Παρασκευή 22 Αυγούστου 2014

Ένας θλιμμένος νικητής

Ι. Είναι οι άνθρωποι μαθημένοι να ζούνε στη σκόνη. Η σκόνη αυτή είναι καμωμένη από το μεθύσι αυτών που τους φέρανε στη ζωή, από την παραζάλη αυτών που τους την ομορφαίνουν κι από τον βαρύ πόνο της γνώσης πως μια μέρα θα πεθάνουν. Όλα τούτα δε λέγονται δυνατά, θεωρούνται λογοτεχνία. Σε κάποια νυχτερινά ταξίδια με τρένο μπορεί κανείς να διαπιστώσει τη θλίψη με την οποία είναι συνηθισμένοι να ζουν οι άνθρωποι, μια θλίψη βαθιά θαμμένη κάτω από τη σκόνη της ύπαρξής τους. Κινούν για μεγάλα μεθύσια. Πάνε να συναντήσουν τους αγαπημένους τους. Οι αγαπημένοι τους συμβαίνει συνήθως να είναι σκονισμένες, επίσης, υπάρξεις που έτυχε να βρεθούν στο διάβα τους. Πίσω από κάθε μόριο σκόνης βρίσκεται μια νόστιμη ιστορία. Που θα πει: ο κάθε άνθρωπος έχει κάτι να διηγηθεί, κάτι ικανό να χορτάσει την ψυχή ενός άλλου που θα σταθεί ν' ακούσει. Το πρόβλημα είναι πως σπάνια οι άνθρωποι αγαπούν να μπαίνουν σε τέτοιους ρόλους ή, καλύτερα, σε τέτοιες θέσεις. Φοβούνται να πουν τις ιστορίες τους, έτσι, αν κάποτε κάποιος αρχίσει να τους μιλά θα τον πάρουν για τρελό ή για ψεύτη. Παλαιότερα, όταν τα πράγματα ήταν πιο απλά και τα μυαλά λιγότερο σκονισμένα, αυτούς που μιλούσαν για τα φώτα και για τα σκοτάδια της ψυχής τους τους λέγανε προφήτες, ύστερα τους μισούσαν και τους φοβούνταν, ώσπου, τελικά, τους σκοτώνανε.

ΙΙ. Όταν οι άνθρωποι απαντούν έναν άλλον άνθρωπο να γράφει τον κοιτούν στην αρχή παράξενα. Έπειτα στρέφουν το βλέμμα αλλού. Κάποιοι από αυτούς τον θαυμάζουν, άλλοι τον λυπούνται. Πιστεύουν πως, ίσως, δεν είναι ευτυχισμένος, γιατί έχει καθένας τους στο μυαλό του έναν τρομακτικά πρόχειρο και τυχαίο ορισμό της ευτυχίας. Γι' αυτό αγαπώ να γράφω μεταξύ ανθρώπων που κοιμούνται: τους είμαι αόρατη, όμως, εγώ τους βλέπω και κάθε στιγμή θυμάμαι, άλλοτε με χαρά, άλλοτε με θλίψη, πως ανήκω στο είδος τους. Επειδή φοράω μεγάλα σκουλαρίκια, μαύρα ρούχα πάνω στο λεπτό μου σώμα κι επειδή περπατώ ξυπόλυτη, κανείς τους, ή, παρ' ελπίδα λίγοι, σκέφτονται πως είμαι συγγραφέας. Η λέξη συγγραφέας, βέβαια, είναι πολύ τρομακτική, όπως όλες οι λέξεις που βλέπει κανείς συχνότερα γραμμένες, παρά που ξεστομίζονται. (Ω, η λέξη συγγραφέας περισσότερο τρομακτική φαντάζει στους Συγγραφείς.) Οι Συγγραφείς είναι άνθρωποι που κρύβουν την ιδιότητά τους, γιατί όταν οι άλλοι την ακούνε μεγάλες προσδοκίες γεννιώνται στην καρδιά τους: νομίζουν πως ένας συγγραφέας είναι ή πρέπει να είναι μορφωμένος και καλός. Εάν είναι και κάπως άσχημος ή σχετικά περασμένης ηλικίας, τότε μάλιστα. Οι Συγγραφείς κυνηγούν ανήλεα άξεστους χωρικούς που καπνίζουν και πίνουν. Οι Συγγραφείς ερωτεύονται παράφορα τα γέρικα δέντρα και τα ταπεινά ζώα που βόσκουν κάτω απ' τον ήλιο. Οι Συγγραφείς συζητούν με πλάσματα που δε μιλούν την ίδια γλώσσα με αυτούς. Οι Συγγραφείς κοιτούν με αγάπη μητρική και, συνάμα με παιδιού περιέργεια τον κόσμο. Κάποτε δεν τους παίρνεις λέξη, γιατί παγιδεύονται μες στη σιωπή, επιχειρώντας να ξεθάψουν την προσωπική τους θλίψη μέσα από τη σκόνη. Άλλες φορές δεν μπορείς να τους σταματήσεις από τις μεγαλόφωνες, συχνά παραληρηματικές εκδηλώσεις έρωτα και μίσους γι' αυτό που συμβαίνει στη φύση, στο αίμα, στα τραπέζια της ουζοκατάνυξης και τους σκοτεινούς δρόμους της πόλης. Η μέση λύση, από μία άποψη, είναι να τους κάνεις ζεστό έρωτα στο σώμα για ν' αποσυρθούν από την εξερεύνηση των εντός τους πεδιάδων και ν' ασχοληθούν, επιτέλους, με κάτι που αδυνατούν να καταγράψουν. Φυσικά, παραμένει καλή η ιδέα να τους αφήνεις ανενόχλητους να κυνηγούν τ άπιαστα.

ΙΙΙ. Έχω ασχοληθεί με αρκετά εφήμερα ζητήματα, άλλοτε για να κερδίσω λεφτά, άλλοτε για να νικήσω εμένα, για να με δω ως πού μπορώ να με φτάσω και, ίσως, να με θαυμάσω ή να με οικτίρω γι' αυτό. Η αγαπημένη μου ασχολία είναι ν' αγαπώ τον Άνθρωπο. Αγαπημένοι φίλοι με κοροϊδεύουν λιγάκι γι' αυτό, δεν κατανοούν ακριβώς το λόγο και τον τρόπο που το πράττω ή επιχειρούν να μπολιάσουν την κοσμοθεωρία μου με ιστορικά γεγονότα και φιλοσοφίες που απαξιώνουν τους ανθρώπους και απονοηματοδοτούν την όποια συμπάθεια σε αυτούς, αν δεν ανταποκρίνεται σε συγκεκριμένα κριτήρια. Βλέπω ένα πρόσωπο και ξέρω τη μοίρα του. Συναντώ στο δέρμα του πολλά από τα φιλιά και τα χάδια που πήρε και περισσότερα από αυτά που στερήθηκε. Άθελά μου τους αγαπώ και τους συμβουλεύω με τεχνική πικρή, που θα πει, χρησιμοποιώντας ολάκερο τον εαυτό μου, με τη βαθιά, θεατρική της αλήθεια. Χιλιάδες άνθρωποι σκορπισμένοι στα πέρατα της γης έχουν πάρει από εμένα το δικαίωμα να με ερωτευτούν, να με μισούν και, σίγουρα, να με συζητούνε. Χιλιάδες άνθρωποι στριμωγμένοι σε ζωές-καράβια και σε ζωές-στάνες και σε ζωές-βιβλία με βλέπουν μέσα στη ζήλια τους θαμπή σα βρώμικο φανάρι, με βρίσκουν στα όνειρά τους ακατάληπτη σα Βαβέλ, με πετυχαίνουν με αόρατες κάννες ίσια στην καρδιά και μ' εξοντώνουν μέσα τους. Είναι οι άνθρωποι που είδανε στα μάτια μου τη γνώση που έχω γι αυτούς φυλαγμένη. Οι άτυχοι μετανάστες στις αποβάθρες, τα όμορφα κορίτσια στα μπαρ, οι επίδοξοι εραστές που απέτυχαν να ενωθούν μαζί μου. Οι ατάλαντοι ηθοποιοί, οι αγενείς μεσήλικες με τις βέρες στα δάχτυλα, τ' άγουρα παιδιά που τρέχουν γυμνά στις παραλίες και πέφτουν και γδέρνουν τα γόνατά τους στις πέτρες. Κυνηγώ τους ανθρώπους με την καρδιά μου στις παλάμες να στάζει κι όλοι τους, αν θέλουν να με βρουν, με βρίσκουν απ τα ματωμένα χνάρια της που ζέχνουν παραμύθι και περιπέτεια. Αυτοί που μ' αγαπούν, μ' εχθρεύονται που δεν τους αγαπώ με τον ίδιο τρόπο, τον τρόπο τους. Αυτοί που με ζηλεύουν, με λατρεύουν που υπάρχω για να έχουν ακόμα μια αφορμή ν' αγωνιστούν και να πατάξουν το λίγο τους. Αυτοί που με φοβούνται, ονειρεύονται πως μια μέρα θα βρεθούν στην αγκαλιά μου. Κανείς τους δεν ξέρει πως, ούτως ή άλλως, την καρδιά που στα χέρια βαστώ τη στύβω αλύπητα στο κεφάλι, στα μαλλιά μου, στέκομαι ύστερα πάνω από μια λευκή κόλλα αναφοράς και τα σχήματα που παίρνουν οι βαριές σταλαγματιές είναι τα γραπτά μου. Κανείς τους δε φαντάζεται πως παθιασμένα πρωταγωνιστεί στα κείμενα που με το αίμα μου ζωγραφίζω.

