Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2020

Ζώντας σαν όλους που παρατηρούν

*ένα ποίημα που κατάλαβε αναπάντεχα γιατί γράφτηκε 




Κομμάτι ψωμί αποχωρισμένο μαλακά

Από το καρβέλι του

Ήταν η αγάπη

Εκείνον τον καιρό

 

Ακριβοδιαλεγμένη ψίχα

Κόρα τραγανή

Γεύση γλυκιά και ξινή

Κάπου οδηγούσε προς τα πίσω

Ή μάλλον

 

Προς τα μπρος

Σε μια οικειότητα ριζωμένη

Kάπου στο Μέλλον

 

Το κέντρο του σβέρκου του μύριζε αλεύρι

Ζυμωμένος ήταν από χέρι ταλαντούχο

Κι από τους πόρους του ανέβρυζε η πιο απτή εκδοχή του πόθου

 

Το δέρμα το δικό της εξουδετέρωνε

Κάθε λογής κρέμα και λάδι

Η ζωή της (κέλυφος γλιστερό)

Έδιωχνε το Όμορφο και το Λιπαρό

Κρατούσε ξηρές ερήμους, καραβάνια και βασανιστήρια οδοιπόρων

 

Πίσω από τα σκονισμένα τζάμια της ζωής της

Έμοιαζαν όλα παράξενα

Εκείνον τον καιρό

Το καστανό χνούδι πάνω στα χέρια της

Έπιανε σκόνες και ασήμαντες λεπτομέρειες του θανάτου που κρυβόταν

(επιμελώς)

πίσω από την πείνα, την δίψα και το φιλί

 

Όλες οι ζωές είναι το ίδιο σκονισμένες και νόστιμες

Μέχρι να τις αποσυνθέσεις σε ποίηση

Και να τις δεις να διαφέρουν τόσο

Που αναρωτιέσαι αν κάποια απ’ όλες

Ήταν η δική σου