Ταξίδευαν για ώρες σε έναν υγρό, σκοτεινό διάδρομο. Βρίσκονταν μέσα σε πλήθος άλλων , κάθε ηλικίας. Άλλοι ήταν χαρούμενοι, άλλοι με σκυμμένο το κεφάλι. Ένιωθαν καλά πως κάτι τους συνέδεε εκείνους τους δύο. Κοιτάζονταν στα κλεφτά στην αρχή και ύστερα εκείνη πρώτη του έσκασε ένα χαμόγελο.
Κάτω στη γη οι φωτογραφίες τους δίνουν και παίρνουν. Τα δάκρυα, τα σταματημένα μειδιάματα, οι συγκινητικές φωνές των δημοσιογράφων και κάπου, μέσα σε ένα κλειστό δωμάτιο οι δικοί τους άνθρωποι που τους ξέραν απλώς με τα ονόματά τους, που θα τους λάτρευαν ακόμα και αν ήταν άσημοι και ατάλαντοι. Εκείνα τα δάκρυα είναι σε μορφή χαλαζιού, σφηνωμένα μες στην καρδιά τους, είναι δύσκολο το δάκρυ το αληθινό, δεν κυλάει έτσι απλά.
Τα σώματά τους ξαπλωμένα σε ένα μνήμα. Ένα μελαχρινό, πολύ μικροκαμωμένο και αποκαμωμένο κορίτσι με δηλητηριασμένες φλέβες και ένας αρχοντικός παππούς με χιονάτο φωτοστέφανο. Το κορίτσι το κλαίνε κυρίως για τον ανθό της νιότης που έκοψε βάναυσα. Τον παππού τον θρηνούν γιατί αφήνει την τέχνη που αποθέωσε μια για πάντα, τον θρηνεί, ίσως, η ίδια η Τέχνη. Στα χρόνια ήταν μεγάλος. Το κοινό λυπάται για τα αριστουργήματα που μείναν ορφανά, όχι για το θάνατό του. Οι δικοί του απλά τον θέλουν πίσω.
Η μία δεν πρόλαβε να δώσει τα αναρίθμητα που θα μπορούσε. Δεν πρόλαβε να γονιμοποιήσει την επανάσταση στην ψυχή ενός παιδιού, δεν πρόλαβε να ντύσει τη νυχτιά ενός ερωτευμένου όπως θα μπορούσε με εκείνη τη σπαραχτική φωνή της. Ο άλλος έδωσε όλη την ψυχή του. Θρηνούμε για την απώλεια του καινούργιου, του ενδεχομένως ανανεωτικού. Θρηνούμε και για το αντίο αυτού του κάποτε γέννησε τόσα και τόσα καινούργια. Από αυτά που δεν παλιώνουν ποτέ. Κλάμα για ένα μέλλον που έμεινε να χάσκει σαν ξεχαρβαλωμένο παραθυρόφυλλο, κλάμα για ένα παρελθόν σαν ολόγιομο φεγγάρι, μεστό και πυκνό. Κλαίμε πιο πολύ για το χθες ή το αύριο;
Κλαίει κανείς για το τώρα; Για το γκολ του γήρατος στο ανθρώπινο δίχτυ και για το αυτογκόλ των ουσιών στο δίχτυ πάλι εκείνο; Ήταν κι εκείνοι δυο άνθρωποι. Όπως οι φίλες μας και οι κοπέλες μας. Όπως οι αγαπημένοι μας μπαμπάδες και παππούδες.
Οι ψυχές τους συνεχίζουν να προχωράνε ατάραχες προς την αιώνια ακινησία. Κάποια στιγμή πιάνονται από το χέρι, αυτή τη φορά με δική του πρωτοβουλία.
Ήταν μία από τις κόρες και ένας από τους γιους της Τέχνης. Η μια ψυχή το αγνόησε, υπηρέτησε τις ανάγκες του σώματος περισσότερο, έκανε μουσική, χωρίς να συναισθάνεται το βαρύ ταλέντο της. Η άλλη ψυχή έστυψε το αίμα της πάνω στην καρδιά του κινηματογράφου, κι όμως πάντοτε επιζούσε γιατί έπαιρνε και ζωή, δεν έδινε μόνο. Η ψυχή αυτή αποχωρίστηκε το σώμα φυσικά και εκπληρωμένα. Η άλλη αποσχίστηκε από το νεαρό σαρκίο της με τρόπο άγριο. Οι ψυχές θα μείνουν να στοιχειώνουν οθόνες και στερεοφωνικά, τα σώματα θα σβήσουν.
Αλλά αυτές οι λεπτομέρειες ποτέ δεν έχουν σημασία στον περίπατο προς τη σιωπή. Η σιωπή εκείνη δεν ασχολείται με τέχνες και ναρκωτικά και φυλακές και λάμψεις. Σε εκείνη τη σιωπή όλες οι ψυχές γίνονται το ίδιο κρυστάλλινες, αντανακλούν το φως και τη ζωογόνο ισχύ του θανάτου και μόνο αυτό μετράει.
Σε εκείνη τη σιωπή κανείς δε θα αναγνωρίζει την Amy και τον Μιχάλη, ως δυο διάσημους καλλιτέχνες, εκ των οποίων ο ένας αδικοχαμένος.
Κάτω μόνο, στη βουή των χωμάτινων ζωών, η Στέλλα και το Back to Black θα φέρνουν στα μάτια την αλμυρή αίσθηση ενός αποχωρισμού, καθώς το αδέρφι μας το χώμα θα τους καλωσορίζει μακάβρια στο παντοτινό πρωτοξεκίνημα του ανθρώπου.