IV. Ο λόγος που διαβάζω πολλά βιβλία και κείμενο και ποιήματα και παραμύθια και κόμιξ είναι πολύ απλός: η ζωή είναι μικρή. Δεν προφταίνει να γνωρίσω την αλήθεια σ' όλα τα μήκη και τα πλάτη της, αν διαλέξω ν' ασχοληθώ με τις δικές μου μονάχα υποθέσεις. Τόσοι αιώνες πίσω, τόσοι αιώνες μπρος. Χίλιες χώρες που δε θα προλάβω να επισκεφθώ. Δάση και ψάρια κι έρωτες κι εγκλήματα κι εξομολογήσεις. Συχνά, βρίσκω περισσότερα κοινά με τους ήρωες των βιβλίων, παρά με αυτούς των διπλανών θέσεων στο τρένο, στο λεωφορείο, στο καράβι. Ο λόγος που θαυμάζω τα παιδιά είναι επίσης απλός: λένε πάντα την αλήθεια, χωρίς να έχουν λόγους ηθικούς από πίσω κρυμμένους να το επιτάσσουν. Σ' όλη μου τη ζωή προσπαθώ να τους μοιάσω, έστω σε αυτό. Διότι, η ποιητικότητά τους είναι αμίμητη και ανεπανάληπτη, φεύγει γύρω στα δέκα κι αν είναι να επανέλθει, αυτό θα συμβεί όταν και αν τα παιδιά ερωτευτούν για πρώτη φορά στη ζωή τους. Τι σημαίνει ποιητικότητα; Σημαίνει η πιο αληθινή μορφή της πραγματικότητας, σημαίνει το μεδούλι της αλήθειας. Θυμάμαι πρωί επτά η ώρα, όταν το μεγάλο τρένο έφθασε από την Κατερίνη στην Αθήνα, τη φωνή ενός παιδιού να λέει στη γιαγιά του: "Ω, πόσες σκάλες έχει η Αθήνα! Η Αθήνα, γιαγιά, έχει πολλές σκάλες". Κι είχε μόλις δει τα δέκα δεκαπέντε σκαλοπάτια που οδηγούσαν στην έξοδο. Δεν είναι αφέλεια, είναι διορατικότητα. Απλώς, μια διορατικότητα που, επιτέλους, διατυπώνεται σοβαρά. Με ποίηση κι τρέλα, δηλαδή.

 V. Ο μόνος τόπος που δε βρήκα στιγμή την Ελλάδα είναι η Ελλάδα. Γιατί την πατρίδα αυτή δεν τη βρίσκεις μες στον εαυτό της ποτέ. Δυο Ελλάδες υπάρχουνε. Η μια, η κούφια που ξαπλώνει σαν καχεκτικιά γοργόνα πάνω στα μεσόγεια κύματα. Η άλλη η πύρινη, η άφταστη, η πνευματίσια που σελαγάει στα άναρχα σύμπαντα και, σαν πεταλούδα καλή, στέκεται στιγμές πάνω στα μαλλιά των ανθρώπων που γλεντούν με την ψυχή τους, όπου κι αν βρίσκονται αυτοί κι όποια γλώσσα κι αν μιλούνε. Υπάρχει νόημα στην ύπαρξη καθρεπτών μες τα φθηνά μπαρ: πίνεις πολύ κι έτσι τον εαυτό σου τον βλέπεις τετραπλό. Δυο οι νορμάλ, δυο οι μεθυσμένοι. Ύπουλο γυαλί ο καθρέπτης. Αφήνεις με άνεση και με άνασα όλες-η, πια, σχεδόν όλες- τις προσωπικότητές σου ν' αποκαλυφθούν περίτρανα στο σύμπαν. (Γιατί τα είδωλα του καθρέπτη είναι φαινόμενο φυσικό και αναντίρρητο).
Άιντε να πίνει ο χορευτής, να μεθά ο ποιητής, να χορεύει ο εραστής κι εμπνευσμένα να ερωτεύεται ο πικραμένος.

{Αθήνα-Κατερίνη-Εύβοια-Αθήνα, Αύγουστος 2014}



















Παρασκευή 3 Μαΐου 2013

Λευκό Νανουρίσμα για ένα σώμα (1)


(Καληνύχτα, σταυρέ μου.
Ουρανέ μου, καληνύχτα)

Κι έτσι, καθώς φυτρώνουν τριαντάφυλλα
μέσ'από τις πληγές των τραυματισμένων μου ονείρων

έρχεσ'εσύ και τα ποτίζεις με το σπέρμα σου
τα κόβεις ύστερα με τις άκρες των δοντιών
κι αλαφιασμένος μου τα χαρίζεις

ξεχνώντας τ'αγκάθια τους
μέσα στα δάχτυλά μου.

Αίμα στο αίμα, λοιπόν,
κι απ'τα χνάρια που αφήνει η ανοιχτή μου στον ήλιο φτερούγα
σε βρίσκω ολοένα.

Σ'αγαπώ μ'όλο σου το παρελθόν
και τ'αραχνοϋφαντο μέλλον σου,
εξ ου και η μελαγχολία

εξ ου και η ανάγκη για γυμνή περπατησιά
στα κοφτερά χαλίκια

εξ ου και το λευκό χρώμα που σαβανώνει το μυαλό σου
όταν βυθίζεσαι μέσα μου.




 

Δευτέρα 1 Απριλίου 2013


Αρυθμός 2 ή Το Κάπνισμα
{στον Γ.}

Είναι ορισμένες σκέψεις που διαλέγουν να υποτάξουν το ποίημα και μέσα του να μπουν ορμητικά, να το διαμελίσουν σε τέσσερα κομμάτια και έπειτα να χαθούν

Είναι ορισμένες σκέψεις που προορισμός τους είναι οι λέξεις

(28 / 3 / 2013)

Άτις

«Μ’ αιθέριο έλεος κάνε μασάζ στις πληγές μου και κρύψε το αίμα τους

Στα χέρια σου

Είναι τόσο μεγάλα κι αυτό τόσο πικρό»  τον ικετεύω

«Μ’ όλη σου την κακή την καλλοσύνη

Φύσα τη νικοτίνη σου μέσα μου να πνιγώ» τον προστάζω

«Αναστέναξέμεαναστέναξέμε» τον αναστενάζω

Και

«Συγχώρεσέ με που είμαι αλλού ταγμένη

Όπως κι εγώ συγχωρώ τις τάσεις σου για σώμα και ουρανό»

 

Ύβρις

Έκανα μαζί του έρωτα

Και πριν το τσιγάρο

Προσέλαβα εργάτες για την ανοικοδόμηση

ενός γιγάντιουΑριθμού 2 στο έξω τείχος της ψυχής

Ατσάλι τους είπα

Και Πέτρα τους είπα

Μα σάρκα μπάζωσαν και αίμα ράντισαν

Γυμνή εγώ

Στα δικά του σεντόνια

Άκουσα τα δικά μου τραγούδια και

Τις δικές μου προτάσεις διάβασα και διάβηκα

Εκπυρσοκροτώντας τη σφαίρα του ονόματός σου

Στον γκρίζο της καρδιάς του δρόμο

Ξανά και ξανά και

 ξύπνησα μες στον ιδρώτα των ονείρων του

Κι έβαλα τα χέρια μου στις τσέπες τις δικές του

Να μην μου τα κλέψει ο άνεμος και τα στείλει στο πρόσωπό σου

Τον άφησα να ράψει πάνω στο δέρμα μου το μέλλον του

Και πήρε αμπάριζα η βελόνα λιγάκι παρελθόν

Πέταξε τις κλωστές μέσα στα μάτια μου

Τυφλωμένη, σου λέω, υποταγμένη σε κάποιου δαίμονα βούληση θεία

Άρχισα να γράφω κατά παραγγελία του

Εκεί αυτός να γίνεται η νέα μου η έμπνευση ολοένα

 

Νέμεσις

(στη δική μου τραγωδία ,που τραγουδιστά προφέρεται, η οργή παράλληλα με το αμάρτημα εκτελείται, το αμάρτημα εγώ, εγώ και η οργή)

Αδειανό να βλέπω τον ορίζοντα.

