά και μαγαζιά. Θέλει να τη φτιάξει, φαντάζεται πως είναι μια στερημένη γυναίκα που θα ήθελε να καβαλήσει κάποτε κάποιον ξεπεσμένο ντι τζέι που μοσχοβολά αντρίλα. Αυτή, όλο γελά. Δεν πρόκειται να του κάτσει, ούτε φιλί δε γουστάρει να του δώσει. Θέλει, όμως, να τον κάνει να τη θελήσει. Τον κοιτά μες στα μάτια. Αυτός θέλει να την κεράσει κάτι, αυτή αρνείται, αυτός ψιλοανακουφίζεται, έχει ένα τελευταίο πεντάευρω στις τσέπες, αρχίζει και να τη βαριέται, παρατηρεί το πεσμένο της στήθος, ναι, ναι, πατημένα τα 30. Η ιδιοκτήτρια του μαγαζιού παρατηρεί τη σκηνή, μαντεύει σκέψεις, βγαλμένη στους ανθρώπους από νωρίς. Ξέρει ότι είναι ωραιότερη από την τριαντάρα, το δικό της πεσμένο στήθος έχει πολύ περισσότερο στυλ. Μπαίνει ανάμεσα από τη σιωπή τους, που άβολα έχει αρχίσει να μπερδεύεται με τον καπνό του τελευταίου του τσιγάρου. Του ψαλιδίζει τις τρίχες στο στήθος με τα δάχτυλα και του κάνει κομπλιμέντο για τις χορευτικές του φιγούρες. Με το βλέμμα της καρφώνει τη στύση του. Φοράει κόκκινη φόρμα. Τον κάνει να σκεφτεί ότι δεν έχει πάει ποτέ με μεγαλύτερη γυναίκα. Η γκόμενα με τη τζιν φούστα ζηλεύει και τσατίζεται. Αρπάζει το κινητό της και τηλεφωνεί στον πρώην της. Τον χαιρετάει. Κάνει ένα νεύμα αυτός, καθώς εξαφανίζεται μες στα μάτια της άλλης. Φαντάζεται να δέχεται το φλας κάποιου διάσημου φωτογράφου για τη νέα του έκθεση στο Παρίσι με θέμα τον άντρα. Προτάσσει το καλό του το προφίλ στον αόρατο φακό, σφίγγει κάπως τα χείλη. Ο ιδρώτας του αρχίζει να στεγνώνει, το αλκοόλ να επιδρά. Μετά το κέρασμά της, σφηνάκι τυπικό, τεκίλα πορτοκάλι, συνειδητοποιεί πως έχει τον μπάρμαν γκόμενο και ανάμεσα στα φρύδια μια ρυτίδα που δεν κρύβεται. Ο κοντός ντι τζέι του μαγαζιού έχει βάλει Μπάουι. Στο λοβ μι, λοβ, λοβ μι, σέι γιου ντου έχει ήδη κλείσει την πόρτα πίσω του. Με το τζάκετ του στο χέρι και χαρμανιασμένος, μπήγει τα κλάματα και σκέφτεται το υπόλοιπο τραγούδι από μέσα του.

 

ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ

Τελευταία νύχτα του χρόνου υποτίθεται, ξεβαμμένη ταπετσαρία, σκοτεινό σπίτι, μυρωδιά χόρτου, βήχας, χόρτο, βήχας, κρασί φτηνό, μόνος του, σκληρός καναπές της γιαγιάς του, παλιός, «with your kiss my liiiife beginssss…»