Μα οι ψυχές θα χαμογελούν διάφανες στα χάη. Ατάραχες. Απέθαντες...
Κάτω στη γη οι φωτογραφίες τους δίνουν και παίρνουν. Τα δάκρυα, τα σταματημένα μειδιάματα, οι συγκινητικές φωνές των δημοσιογράφων και κάπου, μέσα σε ένα κλειστό δωμάτιο οι δικοί τους άνθρωποι που τους ξέραν απλώς με τα ονόματά τους, που θα τους λάτρευαν ακόμα και αν ήταν άσημοι και ατάλαντοι. Εκείνα τα δάκρυα είναι σε μορφή χαλαζιού, σφηνωμένα μες στην καρδιά τους, είναι δύσκολο το δάκρυ το αληθινό, δεν κυλάει έτσι απλά.
Τα σώματά τους ξαπλωμένα σε ένα μνήμα. Ένα μελαχρινό, πολύ μικροκαμωμένο και αποκαμωμένο κορίτσι με δηλητηριασμένες φλέβες και ένας αρχοντικός παππούς με χιονάτο φωτοστέφανο. Το κορίτσι το κλαίνε κυρίως για τον ανθό της νιότης που έκοψε βάναυσα. Τον παππού τον θρηνούν γιατί αφήνει την τέχνη που αποθέωσε μια για πάντα, τον θρηνεί, ίσως, η ίδια η Τέχνη. Στα χρόνια ήταν μεγάλος. Το κοινό λυπάται για τα αριστουργήματα που μείναν ορφανά, όχι για το θάνατό του. Οι δικοί του απλά τον θέλουν πίσω.
Η μία δεν πρόλαβε να δώσει τα αναρίθμητα που θα μπορούσε. Δεν πρόλαβε να γονιμοποιήσει την επανάσταση στην ψυχή ενός παιδιού, δεν πρόλαβε να ντύσει τη νυχτιά ενός ερωτευμένου όπως θα μπορούσε με εκείνη τη σπαραχτική φωνή της. Ο άλλος έδωσε όλη την ψυχή του. Θρηνούμε για την απώλεια του καινούργιου, του ενδεχομένως ανανεωτικού. Θρηνούμε και για το αντίο αυτού του κάποτε γέννησε τόσα και τόσα καινούργια. Από αυτά που δεν παλιώνουν ποτέ. Κλάμα για ένα μέλλον που έμεινε να χάσκει σαν ξεχαρβαλωμένο παραθυρόφυλλο, κλάμα για ένα παρελθόν σαν ολόγιομο φεγγάρι, μεστό και πυκνό. Κλαίμε πιο πολύ για το χθες ή το αύριο;
Κλαίει κανείς για το τώρα; Για το γκολ του γήρατος στο ανθρώπινο δίχτυ και για το αυτογκόλ των ουσιών στο δίχτυ πάλι εκείνο; Ήταν κι εκείνοι δυο άνθρωποι. Όπως οι φίλες μας και οι κοπέλες μας. Όπως οι αγαπημένοι μας μπαμπάδες και παππούδες.
Οι ψυχές τους συνεχίζουν να προχωράνε ατάραχες προς την αιώνια ακινησία. Κάποια στιγμή πιάνονται από το χέρι, αυτή τη φορά με δική του πρωτοβουλία.
Ήταν μία από τις κόρες και ένας από τους γιους της Τέχνης. Η μια ψυχή το αγνόησε, υπηρέτησε τις ανάγκες του σώματος περισσότερο, έκανε μουσική, χωρίς να συναισθάνεται το βαρύ ταλέντο της. Η άλλη ψυχή έστυψε το αίμα της πάνω στην καρδιά του κινηματογράφου, κι όμως πάντοτε επιζούσε γιατί έπαιρνε και ζωή, δεν έδινε μόνο. Η ψυχή αυτή αποχωρίστηκε το σώμα φυσικά και εκπληρωμένα. Η άλλη αποσχίστηκε από το νεαρό σαρκίο της με τρόπο άγριο. Οι ψυχές θα μείνουν να στοιχειώνουν οθόνες και στερεοφωνικά, τα σώματα θα σβήσουν.
Αλλά αυτές οι λεπτομέρειες ποτέ δεν έχουν σημασία στον περίπατο προς τη σιωπή. Η σιωπή εκείνη δεν ασχολείται με τέχνες και ναρκωτικά και φυλακές και λάμψεις. Σε εκείνη τη σιωπή όλες οι ψυχές γίνονται το ίδιο κρυστάλλινες, αντανακλούν το φως και τη ζωογόνο ισχύ του θανάτου και μόνο αυτό μετράει.
Σε εκείνη τη σιωπή κανείς δε θα αναγνωρίζει την Amy και τον Μιχάλη, ως δυο διάσημους καλλιτέχνες, εκ των οποίων ο ένας αδικοχαμένος.
Κάτω μόνο, στη βουή των χωμάτινων ζωών, η Στέλλα και το Back to Black θα φέρνουν στα μάτια την αλμυρή αίσθηση ενός αποχωρισμού, καθώς το αδέρφι μας το χώμα θα τους καλωσορίζει μακάβρια στο παντοτινό πρωτοξεκίνημα του ανθρώπου.
Μα οι ψυχές θα χαμογελούν διάφανες στα χάη. Ατάραχες. Απέθαντες...