Να χάνω το έδαφος, να ονειρεύομαι συνεχώς το καλοκαίρι και δίχως σαφές γιατί

Να σχεδιάζω μια φυγή προς Βόσπορο

Να γνωρίζω σκοτεινούς ανθρώπους

Και με σκοτάδι στα μάτια να βλέπω το πρώτο της μέρας φως με πάνω μου ακόμα θρύψαλλα σπασμένης νότας ξενύχτισσας

Να χάνω-δες!- φίλο το φίλο

Φυλλοβόλο κλαδί με δίχως κρίνο

Αιωνίως ταυτισμένο

Κι ύποπτα

Με κάποιον Κώστα Καρυωτάκη

Να παραμένω μόνη και να περιμένω

Να μυρίζομαι το ψέμα όπως τη σκουριά στο σίδερο: αίμα

Να καπνίζω

Να ανακαλύπτω διαφορετικές διαδρομές για το σταθμό των τρένων

Θλιβερότερες

Κι έρπητα ν’ αντικρίζω στο καπάκι πάνω του φιλιού

Να δηλητηριάζω με τρομακτική επιτυχία τις νύχτες των ανθρώπων που με αγαπάνε

Όχι και δεν

Οχιά δενδρογαλιά

Κι η μυρωδιά σου να ξεφτίζει μες στους μήνες

 

Τίσις

Σα σινεμά θα δω την τιμωρία:

Από το χέρι σου στολίδι γιορτινό

το παιδί σου

Και λίγο πιο πίσω η μάνα του να σε φωνάζει με λέξη ανοίκεια

Που σε μένα θ’ ανήκει ακόμα

Η καρδιά μου θα χτυπήσει σε σχήμα σφυριού

Θα την ακούσεις

Θα προσπεράσεις με δυο μονίμως τυρκουάζ πληγές στα μάτια σου

Θα με δεις

Θα με δείτε (τέσσερα τυρκουάζ καρφιά δυο μικρά και δυο δικά μου)

Μια ξένη δύναμη τότε ίσως με σπρώξει

Σ’ έναν πολύ γνώριμό μας γκρεμό αιγαιοπελαγίτικο

Χωρίς ποίημα τότε, χωρίς άλλη άτη

Κι ο πόνος μου, ποινή σου

Αν ποτέ-που δε νομίζω

Τύχει κι ακούσεις κάτι

 

 

Μη μου κακιώσεις μόνο

Που δε θα’ χω προλάβει να κόψω το τσιγάρο

 

 
https://www.youtube.com/watch?v=kZnJSw2cNLc
 

Τρίτη 5 Μαρτίου 2013

Γενική Πτώσις

Γενική πτώσις

Θα μείνω πάντα ηδονικός κι αντάξιος εραστής
των ουρανίσιων οδυνών
των ανθρωπίσιων πόνων
θ' αναστηθώ, όμως, μια φορά, σαν όλες τις φορές
απ' το σταυρό του έρωτα
των δέκα μεγατόνων

... Θα ξεπλυθώ απ' όλα μου της νιότης τα αλάτια
Θα κυβερνήσω μια βραδιά
σ' ενήλικα παλάτια
σκήπτρο βαστώντας άγριο
και καβαλώντας άτια
από εκείνα που φορές είχαν σκοτώσει κι άγιο.

Η πτώσις θα ναι γενική
κι η ανά(σ)τασις επίσης
θα πολεμώ κι ας ηττηθώ

είπαμε! επάξια θα σταθώ σε μοίρα βασιλίσσης.
 (τελευταία μέρα του τελευταίου μήνα του χειμώνα)


 

Τρίτη 1 Ιανουαρίου 2013


Wild is the wind, σε τρεις πράξεις

 

ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ

Τελευταία νύχτα του κόσμου υποτίθεται, εξαρχειώτικο μαγαζί ψευτοκουλτουριάρικο, ημιαδειανό, αποχρώσεις του μωβ και του κίτρινου μέσα, σα φθινοπωρινό δείλι ένα πράμα, «παράμ, παράααμ, love me, love me, love me, love me, say you do…»

Ιδρωμένος  αρκετά, ο ιδρώτας της ιδρωμένης χειμωνιάτικης νύχτας που φοράς πουλόβερ μα μες στο μαγαζί έχει ζέστη και το ουίσκι δεν σε ξεδιψά, ακόμα πιο πολύ σε καίει. Ποτέ δεν έχει λεφτά να αγοράσει όσα τσιγάρα θέλει να καπνίσει. Και χρειάζεται πολλά. Ένα δυο, τουλάχιστον, να ζεσταθεί το χνώτο του, να βρει ευκαιρία να φωτίσει από κοντά την αγριεμένη μούρη του με τον αναπτήρα, αργότερα άλλο ένα να υπάρχει καπνός ανάμεσα στα μάτια του και στα μάτια που τυχαία επιλέγει να κοιτάξει. Κι από κει και πέρα, όσα σηκώσει η νύχτα. Κι έχει μεγάλες πλάτες η νύχτα. Έχει χορέψει ό, τι θυμάται από τα αναγκαστικά μαθήματα λάτιν της πρώην του, με μια άλλη γκόμενα, κούκλα, αλλά ντυμένη συντηρητικά. Φούστα τζιν, άλλης δεκαετίας, μπότα μέχρι το μέσο της γάμπας, καφέ πουλόβερ. Πρόσωπο γεμάτο, χείλη όλο πάθος. Της αρέσει ο ιδρώτας του, αλά μετά το χορό παράγινε το κακό. Της μιλάει για τη δουλειά του. Είναι ντι τζει, λέει, έχει παίξει σε μαγαζιά και μαγαζιά. Θέλει να τη φτιάξει, φαντάζεται πως είναι μια στερημένη γυναίκα που θα ήθελε να καβαλήσει κάποτε κάποιον ξεπεσμένο ντι τζέι που μοσχοβολά αντρίλα. Αυτή, όλο γελά. Δεν πρόκειται να του κάτσει, ούτε φιλί δε γουστάρει να του δώσει. Θέλει, όμως, να τον κάνει να τη θελήσει. Τον κοιτά μες στα μάτια. Αυτός θέλει να την κεράσει κάτι, αυτή αρνείται, αυτός ψιλοανακουφίζεται, έχει ένα τελευταίο πεντάευρω στις τσέπες, αρχίζει και να τη βαριέται, παρατηρεί το πεσμένο της στήθος, ναι, ναι, πατημένα τα 30. Η ιδιοκτήτρια του μαγαζιού παρατηρεί τη σκηνή, μαντεύει σκέψεις, βγαλμένη στους ανθρώπους από νωρίς. Ξέρει ότι είναι ωραιότερη από την τριαντάρα, το δικό της πεσμένο στήθος έχει πολύ περισσότερο στυλ. Μπαίνει ανάμεσα από τη σιωπή τους, που άβολα έχει αρχίσει να μπερδεύεται με τον καπνό του τελευταίου του τσιγάρου. Του ψαλιδίζει τις τρίχες στο στήθος με τα δάχτυλα και του κάνει κομπλιμέντο για τις χορευτικές του φιγούρες. Με το βλέμμα της καρφώνει τη στύση του. Φοράει κόκκινη φόρμα. Τον κάνει να σκεφτεί ότι δεν έχει πάει ποτέ με μεγαλύτερη γυναίκα. Η γκόμενα με τη τζιν φούστα ζηλεύει και τσατίζεται. Αρπάζει το κινητό της και τηλεφωνεί στον πρώην της. Τον χαιρετάει. Κάνει ένα νεύμα αυτός, καθώς εξαφανίζεται μες στα μάτια της άλλης. Φαντάζεται να δέχεται το φλας κάποιου διάσημου φωτογράφου για τη νέα του έκθεση στο Παρίσι με θέμα τον άντρα. Προτάσσει το καλό του το προφίλ στον αόρατο φακό, σφίγγει κάπως τα χείλη. Ο ιδρώτας του αρχίζει να στεγνώνει, το αλκοόλ να επιδρά. Μετά το κέρασμά της, σφηνάκι τυπικό, τεκίλα πορτοκάλι, συνειδητοποιεί πως έχει τον μπάρμαν γκόμενο και ανάμεσα στα φρύδια μια ρυτίδα που δεν κρύβεται. Ο κοντός ντι τζέι του μαγαζιού έχει βάλει Μπάουι. Στο λοβ μι, λοβ, λοβ μι, σέι γιου ντου έχει ήδη κλείσει την πόρτα πίσω του. Με το τζάκετ του στο χέρι και χαρμανιασμένος, μπήγει τα κλάματα και σκέφτεται το υπόλοιπο τραγούδι από μέσα του.

 

ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ

Τελευταία νύχτα του χρόνου υποτίθεται, ξεβαμμένη ταπετσαρία, σκοτεινό σπίτι, μυρωδιά χόρτου, βήχας, χόρτο, βήχας, κρασί φτηνό, μόνος του, σκληρός καναπές της γιαγιάς του, παλιός, «with your kiss my liiiife beginssss…»

