Αρυθμός 2 ή Το Κάπνισμα
{στον Γ.}
Είναι ορισμένες σκέψεις που διαλέγουν
να υποτάξουν το ποίημα και μέσα του να μπουν ορμητικά, να το διαμελίσουν σε
τέσσερα κομμάτια και έπειτα να χαθούν
Είναι ορισμένες σκέψεις που προορισμός
τους είναι οι λέξεις
(28 / 3 / 2013)
Άτις
«Μ’ αιθέριο
έλεος κάνε μασάζ στις πληγές μου και κρύψε το αίμα τους
Στα χέρια
σου
Είναι τόσο
μεγάλα κι αυτό τόσο πικρό» τον ικετεύω
«Μ’ όλη σου
την κακή την καλλοσύνη
Φύσα τη
νικοτίνη σου μέσα μου να πνιγώ» τον προστάζω
«Αναστέναξέμεαναστέναξέμε»
τον αναστενάζω
Και
«Συγχώρεσέ
με που είμαι αλλού ταγμένη
Όπως κι εγώ
συγχωρώ τις τάσεις σου για σώμα και ουρανό»
Ύβρις
Έκανα μαζί
του έρωτα
Και πριν το
τσιγάρο
Προσέλαβα εργάτες
για την ανοικοδόμηση
ενός γιγάντιουΑριθμού
2 στο έξω τείχος της ψυχής
Ατσάλι τους είπα
Και Πέτρα τους
είπα
Μα σάρκα
μπάζωσαν και αίμα ράντισαν
Γυμνή εγώ
Στα δικά του
σεντόνια
Άκουσα τα
δικά μου τραγούδια και
Τις δικές
μου προτάσεις διάβασα και διάβηκα
Εκπυρσοκροτώντας
τη σφαίρα του ονόματός σου
Στον γκρίζο της
καρδιάς του δρόμο
Ξανά και
ξανά και
ξύπνησα μες στον ιδρώτα των ονείρων του
Κι έβαλα τα
χέρια μου στις τσέπες τις δικές του
Να μην μου
τα κλέψει ο άνεμος και τα στείλει στο πρόσωπό σου
Τον άφησα να
ράψει πάνω στο δέρμα μου το μέλλον του
Και πήρε
αμπάριζα η βελόνα λιγάκι παρελθόν
Πέταξε τις κλωστές
μέσα στα μάτια μου
Τυφλωμένη,
σου λέω, υποταγμένη σε κάποιου δαίμονα βούληση θεία
Άρχισα να
γράφω κατά παραγγελία του
Εκεί αυτός
να γίνεται η νέα μου η έμπνευση ολοένα
Νέμεσις
(στη δική μου τραγωδία ,που
τραγουδιστά προφέρεται, η οργή παράλληλα με το αμάρτημα εκτελείται, το αμάρτημα
εγώ, εγώ και η οργή)
Αδειανό να
βλέπω τον ορίζοντα.
Να χάνω το
έδαφος, να ονειρεύομαι συνεχώς το καλοκαίρι και δίχως σαφές γιατί
Να σχεδιάζω
μια φυγή προς Βόσπορο
Να γνωρίζω
σκοτεινούς ανθρώπους
Και με
σκοτάδι στα μάτια να βλέπω το πρώτο της μέρας φως με πάνω μου ακόμα θρύψαλλα
σπασμένης νότας ξενύχτισσας
Να
χάνω-δες!- φίλο το φίλο
Φυλλοβόλο
κλαδί με δίχως κρίνο
Αιωνίως
ταυτισμένο
Κι ύποπτα
Με κάποιον
Κώστα Καρυωτάκη
Να παραμένω
μόνη και να περιμένω
Να μυρίζομαι
το ψέμα όπως τη σκουριά στο σίδερο: αίμα
Να καπνίζω
Να
ανακαλύπτω διαφορετικές διαδρομές για το σταθμό των τρένων
Θλιβερότερες
Κι έρπητα ν’
αντικρίζω στο καπάκι πάνω του φιλιού
Να
δηλητηριάζω με τρομακτική επιτυχία τις νύχτες των ανθρώπων που με αγαπάνε
Όχι και δεν
Οχιά δενδρογαλιά
Κι η μυρωδιά
σου να ξεφτίζει μες στους μήνες
Τίσις
Σα σινεμά θα
δω την τιμωρία:
Από το χέρι
σου στολίδι γιορτινό
το παιδί σου
Και λίγο πιο
πίσω η μάνα του να σε φωνάζει με λέξη ανοίκεια
Που σε μένα
θ’ ανήκει ακόμα
Η καρδιά μου
θα χτυπήσει σε σχήμα σφυριού
Θα την
ακούσεις
Θα
προσπεράσεις με δυο μονίμως τυρκουάζ πληγές στα μάτια σου
Θα με δεις
Θα με δείτε
(τέσσερα τυρκουάζ καρφιά δυο μικρά και δυο δικά μου)
Μια ξένη
δύναμη τότε ίσως με σπρώξει
Σ’ έναν πολύ
γνώριμό μας γκρεμό αιγαιοπελαγίτικο
Χωρίς ποίημα
τότε, χωρίς άλλη άτη
Κι ο πόνος
μου, ποινή σου
Αν ποτέ-που
δε νομίζω
Τύχει κι
ακούσεις κάτι
Μη μου κακιώσεις μόνο
Που δε θα’ χω προλάβει να κόψω το
τσιγάρο