Γυμνός κι έχει τα μάτια του κλειστά. Σκέφτεται πράγματα αλλοπρόσαλλα, σιχαίνεται να σκέφτεται στο τέμπο των ευχών για την καινούργια χρονιά, ειδικά η δεδομένη καινούργια χρονιά δεν είναι για ευχές, θα είναι η μόνη χρονιά που δεν θα παίξει μουσική σε κανένα μαγαζί, γιατί πια δεν υπάρχουν δουλειές, θα είναι η μόνη χρονιά που όταν θα γαμάει γυναίκες θα σκέφτεται μία γυναίκα, αυτήν που ποτέ του δεν θα μπορέσει να γαμήσει, κι αν το κάνει δεν θα του αρκεί απλά αυτό. Είχε έρθει σπίτι του μια μέρα, παλιά και μιλήσανε και φάγανε και νόμισε πως θα μπορούσαν να κάνουν όλα τα πράγματα του κόσμου μαζί, αλλά τελικά αυτή έφυγε για δουλειά εξωτερικό ένα μήνα αργότερα. Και δεν κατάλαβε πότε έγινε 30, άνεργος ντι τζέι, με δίχως μια σοβαρή σχέση ποτέ του και τον πονά που τα δυο του τα μικρότερα αδέρφια περνάνε Πρωτοχρονιά με τις γκόμενές τους, θα μπορούσε κι αυτός να τσουγκρίζει ποτήρια με ποτά και να χορεύει ό, τι λάτιν θυμάται από εκείνη την ψευτοπρώην του τη γυμνάστρια, θα μπορούσε να μιλάει για πολιτική και για μουσική, αλλά του έχει καρφωθεί όλο το Δεκέμβρη το αγαπημένο της τραγούδι και όλο αυτό τραγουδάει, φαντασιώνεται ένα μαγαζί που θα μπορούσε να παίζε ξανά και ξανά το ίδιο αυτό τραγούδι και ξανά το τραγούδι της και ξανά. Όταν βγαίνει στα μαγαζιά που παίζουν άλλα τραγούδια ξεχνιέται, χορεύει με γυναίκες, αφήνεται στο φλερτ τους, αλλά δεν καταφέρνει να τις κερδίσει στ’ αλήθεια, ξέρει ότι φταίει, η γυναίκα μπορεί να διαβάσει στο βλέμμα ενός άντρα αν τη θέλει απόλυτα και λίγες δίνονται εκεί που βλέπουν ότι υπάρχει άλλη από πίσω, αυτό το καταφέρνουν μονάχα οι πολύ ωραίοι άντρες κι αυτός δεν είναι ωραίος άντρας, βέβαια εκείνη του είχε πει πως τον βρίσκει πολύ πολύ ωραίο άντρα. Τσατίζεται, γιατί ξέρει ότι η ιστορία του δεν έχει τίποτα το δραματικό, τίποτα το συγκλονιστικό, δεν έχει το γυμνό της σώμα να σπαρταράει στο λευκό του σεντόνι, δεν έχει θάνατο, η αυτοκτονία πάει πολύ, δεν έχει τίποτα που φέρνει δάκρυα, μοιάζει πολύ με τις κυνικές ιστορίες του Τενεσσή Ουίλιαμς, μοιάζει κι αυτός με ένα θλιβερό Αμερικάνο ξεχασμένο στη δεκαετία του ’50, με παλιό τζιν παντελόνι και δίχως καμία πιθανότητα να τον γράψει η ιστορία. Η χρονιά αλλάζει εκεί έξω, η μάνα του τον παίρνει τηλέφωνο από το χωριό, το βάζει στο αθόρυβο και σηκώνεται όρθιος. Θέλει να νιώσει πως τον κινηματογραφεί κάποιος διάσημος, γκέι σκηνοθέτης. Σηκώνει το μελαχρινό κορμί του, το σέρνει στο παράθυρο, με το χέρι τραβά λιγάκι την κουρτίνα, κλείνει τα μάτια, προσπαθεί να κλάψει πάλι, δεν μπορεί χωρίς Μπάουι, πια. Το CD που του χάρισε έχει μήνες να κοιμηθεί στη θήκη του, οπότε πατά απλά το play, η μελωδία τού τρυπά τα μηνίγγια και τού τρίζει τις φλέβες στην παλάμη, με ανοιχτά τα μάτια κλαίει, ο γκέι σκηνοθέτης θα έκανε ζουμ στο τραγανό μήλο του Αδάμ του. Πιάνει τον μαραμένο του φαλλό στη δεξιά παλάμη σφιχτά. Ουιθ γιορ κις μια λαιφ μπιγκινς… Μερικές γρήγορες κινήσεις. Τελειώνει μαζί με τον Μπάουι. Έξω τα πυροτεχνήματα δε λένε να σταματήσουν.

