-άξαφνα, Απρίλης στα Τρίκαλα-
(μια φωτογραφία πάνω από τον Ληθαίο ποταμό, με την καλή δημοσιογράφο Ελένη Χολέβα, η οποία με βοήθησε σημαντικά να ερωτευτώ την πόλη της)
Στα Τρίκαλα
του Τσιτσάνη και του ποταμού Ληθαίου, του κλαρίνου και του κουτσομπολιού, η
μνήμη πρωταγωνιστεί.
Παλιές
εικόνες ανασυντίθενται με άξονα τα γούστα των νέων που παγανιά κυκλοφοράνε
ντυμένοι την τελευταία λέξη της μόδας, αυτής που κοστίζει ό ,τι περισσεύει από
το χαρτζηλίκι του πατέρα.
Μόλις ο
επισκέπτης παιχνιδιάρικα χαθεί μες στα εκ πρώτης όψεως δαιδαλώδη πεζοδρομάκια
τα κατάμεστα από την επέλαση του επαρχιώτικου καπιταλισμού, ίσως ακούσει
στίχους παλιούς, μαυλιστικά τραγουδισμένους, όπως, ας πούμε: «Τσιτσάνη ν’
αντικρίσουνε, να παρηγορηθούνε»
Κι αν αυτός
ο επισκέπτης τύχει και ακολουθήσει τη μουσική, θ’ αντικρίσει μια βαριά ορχήστρα
εγχόρδων που ζέχνει τεστοστερόνη και που, αφοσιωμένη, παρασύρει λίγους και
καλούς στην περίφημη στράτα του νταλκά. Λιγομίλητοι μουσικοί, αδίστακτοι,
σκυμμένοι σα μάνες πάνω απ’ τις χορδές-παιδιά τους.
Και τότε, ο
επισκέπτης θα ξεχάσει πως βρίσκεται στα Τρίκαλα και θα κρατήσει στο νου πως
στέκεται, απλώς, κάπου στα Βαλκάνια ή, έστω, στην Ανατολική Μεσόγειο.
Με το
τσίπουρο καταφθάνουν μεζέδες κιμπάρηδες κι όλοι οι παλιοί ρεμπέτες
νεκραναστημένοι και ίπτανται πάνω από τα τραπεζοκαθίσματα. Αυτή είναι η
Κληματαριά, ταβέρνα μικρή και παλιά. Κι έξω, μαίνεται η νύχτα της Παρασκευής.
Τρίκαλα-Αθήνα:
δρόμος σκοτεινός, φουρτουνιασμένος και δεν είναι ώρα ακόμα να τον τραβήξει ο
επισκέπτης. Όχι προτού μεσημεριάσει πάλι η μέρα, όχι προτού συναναστραφεί με
κάποιον ντόπιο.
Θα καθίσει
σ’ένα από τα ελάχιστα παλιά μαγαζιά που απέμειναν ως είχαν κάποτε, θα
παραγγείλει προφιτερόλ και θα χαζέψει την περατζάδα. Ώσπου να φτάσει το γλυκό,
θ’ ανάψει τσιγάρο. Θα σταθεί έξω από το μαγαζί ένας νεαρός γύρω στα 18 με
γκρίζο κοστουμάκι-νέος από οικογένεια παλαιών αρχών. Θα μιλήσει με βαριά
προφορά. Στα τραπέζια των δίπλα μαγαζιών, θα κάθονται χωρισμένοι οι άνθρωποι
στα φύλα τους, στις φυλές τους και στην οικογενειακή τους κατάσταση. Θα παίζει
στη διαπασών μουσική μοντέρνα, από αυτή που γουστάρουνε τα ράδια.
Κυρίες με
όμορφα μάτια κι εξωτική ομορφιά που μοσχοβολά ανατολικό μπλοκ θα σουλατσάρουν
με ψώνια και καρότσια. Ο επισκέπτης θα επιχειρήσει, ανεπιτυχώς, να τις
φλερτάρει.
Κοριτσάκια
με τα μπούτια εκτεθειμένα στο παιχνίδι του ήλιου και της βροχής θα μιλάνε στα
κινητά. Ο Νικολάκης θα κατουράει αμέριμνος, η φύση οργιάζει. Στα Τρίκαλα
ταιριάζει η άνοιξη, γιατί μοιάζουνε τα Τρίκαλα με πόρτες κι οι πόρτες
φτιάχτηκαν για να ανοίγουνε.