Γυμνός κι έχει τα μάτια του κλειστά. Σκέφτεται πράγματα αλλοπρόσαλλα, σιχαίνεται να σκέφτεται στο τέμπο των ευχών για την καινούργια χρονιά, ειδικά η δεδομένη καινούργια χρονιά δεν είναι για ευχές, θα είναι η μόνη χρονιά που δεν θα παίξει μουσική σε κανένα μαγαζί, γιατί πια δεν υπάρχουν δουλειές, θα είναι η μόνη χρονιά που όταν θα γαμάει γυναίκες θα σκέφτεται μία γυναίκα, αυτήν που ποτέ του δεν θα μπορέσει να γαμήσει, κι αν το κάνει δεν θα του αρκεί απλά αυτό. Είχε έρθει σπίτι του μια μέρα, παλιά και μιλήσανε και φάγανε και νόμισε πως θα μπορούσαν να κάνουν όλα τα πράγματα του κόσμου μαζί, αλλά τελικά αυτή έφυγε για δουλειά εξωτερικό ένα μήνα αργότερα. Και δεν κατάλαβε πότε έγινε 30, άνεργος ντι τζέι, με δίχως μια σοβαρή σχέση ποτέ του και τον πονά που τα δυο του τα μικρότερα αδέρφια περνάνε Πρωτοχρονιά με τις γκόμενές τους, θα μπορούσε κι αυτός να τσουγκρίζει ποτήρια με ποτά και να χορεύει ό, τι λάτιν θυμάται από εκείνη την ψευτοπρώην του τη γυμνάστρια, θα μπορούσε να μιλάει για πολιτική και για μουσική, αλλά του έχει καρφωθεί όλο το Δεκέμβρη το αγαπημένο της τραγούδι και όλο αυτό τραγουδάει, φαντασιώνεται ένα μαγαζί που θα μπορούσε να παίζε ξανά και ξανά το ίδιο αυτό τραγούδι και ξανά το τραγούδι της και ξανά. Όταν βγαίνει στα μαγαζιά που παίζουν άλλα τραγούδια ξεχνιέται, χορεύει με γυναίκες, αφήνεται στο φλερτ τους, αλλά δεν καταφέρνει να τις κερδίσει στ’ αλήθεια, ξέρει ότι φταίει, η γυναίκα μπορεί να διαβάσει στο βλέμμα ενός άντρα αν τη θέλει απόλυτα και λίγες δίνονται εκεί που βλέπουν ότι υπάρχει άλλη από πίσω, αυτό το καταφέρνουν μονάχα οι πολύ ωραίοι άντρες κι αυτός δεν είναι ωραίος άντρας, βέβαια εκείνη του είχε πει πως τον βρίσκει πολύ πολύ ωραίο άντρα. Τσατίζεται, γιατί ξέρει ότι η ιστορία του δεν έχει τίποτα το δραματικό, τίποτα το συγκλονιστικό, δεν έχει το γυμνό της σώμα να σπαρταράει στο λευκό του σεντόνι, δεν έχει θάνατο, η αυτοκτονία πάει πολύ, δεν έχει τίποτα που φέρνει δάκρυα, μοιάζει πολύ με τις κυνικές ιστορίες του Τενεσσή Ουίλιαμς, μοιάζει κι αυτός με ένα θλιβερό Αμερικάνο ξεχασμένο στη δεκαετία του ’50, με παλιό τζιν παντελόνι και δίχως καμία πιθανότητα να τον γράψει η ιστορία. Η χρονιά αλλάζει εκεί έξω, η μάνα του τον παίρνει τηλέφωνο από το χωριό, το βάζει στο αθόρυβο και σηκώνεται όρθιος. Θέλει να νιώσει πως τον κινηματογραφεί κάποιος διάσημος, γκέι σκηνοθέτης. Σηκώνει το μελαχρινό κορμί του, το σέρνει στο παράθυρο, με το χέρι τραβά λιγάκι την κουρτίνα, κλείνει τα μάτια, προσπαθεί να κλάψει πάλι, δεν μπορεί χωρίς Μπάουι, πια. Το CD που του χάρισε έχει μήνες να κοιμηθεί στη θήκη του, οπότε πατά απλά το play, η μελωδία τού τρυπά τα μηνίγγια και τού τρίζει τις φλέβες στην παλάμη, με ανοιχτά τα μάτια κλαίει, ο γκέι σκηνοθέτης θα έκανε ζουμ στο τραγανό μήλο του Αδάμ του. Πιάνει τον μαραμένο του φαλλό στη δεξιά παλάμη σφιχτά. Ουιθ γιορ κις μια λαιφ μπιγκινς… Μερικές γρήγορες κινήσεις. Τελειώνει μαζί με τον Μπάουι. Έξω τα πυροτεχνήματα δε λένε να σταματήσουν.

 

 

 

ΠΡΑΞΗ ΤΡΙΤΗ

Τελευταία νύχτα της θλίψης υποτίθεται, Ελευθέριος Βενιζέλος, αφίξεις και αναχωρήσεις, ιδρωμένες παλάμες, ο ιδρώτας του περιμένω, του νιώθω την καρδιά μου να χορεύει σαν τρελή, του έρχεται η γυναίκα της ζωής μου, με πήρε τηλέφωνο χθες το βράδυ εκεί που γύριζα από την ανοιξιάτικη βόλτα στα γιασεμί της γειτονιάς και στα γαβγίσματα των σκύλων, μου είπε έρχομαι, έλα στο αεροδρόμιο, μου είπε πως έρχεται και πως θέλει να είμαι ο πρώτος που θα την δει, «dont you know youre life, itself…»

Θα την αγκαλιάσει μαλακά, μη φανεί κανένας λιγούρης. Θα της πει κοιτώντας τη στα μάτια πόσο έχει ομορφύνει, γιατί το ξέρει από τώρα θα έχει γίνει ακόμα πιο κούκλα. Θα τη ρωτήσει  πώς και αποφάσισε να έρθει πάνω στον ένα χρόνο, και γιατί όχι πιο νωρίς και γιατί όχι πιο αργά. Αυτή θα του πει πως είναι πολύ κουρασμένη, θα σκέφτεται από μέσα της πόσο της έχει λείψει, μα δεν θα το λέει, θα το ξέρει, όμως, εκείνος. Θα του πει να τηλεφωνηθούνε το βράδυ, αυτός θα της πει ότι έχει βαρεθεί τα μπαρ και τα ρεστοράν, θα έχει στρώσει το κόκκινο τραπεζομάντηλο και θα της έχει μαγειρέψει το μόνο φαγητό που ξέρει, θα έχει βάλει το wild is the wind και πριν τελειώσει θα έχει προλάβει να της πει αυτή την κλισεδιάρικη λέξη που ποτέ δε θέλησε σε κανένα και σε καμία να πει, αλλά θα ταιριάζει τόσο πολύ το σ’ αγαπώ με τον David, και εκείνη και το κοτόπουλο και το κόκκινο κρασί. Θα έχει τα μαλλιά της πιασμένα, όπως τώρα, λαμπερή τώρα, προχωράει τώρα, τη βλέπει επιτέλους τώρα, έχει κάτι πάνω της που του σφίγγει την καρδιά, έχει βλέμμα νωθρά αφημένο στη συμπάθεια απέναντί του, δε διακρίνει καμία άλλη σπίθα, χαμογελάει ψεύτικα και γιατί έχει παχύνει, γιατί; Το άρωμά της τον κατακλύζει, τι κάνεις, γλυκέ μου, δεν θα πεις καμιά κουβέντα, είμαι έγκυος, είχες καλό ταξίδι, είμαι έγκυος, γιατί ήρθες, για να το πω στους δικούς μου, σε λίγο θα έρθει και ο Άλεξ, ποιος είναι ο Άλεξ, ο πατέρας φυσικά, εσύ, καλέ μου, πω πω, έχεις ομορφύνει, καλέ μου, στο έχω πει σου πάνε τα μούσια. Όλον αυτόν τον καιρό, άκουγα το wild is the wind, της λέει. Α, το έχω σιχαθεί πια αυτό το κομμάτι, με έριχνε πολύ, άσε που έχω ανακαλύψει αυτόν τον καιρό κάτι που

Δεν την ακούει, οι ήχοι παύουν, μέσα του μονάχα παίζει το τραγούδι, έχει κολλήσει στο σημείο που λέει ντοντ γιου νόου γιορ λάιφ ιτσέλφ, το ιδανικό σημείο για κλάμα ή για φιλί, μα η ώρα ακατάλληλη και για τα δύο, στεγνά χείλη και μάτια, με το που γυρίσει σπίτι θα σπάσει το γαμημένο το CD χίλια κομμάτια και θα το πετάξει στο καλάθι της τουαλέτας, σαν το χειρότερο κωλόχαρτο. Αργότερα, θα διαγράψει οριστικά το τηλέφωνό της και θα ξυρίσει τα γένια του.

Θέλω να το βαφτίσεις εσύ, νομίζει πως ακούει να του λέει. Χαμογελάει και σκέφτεται κάτι που θα μπορούσε να το εκμυστηρευτεί σε κάποιον σπουδαίο ποιητή για να το αξιοποιήσει αυτός όπως κρίνει καλύτερα: Ο κόσμος, ο χρόνος και η θλίψη θα διαρκούν πάντα παραπάνω από όσο αντέχεις. Θα φυσούν ο κόσμος, ο χρόνος και η θλίψη, άγρια, σαν τον άνεμο, άγρια, σαν τον άνεμο.
φωτογραφία: Δημήτρης Καρπέτης

Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2012


Χείλια Κυβικά

Δεν φοβάμαι γιατί ξέρω πως κάτι εκεί πάνω με προσέχει, πως δεν έχει φθάσει η δική μου η ώρα ακόμα. Η μηχανή συγκεντρώνει όλον τον αέρα της πόλης, τα μαλλιά μου μου ξυρίζουν το πρόσωπο, δάκρυα τρέχουν από τα μάτια, μια ερωτική συνεύρεση είναι η ανάβαση σε μηχανή.

Στο τέλος, μαλλιά μπλεγμένα προδοτικά.

 Βάζω στο φουλ το εντός μου ραδιόφωνο-τραγουδάω ουρλιάζοντας και δεν ακούγομαι, ο αέρας παίρνει τα χείλη και το δέρμα μου, τα τακτοποιεί σε νέο καλούπι, δικό του. Τ’ αυτιά μου πονάνε, στη μύτη φθάνουν όλες οι μυρωδιές της Αττικής οδού. Το δυνατό χέρι κάποιου άντρα στο δεξί χερούλι, η μόνη μου ορατότητα.

