Χείλια
Κυβικά
Δεν φοβάμαι
γιατί ξέρω πως κάτι εκεί πάνω με προσέχει, πως δεν έχει φθάσει η δική μου η ώρα
ακόμα. Η μηχανή συγκεντρώνει όλον τον αέρα της πόλης, τα μαλλιά μου μου
ξυρίζουν το πρόσωπο, δάκρυα τρέχουν από τα μάτια, μια ερωτική συνεύρεση είναι η
ανάβαση σε μηχανή.
Στο τέλος,
μαλλιά μπλεγμένα προδοτικά.
Κλειστά
μάτια, ήχος σαν έλευση δεκάδων ελικόπτερων, βαρύτητα μηδενική, κάπως έτσι θα
είναι η κάθοδος στον Άδη. Κι αν είναι να’ ρθει αυτή η κάθοδος, θα’ χω ζήσε, θα’
χω ζήσει. Αυτό είναι ο παράδεισος στη γη, η στιγμή που δε σε ενοχλεί να πας
στην Κόλαση, γιατί ξέρεις πως γεύτηκες.
Στο πέρας
του μικρού ταξιδιού, ενοχλητική σιωπή, παράξενη επιστροφή του κορμιού στα γήινα
μέτρα του, το πρόσωπο αφυδατωμένο, μούδιασμα στο μυαλό.
Αξίζει η ζωή
για τέτοιες για τέτοιες στιγμές, πολύ. Αέρας κι άσφαλτος. Η ζωή κι ο θάνατος να
γαμιούνται ασύστολα και να υπάρχει ο αδιόρατος φόβος ότι η ζωή θα χύσει πρώτη.
Αλλά, όχι. Ο θάνατος, πάντα ο θάνατος τελειώνει πρώτος, η ζωή αχόρταγη
συνεχίζει το ταξίδι στην ηδονή.
Η δική μου η
ζωή θα τελειώσει, το ξέρω, με ένα γιγάντιο ουρλιαχτό, αφού μ’ έχει πάει σε
ορισμένα μέρη ακόμα, αφού μ’ έχει μάθει δυο τρία ακόμα πραγματάκια.
Χίλια
κυβικά, ή δεν ξέρω κι εγώ πόσα. Χείλια-πανιά, έρμαια των φυσικών νόμων. Μικρό,
αδύναμο σώμα. Τοσοδούλικες φωνητικές χορδές. Ένιωσα για πρώτη φορά τις
βλεφαρίδες μου να ανεμίζουν σαν μικροσκοπικές κόμες. Είναι ωραίο να βγάζεις γλώσσα
στο θάνατο αν και πάντα, πάντα, καρφωμένο στην ψυχή μου έχω το στολίδι του
«Κουρσάρου»: Πλάι στα χίλια στα χίλια κυβικά σου, πλάι στα χίλια κυβικά σου/Από
τις τρεις και δέκα σκοτωμένος.
Δέος στους
πεσόντες από θράσος στον κίνδυνο. Τιμή στους αναβάτες της δίτροχης ηδονής.
Φόρος ομορφιάς στο Χάρο, το αίμα στα μπουφάν σας. Ποίημα μυστικό τα χείλια
κυβικά σας.