Οι άνθρωποι
αντιλαμβάνονται αλλιώτικα τον χρόνο εδώ πέρα, αισθάνεται ο επισκέπτης πως μες
στ’ αγαθοπόνηρα κεφάλια τους φωλιάζουν σκέψεις που αφορούν απλώς το επόμενο
τσιγάρο που θ’ ανάψουν, τα νερό που διψάσανε μετά το τσίπουρο, το φιλί που θα δώσουνε στη μάνα τους που
σήμερα, ανήμηνα Απρίλη, γιορτάζει.
Κι όσο
αφομοιώνεται, λίγο λίγο ο επισκέπτης, το αντιλαμβάνεται όλο και πιο έντονα:
κάτι βράζει εδώ, κάτι ετοιμάζεται. Ο χρόνος έχει σκεπάσει με τη σκόνη του την
αναπόφευκτη το βαρύ πυροβολικό της κομπίνας, της λαμογιάς, της αναμονής για
λεφτά με ουρά, των πλούσιων και συμφεροντολόγικων παντρολογημάτων. Θαμμένες στη συμφορά του 21ου
αιώνα, ψευτόχρυσες, παλιοδεκαετίες περασμένες.
Οι ψυχές
στρέφονται προς τον ουρανό, δειλά δειλά ακόμη και σκαρφίζονται πολιτιστικές
μαζώξεις, επιχειρήσεις με στιλ και άποψη, απλούστευση του τρόπου ζωής τους.
Αφήνουν πίσω τους τις μέρες του κάλπικου φωτός και, τώρα, ανάβουνε τον μέσα
προβολέα που δεν κρύβει ούτε ρυτίδα. Έχυνε δρόμο πολύ ακόμα, αλλά η τροχιά της
γης είναι με το μέρος τους.
Εναρμονίζονται.
Πολίτες του κόσμου. Σιγά σιγά, όλα θα γίνουν, γιαβάσικη πενιά, που λένε,
χρειάζεται.
Αθήνα-Τρίκαλα.
Διαδρομή μοσχοβολιστή, ανάμεσα τσιμέντο και πεύκο. Ελλάδα: χώρα-βουνό. Δύσκολη
και άγονη στα σημεία, μα δες εκείνο τα’ αγκαθωτό κλαράκι πώς στάζει μέλι και
νοτίζει το χώμα στου γκρεμού το χείλος.
Χωράνε
στόματα κι άλλα να σταθούν, οι καρδιές έχουνε στρώματα περισσευάμενα, το νιώθω.
Ο επισκέπτης διαλέγει, πάντοτε, να είναι στη ματιά του αισιόδοξος. Κάπου κάπου,
θα πέσει και στο κακό χαλίκι, μα θα το προσπεράσει, το’ μαθε πια καλά. Το πολύ
το κρέας και το ποτό φέρνουνε αέρα κλεισούρας μες στα μυαλά.
Αλλά… όλα
διορθώνονται με περισσότερη αγάπη και περισσότερη μουσική, όλα διορθώνονται με
λίγο γράψιμο εν τω μέσω μιας κατάμεστης ταβέρνας, παραλληλόγραμμης και λίγο
στενής και χαμηλοτάβανης.
Όλα λάμπουνε
αλλιώς μετά από μια βροχή και μετά από μια επίσκεψη: το έγκλημα μοιάζει εδώ,
στην πηγαία, πληγωμένη ελληνική επαρχία, τόπος αγνός και σκιερός, ξερό
απομεσήμερο, λες, κάτω από μια κληματαριά.
Τσούγκρισμα,
γυροβολιά, γυαλιά ηλίου άσπρα, παπούτσια αμερικάνικα και οι ειδήσεις
σταματημένες στην καταστροφή, μέσ’ από μια θολή TV. Λίγο παρακάτω, ο Ληθαίος εργάζεται
αδιάκοπα και ακαταπόνητα, βάλσαμο μοιάζει ν’ αλείφει στα βάσανα.
Ας πιούμε
μια γουλιά κρασί στις επισκέψεις που αναζητούν λίγη δροσιά για να μοιάσουν με
γιορτή. Ας πιούμε στα Τρίκαλα με τα χίλια τους τρία καλά και με τους κάλους
και, πρώτα απ’ όλα,
Τους
ανθρώπους
Τις ελπίδες
τους
Το τζαμί που
αντικρίζει την ορθόδοξη εκκλησιά, όπως η πίστη δυο ερωτευμένων που
πολεμιούνται.
8-9/4/2016(μια φωτογραφία πάνω από τον Ληθαίο ποταμό, με την καλή δημοσιογράφο Ελένη Χολέβα, η οποία με βοήθησε σημαντικά να ερωτευτώ την πόλη της)