Κλειστά μάτια, ήχος σαν έλευση δεκάδων ελικόπτερων, βαρύτητα μηδενική, κάπως έτσι θα είναι η κάθοδος στον Άδη. Κι αν είναι να’ ρθει αυτή η κάθοδος, θα’ χω ζήσε, θα’ χω ζήσει. Αυτό είναι ο παράδεισος στη γη, η στιγμή που δε σε ενοχλεί να πας στην Κόλαση, γιατί ξέρεις πως γεύτηκες.

Στο πέρας του μικρού ταξιδιού, ενοχλητική σιωπή, παράξενη επιστροφή του κορμιού στα γήινα μέτρα του, το πρόσωπο αφυδατωμένο, μούδιασμα στο μυαλό.

Αξίζει η ζωή για τέτοιες για τέτοιες στιγμές, πολύ. Αέρας κι άσφαλτος. Η ζωή κι ο θάνατος να γαμιούνται ασύστολα και να υπάρχει ο αδιόρατος φόβος ότι η ζωή θα χύσει πρώτη. Αλλά, όχι. Ο θάνατος, πάντα ο θάνατος τελειώνει πρώτος, η ζωή αχόρταγη συνεχίζει το ταξίδι στην ηδονή.

Η δική μου η ζωή θα τελειώσει, το ξέρω, με ένα γιγάντιο ουρλιαχτό, αφού μ’ έχει πάει σε ορισμένα μέρη ακόμα, αφού μ’ έχει μάθει δυο τρία ακόμα πραγματάκια.

Χίλια κυβικά, ή δεν ξέρω κι εγώ πόσα. Χείλια-πανιά, έρμαια των φυσικών νόμων. Μικρό, αδύναμο σώμα. Τοσοδούλικες φωνητικές χορδές. Ένιωσα για πρώτη φορά τις βλεφαρίδες μου να ανεμίζουν σαν μικροσκοπικές κόμες. Είναι ωραίο να βγάζεις γλώσσα στο θάνατο αν και πάντα, πάντα, καρφωμένο στην ψυχή μου έχω το στολίδι του «Κουρσάρου»: Πλάι στα χίλια στα χίλια κυβικά σου, πλάι στα χίλια κυβικά σου/Από τις τρεις και δέκα σκοτωμένος.

Δέος στους πεσόντες από θράσος στον κίνδυνο. Τιμή στους αναβάτες της δίτροχης ηδονής. Φόρος ομορφιάς στο Χάρο, το αίμα στα μπουφάν σας. Ποίημα μυστικό τα χείλια κυβικά σας.

Πέμπτη 7 Ιουνίου 2012

Νεφελοβάμων


Ποιητής

Ένα ον που περπατάει με τα πόδια να γρατζουνάνε τα σύννεφα

Ένα μερμύγκι του ουρανού

Δίχως χέρια

Με πολλά μολύβια και πολλά χαρτιά για δάχτυλα

Με γεννητικά όργανα ριζωμένα σε όλο το σώμα

Και μέσα στο μυαλό του βαθιά

Σε στύση και πολλά

Γεννητικά όργανα

Σπέρμα -ποίημα η κληρονομιά του στη μήτρα τoυ χρόνου



Ο Ποιητής

Δεν είναι ένας ποιητής

είναι ένας πενιχρά αμοιβόμενος υπάλληλος

της Ποίησης που του υπαγορεύει ασταμάτητα επιστολές

για το Θεό και το άπειρο

ένας εντολοδόχος



δεν προλαβαίνει να ζήσει

μα αν δε ζήσει θα ξεμείνει από μελάνι



ζει και γράφει

ζει για να γράφει

και ας ελπίζει πάντοτε το αντίστροφο ο δόλιος



Ο Ποιητής

Κλαίει για ασήμαντους λόγους ή έχει μάθει να μην κλαίει ποτέ

Έχει αμέτρητους φίλους ή έχει μάθει να ζει μόνος

Είναι μακρυμάλλης ή έχει μάθει να έχει φαλάκρα



Ο Ποιητής

Δε θα μπορέσει να κοιτάξει ποτέ τον εαυτό του στον καθρέφτη

Δε θα μπορέσει ποτέ να μυρίσει τις δάφνες που φορά η καρδιά του



Ο Ποιητής βλέπει τον Ποιητή στα μάτια του Ανθρώπου

Μυρίζει τις δάφνες μέσα στο αχνιστό πιάτο με τις φακές

Και ζει αγνοώντας ότι είναι απέθαντος



Νυστάζει, έχει φαγούρα και διψάει και κρυώνει και βαριέται ο Ποιητής. Ο ανόητος ο κοντόφθαλμος ο Ποιητής.



Ο Ποιητής.

Τα σύννεφα του γαργαλάνε τις πατούσες, η καύλα του πονάει τα σωθικά

Κι αυτός νομίζει ότι τρύπησαν οι κάλτσες του

Ότι έφαγε κάτι που τον πείραξε.


Τρίτη 22 Μαΐου 2012

Ελλάδα εννοώ



     Κάποιοι πατάνε πάνω στο ευαίσθητο δέρμα της λέξης πατρίδα και της χαρακώνουν το πρόσωπο, δήθεν για να την «προστατέψουν».

Κάποιοι άλλοι δε θέλουν ούτε να τη φτύσουν, την καταργούν από τους ορίζοντές τους, πλασάρουν ότι ντρέπονται και αδιαφορούν για αυτή.

Εγώ λέω ότι έχω πατρίδα κι ότι σαφώς υπάρχουν πατρίδες. Απλώς οι πατρίδες είναι εκεί για να ενώνουν, όχι να χωρίζουν. Και απλώς, οι πατρίδες δεν είναι τα σύνορα και η γλώσσα. Λεγόμαστε Έλληνες για λόγους πρακτικούς. Όμως για να νιώσω κάποιον συμπατριώτη δε μου αρκεί να τον ακούω να μιλάει ελληνικά και να κατάγεται από την Ελλάδα.

Την Ελλάδα την εννοώ αλλιώς. Την εννοώ λευκά σπιτάκια στο Αιγαίο, Σωτηρία Μπέλλου, ζεϊμπέκικο, ηλιοκαμένους ώμους, την εννοώ Ελύτη και «Χαρταετούς» από Θεοδωράκη, την εννοώ Λοΐζο , σουβλάκι τα καλοκαιρινά βράδια στο χωριό, αυλακωμένα πρόσωπα γερόντων, κάθε ρυτίδα και  πόλεμος, την εννοώ διεκδίκηση και αγώνα και πλατείες και έξω καρδιά και κεράσματα σπιτική λεμονάδα και ιστορία μεγατόνων σε κάθε βόλτα στο Θησείο, στο Μοναστηράκι, στον Κεραμεικό, στις γειτονιές του Πειραιά. Την Ελλάδα την εννοώ σταυροδρόμι, αρμαθιά πολιτισμών, γεύσεων και ανθρώπων, την εννοώ ούζο και μεθύσι από ομορφιά και έρωτα.

 Γι’ αυτό θεωρώ περισσότερο συμπατριώτη μου έναν Αλβανό που εννοεί την Ελλάδα κάπως έτσι κι εκείνος, που του αρέσει το μπουζούκι και το Θησείο και το σουβλάκι, παρά έναν Έλληνα που εννοεί πατριωτισμό το μίσος προς τους ξένους. Έναν Έλληνα που θέλει να διαφυλάξει μόνο την ελληνική κληρονομιά που τον συμφέρει, που αντιφάσκει τραγικά λέγοντας πως αγαπά αυτήν εδώ τη χώρα καταπατώντας το πολυτιμότερο ίσως από τα παιδιά της: τον πολιτισμό. Τον πολιτισμό της αλήθειας, της δικαιοσύνης, της αδελφοσύνης, της δημιουργίας .Δεν μπορώ να θεωρήσω συμπατριώτη μου ένα χρυσαυγίτη που θα δείρει έναν ομοφυλόφιλο ή έναν Πακιστανό, ας πούμε. Έναν  απόγονο ανθρώπου που βίωσε το ναζισμό και ίσως τον πολέμησε, ο οποίος επιθυμεί την αναβίωσή του στη χώρα αυτή. Κυρίως, όμως, ντρέπομαι που στα χαρτιά Έλληνας είναι και αυτός, Ελληνίδα είμαι και εγώ. Επιπλέον, θυμώνω στη σκέψη ότι σίγουρα ένας τέτοιος άνθρωπος θα με θεωρούσε βλαπτική για την πατρίδα και θα μου στερούσε το δικαίωμα λόγου.

 Είναι λυπηρό η λέξη πατρίδα να γίνεται ταμπού εξαιτίας τέτοιων ανθρώπων και τέτοιων αντιλήψεων-το λυπηρό έγκειται στο ότι γίνεται ταμπού μεταξύ ανθρώπων σκεπτόμενων. Στο δικό μου λεξιλόγιο  ανθρώπων αριστερών. Συμφωνώ ότι πάνω από τις πατρίδες είναι οι λαοί και ότι οι αδικημένοι όλου του κόσμου πρέπει να ενώσουν τις φωνές τους ενάντια στους εκμεταλλευτές όλου του κόσμου, αλλά η αλήθεια είναι ότι αυτού του είδους η λογική είναι που οδηγεί τον κάτοικο του Αγίου Παντελεήμονα στο να ρίξει ψήφο σε χρυσή μεριά. Ναι, είναι και ο μετανάστης «αδελφός προλετάριος» , αλλά η γυναίκα που έχει πέσει θύμα κλοπής μία και δύο φορές από μετανάστη δε θα το δει έτσι. Και δεν μπορεί κανένας αριστερός να στερήσει το δικαίωμα σε κάποιον να ενοχλείται που δεν ακούει πια ελληνικά στην Ομόνοια. Αυτό που μπορεί και οφείλει να στερήσει όχι μόνο ο αριστερός, αλλά ο έστω φερόμενος ως δημοκρατικός είναι το δικαίωμα που επικαλούνται κάποιοι ότι έχουν να κάνουν κακό σε συνανθρώπους τους. Εδώ έχει πάψει να μιλά η γλώσσα της πολιτικής-δεν ξέρω αν είναι φασίστας, δε με νοιάζει αν είναι φασίστας. Εγκληματίας είναι και γι’ αυτό είμαι βέβαιη.

