-2 Αυγούστου 2015, Τζια-
Ένας βουβός άνθρωπος με δύο πόδια και δύο χέρια και, ίσως, δύο μάτια κρυμμένα πίσω από ένα ζευγάρι σκοτεινά γυαλιά παίζει ένα τραγούδι και τραγουδά το τραγούδι από μέσα του. Κανείς τους δε γνωρίζει το τραγούδι, κανείς τους δεν έτυχε να το έχει ακούσει από κάπου, κι όμως, πρόκειται για ένα από εκείνα τα τραγούδια που, αν τα ήξεραν περισσότεροι άνθρωποι, ο έρωτας κι η ίδια ακόμα η ερωτική πράξη θα ήταν, μετά βεβαιότητος, καλύτερος και καλύτερη.
Ο άνθρωπος παρατά να παίζει και βγαίνει έξω. Κάτω βρίσκονται ξύλα λευκά και δροσερά, ο άνθρωπος ξαπλώνει το βουβό του κορμί πάνω εκεί και τα μάτια σφαλίζει. Τώρα το τραγούδι παίζει μοναχό του και εκπέμπει μέσα από τα μυστικά ηχεία που βρίσκονται στις φλέβες του ξαπλωμένου ανθρώπου.
Δεν παρατηρούν την απουσία του και εκείνος
δε νοιάζεται γι' αυτό. Το τραγούδι σε λίγο θα τελειώσει, θα δύσει ο ήλιος και η γη θα καταπιεί τη θάλασσα, με μια δίψα που δε γνώρισε ποτέ κανείς.
Το πράσινο, ολοφώτιστο πρόσωπο ενός κοριτσιού που θάβει τα μαλλιά του στην άμμο στρέφεται πάνω στο ξαπλωμένο σώμα και νέο τραγούδι γεννιέται. Το τραγούδι αυτό είναι γνώριμο πολύ και φτάνει σαν παλίρροια στους ανθρώπους. Βήματα βαριά και ποδοπατούν τον ξαπλωμένο. Χορός βάρβαρος στην άμμο και το πράσινο πρόσωπο έλκει τους άλλοτε κωφούς.
Κορμιά γυμνά σα φύκια στα νερά γλιστράνε και άλλα πνίγονται, άλλα κολυμπάνε. Το πρασινοκόριτσο έρποντας βγαίνει στην ξηρά, ο ξαπλωμένος ανοίγει τα μάτια και πιάνει να δαγκώνει τη σμαραγδιά γοργονοουρά. Το κορίτσι γουργουρίζει σα γατί και καταβροχθίζεται από τα δόντια του βουβού, χάνεται μες στο κορμί του. Νυχτώνει.
Η θάλασσα στέγνωσε, η νύχτα έπεσε βαριά στην άμμο πάνω, όπως η Αγάπη. Ο ξαπλωμένος, ολοχόρταστος, ορθώνεται ακμαιότερος από ποτέ και τώρα πια έχει φωνή βροντερή. Τώρα, με τα τραγούδια του γητεύει το αλάτι και τα ψάρια. Για πρώτη φορά στη ζωή του ανακαλύπτει τα κόκκινα φτερά που κρύβονταν στις μασχάλες του, χρόνια διπλωμένα και μόνα, θαρρετά τώρα τα ξεδιπλώνει και πετά, τραγουδά, πετά, ουρλιάζει.
Τρέχει να βρει το παλιό του, ολόδικό του αστέρι.
Γεωργία Δρακάκη
Ένας βουβός άνθρωπος με δύο πόδια και δύο χέρια και, ίσως, δύο μάτια κρυμμένα πίσω από ένα ζευγάρι σκοτεινά γυαλιά παίζει ένα τραγούδι και τραγουδά το τραγούδι από μέσα του. Κανείς τους δε γνωρίζει το τραγούδι, κανείς τους δεν έτυχε να το έχει ακούσει από κάπου, κι όμως, πρόκειται για ένα από εκείνα τα τραγούδια που, αν τα ήξεραν περισσότεροι άνθρωποι, ο έρωτας κι η ίδια ακόμα η ερωτική πράξη θα ήταν, μετά βεβαιότητος, καλύτερος και καλύτερη.
Ο άνθρωπος παρατά να παίζει και βγαίνει έξω. Κάτω βρίσκονται ξύλα λευκά και δροσερά, ο άνθρωπος ξαπλώνει το βουβό του κορμί πάνω εκεί και τα μάτια σφαλίζει. Τώρα το τραγούδι παίζει μοναχό του και εκπέμπει μέσα από τα μυστικά ηχεία που βρίσκονται στις φλέβες του ξαπλωμένου ανθρώπου.
Δεν παρατηρούν την απουσία του και εκείνος
δε νοιάζεται γι' αυτό. Το τραγούδι σε λίγο θα τελειώσει, θα δύσει ο ήλιος και η γη θα καταπιεί τη θάλασσα, με μια δίψα που δε γνώρισε ποτέ κανείς.
Το πράσινο, ολοφώτιστο πρόσωπο ενός κοριτσιού που θάβει τα μαλλιά του στην άμμο στρέφεται πάνω στο ξαπλωμένο σώμα και νέο τραγούδι γεννιέται. Το τραγούδι αυτό είναι γνώριμο πολύ και φτάνει σαν παλίρροια στους ανθρώπους. Βήματα βαριά και ποδοπατούν τον ξαπλωμένο. Χορός βάρβαρος στην άμμο και το πράσινο πρόσωπο έλκει τους άλλοτε κωφούς.
Κορμιά γυμνά σα φύκια στα νερά γλιστράνε και άλλα πνίγονται, άλλα κολυμπάνε. Το πρασινοκόριτσο έρποντας βγαίνει στην ξηρά, ο ξαπλωμένος ανοίγει τα μάτια και πιάνει να δαγκώνει τη σμαραγδιά γοργονοουρά. Το κορίτσι γουργουρίζει σα γατί και καταβροχθίζεται από τα δόντια του βουβού, χάνεται μες στο κορμί του. Νυχτώνει.
Η θάλασσα στέγνωσε, η νύχτα έπεσε βαριά στην άμμο πάνω, όπως η Αγάπη. Ο ξαπλωμένος, ολοχόρταστος, ορθώνεται ακμαιότερος από ποτέ και τώρα πια έχει φωνή βροντερή. Τώρα, με τα τραγούδια του γητεύει το αλάτι και τα ψάρια. Για πρώτη φορά στη ζωή του ανακαλύπτει τα κόκκινα φτερά που κρύβονταν στις μασχάλες του, χρόνια διπλωμένα και μόνα, θαρρετά τώρα τα ξεδιπλώνει και πετά, τραγουδά, πετά, ουρλιάζει.
Τρέχει να βρει το παλιό του, ολόδικό του αστέρι.
Γεωργία Δρακάκη