 

 

 

ΠΡΑΞΗ ΤΡΙΤΗ

Τελευταία νύχτα της θλίψης υποτίθεται, Ελευθέριος Βενιζέλος, αφίξεις και αναχωρήσεις, ιδρωμένες παλάμες, ο ιδρώτας του περιμένω, του νιώθω την καρδιά μου να χορεύει σαν τρελή, του έρχεται η γυναίκα της ζωής μου, με πήρε τηλέφωνο χθες το βράδυ εκεί που γύριζα από την ανοιξιάτικη βόλτα στα γιασεμί της γειτονιάς και στα γαβγίσματα των σκύλων, μου είπε έρχομαι, έλα στο αεροδρόμιο, μου είπε πως έρχεται και πως θέλει να είμαι ο πρώτος που θα την δει, «dont you know youre life, itself…»

Θα την αγκαλιάσει μαλακά, μη φανεί κανένας λιγούρης. Θα της πει κοιτώντας τη στα μάτια πόσο έχει ομορφύνει, γιατί το ξέρει από τώρα θα έχει γίνει ακόμα πιο κούκλα. Θα τη ρωτήσει  πώς και αποφάσισε να έρθει πάνω στον ένα χρόνο, και γιατί όχι πιο νωρίς και γιατί όχι πιο αργά. Αυτή θα του πει πως είναι πολύ κουρασμένη, θα σκέφτεται από μέσα της πόσο της έχει λείψει, μα δεν θα το λέει, θα το ξέρει, όμως, εκείνος. Θα του πει να τηλεφωνηθούνε το βράδυ, αυτός θα της πει ότι έχει βαρεθεί τα μπαρ και τα ρεστοράν, θα έχει στρώσει το κόκκινο τραπεζομάντηλο και θα της έχει μαγειρέψει το μόνο φαγητό που ξέρει, θα έχει βάλει το wild is the wind και πριν τελειώσει θα έχει προλάβει να της πει αυτή την κλισεδιάρικη λέξη που ποτέ δε θέλησε σε κανένα και σε καμία να πει, αλλά θα ταιριάζει τόσο πολύ το σ’ αγαπώ με τον David, και εκείνη και το κοτόπουλο και το κόκκινο κρασί. Θα έχει τα μαλλιά της πιασμένα, όπως τώρα, λαμπερή τώρα, προχωράει τώρα, τη βλέπει επιτέλους τώρα, έχει κάτι πάνω της που του σφίγγει την καρδιά, έχει βλέμμα νωθρά αφημένο στη συμπάθεια απέναντί του, δε διακρίνει καμία άλλη σπίθα, χαμογελάει ψεύτικα και γιατί έχει παχύνει, γιατί; Το άρωμά της τον κατακλύζει, τι κάνεις, γλυκέ μου, δεν θα πεις καμιά κουβέντα, είμαι έγκυος, είχες καλό ταξίδι, είμαι έγκυος, γιατί ήρθες, για να το πω στους δικούς μου, σε λίγο θα έρθει και ο Άλεξ, ποιος είναι ο Άλεξ, ο πατέρας φυσικά, εσύ, καλέ μου, πω πω, έχεις ομορφύνει, καλέ μου, στο έχω πει σου πάνε τα μούσια. Όλον αυτόν τον καιρό, άκουγα το wild is the wind, της λέει. Α, το έχω σιχαθεί πια αυτό το κομμάτι, με έριχνε πολύ, άσε που έχω ανακαλύψει αυτόν τον καιρό κάτι που

Δεν την ακούει, οι ήχοι παύουν, μέσα του μονάχα παίζει το τραγούδι, έχει κολλήσει στο σημείο που λέει ντοντ γιου νόου γιορ λάιφ ιτσέλφ, το ιδανικό σημείο για κλάμα ή για φιλί, μα η ώρα ακατάλληλη και για τα δύο, στεγνά χείλη και μάτια, με το που γυρίσει σπίτι θα σπάσει το γαμημένο το CD χίλια κομμάτια και θα το πετάξει στο καλάθι της τουαλέτας, σαν το χειρότερο κωλόχαρτο. Αργότερα, θα διαγράψει οριστικά το τηλέφωνό της και θα ξυρίσει τα γένια του.

Θέλω να το βαφτίσεις εσύ, νομίζει πως ακούει να του λέει. Χαμογελάει και σκέφτεται κάτι που θα μπορούσε να το εκμυστηρευτεί σε κάποιον σπουδαίο ποιητή για να το αξιοποιήσει αυτός όπως κρίνει καλύτερα: Ο κόσμος, ο χρόνος και η θλίψη θα διαρκούν πάντα παραπάνω από όσο αντέχεις. Θα φυσούν ο κόσμος, ο χρόνος και η θλίψη, άγρια, σαν τον άνεμο, άγρια, σαν τον άνεμο.
φωτογραφία: Δημήτρης Καρπέτης