 Και να πού έχουμε σφάλει τόσα χρόνια. Δεν ιεραρχούμε τις αξίες μας. Πάνω και πέρα από όλες είναι η ελευθερία και ο άνθρωπος. Δεν μπαίνει η πατρίδα, η θρησκεία, η τέχνη, το δίκιο του εργάτη και δεν ξέρω κι εγώ τι πάνω από τον άνθρωπο. Και αυτός είναι ο μόνος λόγος που και σε χρυσαυγίτες ακόμα θα με ενοχλούσε απρόκλητη σωματική επίθεση-θέλω να πιστεύω ότι είναι ακόμα άνθρωποι, με ανάγκες και Λόγο και συναισθήματα. Εκτός πια κι αν πιανόμουν από την τελευταία παράγραφο του συντάγματος. Βέβαια, αν επέλεγα να πιαστώ από αυτήν θα μπορούσα να στραφώ και σε άλλους πολλούς «πατριώτες».

 Αλλά την Ελλάδα την εννοώ διάλογο και δράση και προσπάθεια. Θα πιαστώ, λοιπόν, απλώς από χέρια ανθρώπων που μοιράζονται τις αγωνίες μου. Και όλοι μαζί θα συνεχίσουμε να δίνουμε τον αγώνα ενάντια σε όσα σε όσους μας τις προκαλούν.

                                             

Κυριακή 25 Μαρτίου 2012

Η πρώην (;) μου, η ποίηση

Όσο περνά ο καιρός
όλο και λιγότερο βάρος έχει για μένα η ποίηση όταν είναι σιωπηλή
κι όλο και βαραίνει το τραγούδι.

Άνθρωποι που τραγούδησαν ορθώνονται λαμπρότεροι μέσα μου από ανθρώπους που έγραψαν
χορδές κιθάρας και μπουζουκιού με στοιχειώνουν
και από μόνες τους ντύνουν τις στιγμές μου.
Παλιότερα, το καθήκον αυτό το είχαν τα στιχάκια.

Αυτό εδώ δεν είναι ποίημα, είναι η καταγραφή μιας στροφής που έχει συντελεστεί εδώ και κάποιον καιρό μέσα μου.
Το γράψιμο, ναι, θα είναι το αιώνιο Καταφύγιο.
Αλλά το τραγούδισμα, αυτό θα είναι η ανάσα ανακούφισης, το κλείσιμο του λαιμού το λυτρωτικό σε ένα κατάμστο ή λιγότερο κατάμεστο ταβερνάκι, περασμένα μεσάνυχτα, μέσα σε καπνούς τσιγάρων και μυρωδιά ρακής.

Γνώρισα πρόσφατα το Γιάννη Χαρούλη, πάνω στη σκηνή του Σταυρού του Νότου και τον προσέθεσα στους αγαπημένους μου. Με τη φωνή και  το λαούτο του γράφει τη δική του ποίηση με την αλφάβητο της Κρήτης και της Επανάστασης.
Σα να με ρουφά, τελευταία, το όνειρο και η μελωδία.
Έπαψα να ανησυχώ για τις εξελίξεις, έπαψα να αγοράζω εφημερίδα ξημερώματα Κυριακής και να τη διαβάζω στο λεωφορείο. Βλέπω εφιάλτες τα βράδια , εφιάλτες που μου απομυζούν την πρωινή μου έμπνευση. Ποίημα σωστό έχω καιρό πολύ να γράψω.
Μα μουσική δεν μπορώ να σταματήσω να ακούω.
Βρίσκομαι σε μια παράξενη τροχιά. Την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης, πάντως, έκανα πως τη γιόρτασα με τους νεαρούς ποιητές φίλους μου. Βέβαια, εγώ διόλου ποιήτρια δεν κατάφερα να νιώσω.
Χρειάζομαι, μάλλον, κάποια ταξίδια και κάποια καινούργια συναισθήματα να γνωρίσω, αλλιως βρίσκω μάταιη τη σπατάλη μελανιού και χαρτιού.
Γράφω στο σημείο αυτό, είναι αισθητό, ασυνάρτητα και αδιάφορα. Δεν είναι μονάχα ότι δε γράφω ωραία, είναι που δε γράφω και τίποτα άξιο να γραφεί.
Έχω μεταμορφωθεί σε πλάσμα της νύχτας, στη μέρα και στον ήλιο πολύ στριμώχνομαι και οι άνθρωποί της με κουράζουν έτσι φωτεινοί όπως μου απυθύνονται. Θέλω να κοιμάμαι ξημερώματα, να μην εργάζομαι, μόνο να μπορώ να κυκλοφορώ χωρίς σακάκι στους δρόμους και να μιλάω με καινούργιους ανθρώπους. Θέλω να μάθω πράγματα μέσα στη νύχτα, όπως παλιότερα.
Έχω τιτάνια ανάγκη από σιωπή, σιωπή και μονάχα να μιλά η μουσική.
Η Αλεξίου, ο Παπάζογλου, ο Κραουνάκης, ο Λοίζος, ο Χαρούλης, η Αρλέτα, η Κωχ, να μιλάνε.
Να τραγουδά η ποίηση μελοποιημένη, κι ας διαφωνεί ο Χριστιανόπουλος.
Μια θάλασσα χρειάζομαι κι ένα ψαλίδι να με αποκόψω λιγάκι από τη ρουτίνα και τις ρουτινιάρικες εκπλήξεις.

Εσμεράλδα, μου είπες κάποτε ότι σου έφερα πίσω την Ποίηση. Μάλλον σου έδωσα όση δική μου μου απέμεινε και πολύ φοβάμαι ότι κάποτε θα πάψω μια για πάντα να γράφω.
Θα αποκοπώ κι από την Τέχνη και θα βιοπορίζομαι ως Επιστήμων με ωραία ταγιέρ και κλεισμένο το Σαββατοκύριακο σε βαρετά δείπνα.
Γι' αυτό κάθομαι νυχτιάτικα και τα γράφω όλα αυτά, που ξέρω πως θα βουλιάζουν σαν κόκκοι άμμου στον πυθμένα του διαδικτύου. Για να έχω κάποτε να διαβάζω πράγματα που θα μου θυμίζουν την επιτομή του εαυτού μου: τα χρόνια αυτά που με προστατεύουν οι γονείς μου και με διατρέφουν, αλλά που με αφήνουν ελεύθερη να κάνω όσα θέλω και αντέχω.
Τα χρόνια που έχω χρόνο. Και διάθεση να τον αξιοποιήσω.
Τα χρόνια που είμαι ερωτευμένη και γκρινιάρα, χωρίς να χρειάζεται να απολογούμαι γι' αυτό.

Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2012

http://www.youtube.com/watch?v=ueajkk-uruQ

Μερικά καινούργια φορέματα

βγήκε το Καλειδοσκόπιο, κυκλοφορεί στην Αθήνα ελεύθερο και περιορισμένο

Φιλοσοφία Δικαίου
Ποινικό Δίκαιο=Απειλή

Η συντροφιά του paloma negra κάθε μέρα
paloma negra, paloma negra donde donde andaras?
Κάποτε θα ζήσω στην Ισπανία μισό χρόνο
ονειρεύομαι

Φρίντα Κάλο

Αποκριά
μα δεν αποχωρίζομαι ακόμα το κρέας και το κραγιόν μου

ορισμένα "απειλητικά" μηνύματα
και συναντήσεις απρόσμενες

βράδυ Σαββάτου και Κυριακής ξημέρωμα
βόλτες στο φεγγάρι και στον ήλιο της Αθήνας
στο χλωμό φεγγάρι
και στον ψεύτικο ήλιο

Μάνος και Λίνα
νότες και στίχοι
δακρύζω

μερικά σκόρπια λουλούδια στα μαλλιά μου
μερικά καινούργια φορέματα
καινούργια με γάμα εκ του καινουργής
μιας κακόηχης λέξης που τα αληθινά στόματα την αχρήστευσαν
κι έμεινε μονάχα στους ανθρώπους ως ένα άβολο θέμα συζήτησης.

Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2011

Εικοσαετείς

Μες στην πειραιώτικη νύχτα η θάλασσα σιγοβράζει ο ουρανός παραπονεμένα κάνει να κλάψει και το μετανιώνει τελευταία στιγμή
ο κόσμος είναι πάντα όμοιος ίδια ρούχα και πρόσωπα
-άραγε εγώ διαφέρω μια σταλιά;
χτίζονται ποιήματα στο αδρανοποιημένο μυαλό μου
οι λέξεις φτιάχνουν βραχιόλια μόνες τους
 και να 'μαι εγώ να τα φορώ
μ' όλη την ψύχρα του λιμανιού στα σωθικά μου:

Ναι, ό, τι πράττουμε
είναι με συνείδηση νιότης
είναι με ψευδαίσθηση χρόνου πολλά βαρέος.


Μα είναι χρέος
νέοι να στεκόμαστε
στον γέρικο του κόσμου καθρέπτη.


Κι ερωτευμένοι να καθρεπτιζόμαστε.


ΥΓ. Πρέπει να έχω ακούσει απόψε το "Αυτή η νύχτα μένει" σε πάνω από 15 εκτελέσεις. Παραμένω πιστή στην Παπίου,αλλά και η Αντωνοπούλου τι φωνάρα. Κλάμα από τραγούδι. Το αγαπημένο μου.

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2011

Αποσπάσματα ενός σπονδυλωτού ποιήματος

4.
Κι όπως η νύχτα καίει
 σαν καύτρα
στριφτού τσιγάρου
η έμπνευση γονυπετής
ικετεύει το λεωφορείο μου κι άλλο ν' αργήσει.

Μα τα όνειρα που μου στερούν οι λιγοστοί μου ύπνοι
πιότερο και σκληρότερα
μου τα στερεί η ζωή.

Αχ έμπνευση, αχ νύχτα
ως πότε το λεωφορείο μου θ' αργεί;

7.
Οι συνομήλικοι των ποιητών
πάντα είναι διστακτικοί απέναντί τους.
Πρέπει να γεράσει ο ποιητής για να τον πιστέψουν.

Για να τον λατρέψουν,
πρέπει ο ποιητής
να' χει αφήσει τα χέρια,
τα μολύβια του
βαθιά μέσα στο χώμα.

Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2011

Εμβατήριο εορταστικό και οριζόντιο


Α, πρέπει τώρα να φορέσω
τ' ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνι!

Οι άδειοι δρόμοι κάποτε ξεχείλιζαν
 Οι φυλακισμένες στο στέρνο φωνές κάποτε σπάζαν σίδερα
«Πάλιωσε, πια, το Πολυτεχνείο»
                  Και μέσα σε μια ώρα ξεπετούν οι δημοσιογράφοι
                  Έναν ξυλοδαρμό, μια πορεία και ένα στεφάνι που δεν κατατέθηκε ποτέ
Αλλά οι λαοί είναι γίγαντες
Λιγάκι φοβισμένοι, λιγάκι ταπεινωμένοι, λιγάκι μπερδεμένοι
Αλλά γίγαντες
Κι οι εξουσίες νάνοι
Πολύ φοβιστικές, πολύ ταπεινωτικές, ξέχειλες μπούρδες και μπερδέματα
Αλλά νάνοι
Μετριούνται οι μέρες τους
Κι ένα Πολυτεχνείο θα ξανάρθει
Όσο έχουμε τη μνήμη και το ποίημα
Ο αγώνας όσο είναι τίμιος
Τα Πολυτεχνεία θα ξανάρχονται
Οι νηστικοί,  οι «απαίδευτοι», οι σκλαβωμένοι
Θα ουρλιάζουν στους αιώνες το σύνθημα που ο χρόνος αφήνει
Καταραμένα αρυτίδιαστο
ΨΩΜΙ ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Κι οι τοίχοι θα βαραίνουν απ’ τα συνθήματα
Κι η τύχη θα πέσει ορμητική να σας πλακώσει
Πότε, άλλωστε, δεν εγυρίζαν οι τροχοί;
                              
                                           Σ' όλα τα κλίματα, σ' όλα τα πλάτη
                                             αγώνες για το ψωμί και το αλάτι…


Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2011

Το κατώφλι του Νοέμβρη και μερικές φθινοπωρινές παρατηρήσεις

Μία εντεκάτου ώρα μετά τα ισπανικά βραδινή και προ παράξενης σινεφίλ συναντήσεως
Μία καθ' οδόν συζήτηση με τον εαυτό
με όλους τους εαυτούς
με τις βιτρίνες που αδιάβαστα κείτονται τα βιβλία
και βλέπω δυο ανθρώπους να τρέχουν τρελοί
βλέπω έναν κλέφτη άνθρωπο
σε απόγνωση να κυνηγιέται
από μία γυναίκα κλεμμένη
απεγνωσμένη
-σκέφτομαι πόσα γίνονται πια μπροστά στα μάτια μας
πόσο ξεδιάντροπη φαντάζει η αδικία
πόσα θα δούμε ακόμα-
χωρίς να έχω η ανόητη προσέξει το λεωφορείο
που κυνηγούν οι δυο καθυστερημένοι επιβάτες

Κλέφτης εγώ μιας αθωότητας και θύμα κλοπής επίσης

Μία εντεκάτου ώρα βραδινή
ώρα φόβου και υποψίας
υποπτευόμαστε πια όλοι
τον πόνο
πριν προλάβει
αυτός
εμάς να υποπτευθεί

Δύο εντεκάτου ώρα πρώτη πρωινή
με νύχτα ακόμα έξω
κομπορρημονώ για την ποίηση
έναντι δυο πανέμορφων ξένων ματιών
κι ένας θάνατος ύπουλα παραμονεύει να μου ανακοινωθεί
στον τρίτο όροφο της παλιάς πολυκατοικίας

Απόψε, θα ονειρευτώ ότι μπορώ
να ελπίζω στον έρωτα
όπως ξέρει ο Αλμοδόβαρ να ζωγραφίζει.
                                                                                                          1-2/11


Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2011

Ωδή στ' ατραγούδιστα

(Μα μες στις σφαίρες του χρόνου
που πλακώνουν τα όνειρα,
προηγείται ο δρόμος και η σκέψη.
Βάλε στην ονειροπόλησή σου, λένε οι σοφοί των καιρών,
λιγάκι ναφθαλίνη και από Αύγουστο
φόρεσέ την ξανά.
Μα μες στο όπλο που μονάχα εγώ βαστώ
δεν υπάρχουν ιδέες αλλαγής.
Στόμα ξέχασαν να μου ζωγραφίσουν στο πρόσωπο.
Μου δώρισαν οι άθλιοι
δυο τρία ζευγάρια μάτια
για ν' ατενίζω τον κόσμο.)

Όταν ο εραστής
τής χαρίζει ένα ρόδο
εγώ βλέπω λίγες μέρες μετά
να τ' αποκεφαλίζει μια ριπή αδέξια τ' αέρα απ' το παντζούρι.
Και να σκορπούν τα φύλλα του γύρω απ' τα βγαλμένα της γοβάκια.

Όταν οι λαοί ξεσηκώνονται σαν παιδιά δακρυσμένα
στα κέντρα των αστικών τους δωματίων
και πλημμυρίζει η πλάση χημικά
εγώ βλέπω τα πεθαμένα περιστέρια
να κείτονται σαν το θάνατο της ειρήνης
σαν το γεύμα μιας γάτας- εξουσίας.

Όταν τα ραδιόφωνα σκορπούν ατάραχα
ερωτικές νότες και νοήματα
μες στη λεωφόρο, στο κρύο σπίτι, στο άδειο μπαρ το μικρό
βλέπω εγώ
όλους εκείνους τους άντρες και γυναίκες, τους τόπους εκείνους
που γράφτηκαν για χάρη τους τραγούδια.

Όταν προσπαθώ να ερωτευτώ δυο ξένα χέρια
βλέπω με τρόμο δυο ξένα χέρια
που προσπαθείς κι εσύ να νιώσεις για δικά σου.
Με καρδιά σταματημένη στο μποτιλιάρισμα του στήθους μου
βλέπω το αλλότριο φιλί σου,
όταν δυο άλλα χείλη φορούν τη γεύση τη δική μου, την αλλοτριωμένη.

Ύστερα, δακρύζω και δε βλέπω τίποτα.
Τα τριαντάφυλλα, τα περιστέρια,  τα τραγούδια πενθούν μελωδικά
την αχρηστία μου εκτός χαρτιού να τα συνδράμω.
Και μαραίνονται, πεθαίνουν, σταματούν
σε μιαν αιχμηρή αίσθηση παράλληλης ζωής
που μου θυμίζει την παραλληλισμένη, πια, δική μας.



Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2011

Το τρίτο στεφάνι: ο πόνος της ζωής και του θεάτρου


Όταν πηγαίνω θέατρο, θέλω να ξεχνώ. Να ξεχνώ ότι έχω πάει θέατρο, ότι κάθομαι σε μια θέση και βλέπω τους ηθοποιούς σα θεατής. Θέλω να ξεχνώ ότι βλέπω ηθοποιούς. Θέλω να αλλάζω τόπο και εποχή σιμά τους.
Όλα αυτά συνέβησαν με το «Τρίτο Στεφάνι». Τέσσερις ώρες κύλησαν σα να είχα συναντηθεί με τη Νίνα και την Εκάβη για καφέ, σα να ήμουν μια φίλη τους που απλά άκουγε και δε μιλούσε. Και που δε χόρταινε. Χρόνια πριν, επιχείρησα να διαβάσω το βιβλίο του Ταχτσή, κάτι που δεν κατάφερα ποτέ. Η ηλικία έφταιγε, ο Ταχτσής έφταιγε; Μάλλον έπρεπε να μπει το σανίδι το μεγαλοδύναμο στη μέση. Γιατί το «Τρίτο Στεφάνι» είναι ένα βαθιά θεατρικό έργο, με ήρωες που πρέπει να πάρουν σάρκα και οστά για να τους νιώσεις, με γεγονότα που χρειάζεται να τα δεις απογυμνωμένα από τη φυλακή της γραμματοσειράς για να σε αγγίξουν. Δε χωράει σε μερικές σελίδες το «Τρίτο Στεφάνι», ξεχειλίζει από αυτές με όλη την υπερβολή και την πληθωρικότητα που το διακρίνει.
Στροβιλίζεται σε ένα ιστορικό ντελίριο πολέμου και θανατικών, μα ,όπως συμβαίνει στη ζωή, στο προσκήνιο βρίσκονται τα μικροπράγματα: ο μικρόκοσμος δυο οικογενειών με τους έρωτες, τις απιστίες, τους τσακωμούς τους, τη βαθιά αγάπη και το μίσος που τις ενώνουν και τις χωρίζουν. Ένα σωρό άνθρωποι βρίσκονται στο προσκήνιο, που ο συγγραφέας επιλέγει να μην κρίνει ηθικά, που από όλους ούτε έναν αφήνει να φανεί ως καλός ή κακός. Και αυτή η ευριπιδική αίσθηση της ανθρώπινης αλήθειας-ότι, δηλαδή, καθένας κουβαλάει μέσα του και το κτήνος και το Θεό- φέρνει τους ήρωες με τον πλέον φυσικό τρόπο στη θέση των γονιών και των γειτόνων μας.
Το «Τρίτο Στεφάνι» είναι ένα έργο μες στο έργο, έτσι όπως παρουσιάζεται επί σκηνής. Το γράφει ένας άνθρωπος που απέμεινε  πονεμένος κομπάρσος της ζωής, μα που μέσα από την τέχνη του δικαιούται να επιλέξει τους πρωταγωνιστές. Διαλέγει  ,λοιπόν, ανθρώπους που έσφαλαν, ανθρώπους που πλήγωσαν και πληγώθηκαν, που δεν κατάλαβαν ουσιαστικά ο ένας τον άλλον, αλλά αγαπούσαν δυνατά και με πάθος. Τόσο δυνατά και παθιασμένα που οδήγησαν ή οδηγήθηκαν στην καταστροφή. Γίνονται όλοι αυτοί ,όπως τους αξίζει, οι ήρωες ενός μυθιστορήματος, ενός θεατρικού, σύμφωνα με την κρίση ενός ανθρώπου που δεν έζησε καθόλου σαν ήρωας. Γίνονται, βέβαια, ήρωες μιας τραγωδίας αλλιώτικης:  μέχρι την τελευταία στιγμή ζητά ο καθένας την κάθαρσή του, ο καθένας το δίκιο του, ανοίγοντας τα ματωμένα χέρια του στον κόσμο που  παρακολούθησε την ιστορία, στον κόσμο που μόνο αυτός μπορεί να καθάρει και να δικαιώσει,  καθαρμένος και δικαιωμένος ο ίδιος πρώτα.
Όταν πηγαίνω θέατρο, θέλω να πονά η ψυχή μου από την ομορφιά  και τη θλίψη της αυθεντικής τέχνης που μαντεύει αριστοτεχνικά τη ζωή, σκαλίζοντας το μαχαίρι μες στην ανοιχτή πληγή της. Θέλω να πονούν τα χέρια μου από το χειροκρότημα για τους ανθρώπους που καταφέρνουν να με μπερδέψουν, που με κάνουν να ξεχνώ που αρχίζουν και πού τελειώνουν τα όρια της τέχνης και της ζωής, ντυμένοι τα θεατρικά φτιασίδια και κοστούμια τους, γυμνοί για λίγο από τις προσωπικές τους αλήθειες και πάθη.
Αν μπορώ να πω κάτι για το «Τρίτο Στεφάνι», είναι ότι με πόνεσε με τον πιο τρυφερό τρόπο που με έχει πονέσει το θέατρο μέχρι στιγμής. Έναν πόνο που δε βλέπω την ώρα να ξαναβιώσω με κάποια επόμενη παράσταση. 

Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011

Τραγούδι λέω δυνατά ν' ακούσουν όλα τα παιδιά!

http://www.youtube.com/watch?v=A86wOqWGp0I
Το τραγουδάγαμε στη χορωδία, στο ωδείο που βρισκόταν δίπλα στο δημοτικό μου σχολείο...
Η κυρία Βαλεντίνα μου έλεγε πως το τραγουδούσα λίγο πιο δυνατά από ό,τ ι έπρεπε...σήμερα, που τυχαία έπεσα πάνω του, κατάλαβα το γιατί...έκρυβε από τότε ένα νόημα που θα ανακάλυπτα χρόνια πολλά αργότερα με δάκρυα στα μάτια...
ένας παλιάτσος είμαι κι εγώ, καλή σας μέρα, είμαι πασαλειμμένη χρώματα μα κλαίω φωνάζοντας τα δίκια της ζωής...
υγ.θυμάμαι, μικρή, δεν καταλάβαινα τι σήμαινε η λέξη κοινωνία μες στο τραγούδι...ντρεπόμουν να ρωτήσω κάποιον, ντρέπομαι όμως περισσότερο που ακόμα δεν έχω μπορέσει να καταλάβω τι είναι. Κι έχω ρωτήσει πολλούς κι εμένα την ίδια ακόμα.


Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2011

Αντιποίηση


Ζω σε μια πόλη, σε μια εποχή, όπου όλα με παρακαλούν να μη γράψω. Να μη γράφω. Γιατί να γράφω; Έχω να ζήσω πρώτα. Να διεκδικήσω τα προς το ζην, να μάθω γνώσεις εξαργυρώσιμες κάποτε και αν. Να βουλιάξω στην καθημερινότητα που χλευάζει την ποίηση και ασχημαίνει την έμπνευση τόσο που σου έρχεται να την απαρνηθείς.
Για μένα, αυτή είναι η μεγαλύτερη πρόκληση. Να γράψω για όσα με κάνουν να σκέφτομαι αντιποιητικά. Μια πόλη κόλαση, ένα κουρέλι φλεγόμενο που σέρνεται στο δέρμα πάνω της οικουμένης ζητιανεύοντας δόξα και ευρώ..με εμπνέει.
Είναι μεσημέρι φθινοπώρου, το ΚΚΕ παίζει στο Σύνταγμα μουσικές από παλιά υπόγεια και λαρύγγια, πολύ δυνατά, φυσάει με τρέλα, τα αμάξια σταματημό δεν έχουν. Με διαπερνά ένα καλοκαίρι μιας αλλοτινής, αλλιώτικης εποχής, μια μυρωδιά ελπίδας, το γκρίζο λάμπει κατάλευκο, η πόλη μεταμορφώνεται σε ποίημα.
Λίγα βράδια μετά, πετυχαίνω την ποδηλατάδα. Σαν έντομα οι τροχοί της ελευθερίας κατακλύζουν το δρόμο. Χωρίς να μπορώ να το ελέγξω, αισιοδοξώ αθεράπευτα. Γράφω για ένα σκύλο που κοιμάται γαλήνια στις σκάλες των MacDonalds, γράφω για το πρώτο ξημέρωμα του Οκτώβρη που πιέζει το καλοκαίρι να φύγει από τα σώματα και τα σύννεφα, γράφω για τα νεράντζια που σαπίζουν αέναα στα κρύα τσιμέντα, μην καταφέρνοντας να βρουν τον αληθινό προορισμό τους. Υπάρχουν σκιές σε σοκάκια, λακκάκια σε μάγουλα, ένα περιστέρι που κουτσαίνει, ένα χαρτάκι με κινητό πάνω γραμμένο που το παίρνει για πάντα η νύχτα κοντά της με συνεργό τον άνεμο. Όλοι νοιάζονται για τους ανθρώπους και τι λένε οι άνθρωποι και τι νιώθουν και πώς ντύνονται. Μα βαριέμαι, βαριέμαι ώρες ώρες τους ανθρώπους. Ο πόνος των πραγμάτων κάποτε είναι οξύτερος. Και το λιωμένο νεράντζι ζητά απεγνωσμένα να χωρέσει σε ένα ποίημα.
Για τους ανθρώπους δεν έχω πολλά να πω και να γράψω. Θέλω πρώτα να τολμήσω να τους ακούσω και να τους αγκαλιάσω και να τους πιστέψω. Δεν απαρνιέμαι τους έρημους δρόμους της Αθήνας, δεν απαρνιέμαι την έρημη εποχή μου, ούτε την έρμη την ποίηση που χρειάζεται να γίνει λιγάκι λιγότερο αντιποιητική.
Δεν απαρνιέμαι, πρωτίστως, το τρελό ανθρωπομάρκετ που μου στερεί ανάλγητα την ποίηση. Θα το ντύσω με στιχάκια. Δεν απαρνιέμαι την ασχήμια της μορφής, θυμώνω απλώς με την ασχήμια της ψυχής.
Περπατώ στα άσχημα και στα όμορφα, βλέπω αφίσες με ξεφτισμένα χρώματα, βλέπω μαγαζιά να κλείνουν μακάβρια, βλέπω πλατείες θλιβερά κατάμεστες, βλέπω επαναστάσεις που δε στέκονται, εμένα βλέπω που δε στέκομαι πουθενά, που μόνο γράφω, γράφω… Γιατί, τελευταία, άρχισα να βαριέμαι οικτρά την πολιτική.