Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2016

Ο άντρας της ζωής μου

Ο άντρας της ζωής μου
θ' ανοίξει
την πόρτα του σπιτιού μου
με λοστό
θα με αρπάξει από το χέρι
και να ζήσω θα με διατάξει

Θα με πάρει σε ταξίδια παράφορα
με βαλίτσες βαριές
και χείλη βρεμένα
θα με στείλει σε ύπνους ζεστούς
και με μια παλαμιά θα σβήσει
τους παλιούς έρωτες
με πόδια γυμνά στα κάρβουνά τους
θα πατήσει
κι αθόρυβα, όσο ησυχάζω εγώ,
θα τους παγώσει για πάντα

Θα θρονιαστεί γυμνός στον καναπέ μου
δεν θα μιλεί πολύ
θα μοιάζει με φθινόπωρο
τα χρώματα της γης μες στη φωνή του
και το φιλί του ανεμίσιο, βροχερό

Θα φεύγει και θα'ρχεται
θα μ' αφήνει διψασμένη
κι ύστερα πάλι άξαφνα
θα με βγάζει σε πόστες πλατιές
φτιαγμένες από υλικά ακατανίκητα

Θα φορώ αέρινα φουστάνια
θα γελώ πιο συχνά
τα μαλλιά θα'χουν φτάσει στη μέση
θα κρυβόμαστε μαζί από τον κόσμο
θ' ανάβουμε κρυφές γιορτές στο μαξιλάρι
με φιλιά καρφωμένα στο σκοτάδι

Ο άντρας της ζωής μου
θα δώσει φιλιά δροσερά
πάνω στις πίκρες
θα χαϊδέψει τα γραπτά μου
σα να'τανε κεφάλια ζώων
θα μισεί-όπως εγώ-
τα ίδια και τα ίδια.





https://www.youtube.com/watch?v=RRZjBTDY2fk

Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2016

Οιστρορία

Ιστορία: Αυτό που μένει ασταθές και ανείπωτο, γιατί συνεχώς δημιουργείται από το κάθε ζωντανό πλάσμα που κινεί τα βήματα του συντονισμένα με της γης τον ρυθμό. Σπαράγματα αλήθειας βρίσκονται μέσα στα ποιήματα των θαλασσινών ποιητών και των βουνίσιων και πάνω στις ζωγραφιές των παιδιών. Όλου του κόσμου οι οιστρορίες που γράφονται βράδια και μεσημέρια στην ησυχία, στα πατώματα και στα μέσα μαζικής μεταφοράς κουβαλούνε σταγόνες από αυτό που οι φιλόλογοι και οι διαβασμένοι μαθητές αποκαλούν ιστορία.
Οίστρος: Στοιβαγμένα όταν βλέπω και δυο δυο τα πακέτα των τσιγάρων που καπνίζουν οι μεγαλοεκδότες και οι κάθε λογής επιχειρηματίες, κορίτσια ιδρωμένα με μαλλί κομμένο άτσαλα από χέρι κολλητής να κατηφορίζουν ή να ανηφορίζουν τη Θεμιστοκλέους με μια βιάση ανεξήγητη, τυχαία όταν συναντώ τη φύση πάνω στα πρόσωπα των αγίων Εραστών , των αγίων Φίλων μού γιορτάζεται μες στης καρδιάς τα πίσω τα δώματα και τις βεράντες οίστρος αφόρητος, οίστρος ανήσυχος, οίστρος που απαιτεί να γίνει Ιστορία.



#έρχεται

Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2016

Της μουγκαμάρας

8-1-2016

Βλέπω τον κώλο σου
μέσ'απ'τη φόρμα
πώς κάνει σχήμα
και ξέρω πού δουλεύεις:
σε συνοικιακή ταβέρνα, ψητάδικο, βρωμερό μαγαζί
τρυπωμένη στην κουζίνα
με κλάμερ και τσόκαρα
με τσίκνα στο στήθος
και κουρασμένα δάκτυλα
παστρικά

δε σε νοιάζουν τα χρώματα
δε σε πληρώνουν καλά
στέλνεις φωτογραφίες
στη θεια σου, πίσω στην πατρίδα

δυσκολεύεσαι με τα γαμημένα τα ελληνικά
και με τους σκατοέλληνες

είσαι
η Αλβανέζα λαντζέρισσα
σε γαμάει πού και πού
ένας άντρας κακοπληρωμένος
κι ένα μωρό στέκει βουβό
μ'ένα περσινό παιχνίδι
στου σαλονιού την άκρη

Στόλισες δέντρο μα να το χαρείς
δεν πρόφτασες.
Ξεραμένα αποφάγια
γαριασμένα σεντόνια
δυο γλάστρες διψασμένες
ένα ζευγάρι κάλτσες στο πάτωμα
οι φτέρνες σου σκληρές

Νοίκι χρωστάς
τηλέφωνο κομμένο
θα ξοφλήσεις τον άλλο μήνα
δυναμώνεις το ραδιόφωνο
βαστάς τα κλάματα πίσω από τα μάτια

Συνεχίζεις να προχωράς
πας για ύπνο
βλέπω τον ταλαιπωρημένο σου κώλο
ψυχή μου

Σε πρόδωσαν όπως κι εμένα
εγώ θα τους τη φέρω
και για τις δυο μας
έλα σπίτι μου όποτε θες
κι εγώ στο νοίκι είμαι
έλα για καφέ
για να σου τραγουδήσω

θα' χω αλλάξει σεντόνια
θα' χω μαζέψει τις χθεσινές μου κάλτσες
θα' χω σφουγγαρίσει
και θα φάμε κάτι μαζί
θα γκρινιάξουμε παρέα

ύστερα θα χωρίσουμε

Ο κώλος μου θα παραμένει ωραιότερος
τα χρόνια στην πλάτη μου πιο λίγα κι ελαφρά
η ταυτότητά μου
-συγγνώμη, καρδιά μου-
ελληνική.















Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2016

Δυο χιλιάδες δεκάξι

Πρωινό αφιέρωμα στη Ρίτα Σακελλαρίου
ξέπλυμα των αυτιών με υλικό νύχτας βαθιάς, καλής, παλιάς
οι φίλοι μου κοιμούνται, τι το'θελα τόσο νωρίς να σηκωθώ
ξοδευτήκανε πάλι οι ευχές
ακαταστασία ανακουφιστική στο δωμάτιο
σιωπή
κουρασμένα από τη χρήση αντικείμενα προσωρινώς αναπαύονται
γραμμές παραγωγής σκουριασμένες
πού να βρίσκονται τώρα όλοι αυτοί
που θα μας κάνουν να κλάψουμε και να γελάσουμε στο μέλλον;
Να έρθουν λιγάκι νωρίτερα δεν γίνεται;
Παρακαλώ πολύ, εσάς τους ευτυχισμένους της εποχής και τους πετυχημένους, σταματήστε να φοράτε τα λαμπιόνια γύρω από το κεφάλι σας τόσο πολύ σφιχτά
κι ανατριχιάζω
τα φωτοστέφανα-δεν το μάθατε;-κρύβουν αγκάθια
Τον ξεγεννήσαμε πριν κάτι μέρες, σε λίγους μήνες έρχεται η δολοφονία Του.
Αμάν, πια, αυτές οι επαναλήψεις...
Σαν τηλεόραση που χάσκει ανοιχτή ο κόσμος
με τα χρώματα ξεθωριασμένα και αχνά.


Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2015

Early Winter

Τσιγάρα καπνισμένα ως το Θεό
με φρυγανισμένο απ'τη φωτιά το φίλτρο

νύχτες μοχθηρές της Αθήνας
του σήμερα

μέρες που ξημερώνουν θλιμμένες

σαστίσανε οι στίχοι και τα κύματα
βρέχει σεμνά ο ουρανός
παράταιρα οι δρόμοι
φωτισμένοι

κι επιστρέψαν οι χειμώνες του μυαλού
ριζώνει ο πόνος
και μυρώνει

κάπου μου'χουν πει
τελειώνει η ζωή
Θε μου, να μη συμβεί αυτό
προτού συμβούνε τα Ωραία

Ζω για την ώρα που θα κάτσω να γράψω
τρεις τέσσερις
χαρούμενες λέξεις

Θέλω να'ρθει αυτή η ώρα και να'μαι
όπως τώρα
νέα.

Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015

Λέξεις και σκέψεις για την Τριανδρία...

Αγαπητέ κόσμε, θεέ, διάβολε και απανταχού ερωτευμένοι,

«Η Τριανδρία» ανήκει στα υπαγορευμένα άνωθεν κείμενα. Γράφτηκε σε πυρετώδη κατάσταση, με αυξομειώσεις θερμοκρασίας από τον Ιούνιο του 2014 έως τον Ιανουάριο του 2015.
Ένας εκδοτικός οίκος αρνήθηκε να την τυπώσει. Τρεις δεν απάντησαν ποτέ. Πολλοί ηθοποιοί απέρριψαν ευγενικά να παίξουν, μετά από πρόταση που τους έγινε. Ένα θέατρο την αγκάλιασε αμέσως. Ένας σκηνοθέτης τη λάτρεψε. Μια ολόκληρη ομάδα ανθρώπων παιδεύτηκε για χάρη της.
Όλα αυτά δείχνουν, κατά την περήφανή μου άποψη ως δημιουργού, ότι «η Τριανδρία», σε κάθε περίπτωση, δεν είναι ένα μέτριο έργο. Είναι είτε άριστη, είτε αθλία. Από πολλές απόψεις. (εδώ, σαρκάστε ελέυθερα)
Αυτό που ήθελα να πω ήταν «σ’ αγαπώ». Ένα «σ’ αγαπώ» αγνώστου κατευθύνσεως. Αυτό που ήθελα να κρύψω-ανεπιτυχώς- ήταν ένα φοβάμαι. Και αυτό που θέλω να καταλάβεις, είναι ένα: «ζήσε, ακόμα και αν…»
Ο άντρας είναι το ωραιότερο πλάσμα της γης. Αλλά αυτό μπορεί να το δει και να το νοηματοδοτήσει μόνο μια γυναικεία καρδιά. Γι’ αυτό, η λέξη «τριανδρία» χωρά τρεις φαλλούς, αλλά παραμένει γένους θηλυκού.
Τίποτα που ανήκει στη Γραφή και τη Μνήμη δεν είναι ικανό να ξορκίσει τον Πόνο. Μόνο το Αύριο έχει μια κάποια ελπίδα. Το θέατρο είναι αυτή η χρυσή άμαξα με τα μαγικά άτια που παρασύρει τη γραφή και τη Μνήμη στ’ Όνειρο και στη Διάρκεια.
Το θέατρο είναι αιώνιο κι αεικίνητο. Η γραφή νεανική και αμετακίνητη.

Ο έρωτας πάντα νικητής.

Η Τριανδρία μου, αυτό το μικρό ονειράκι, θα βγάλει φτερά και θα αρχίσει να φτεροκοπά, στις 18 Νοέμβρη 2015. Πρεμιέρα. 21:00, στο θέατρο Λύχνος, πού αλλού; Ιερά Οδός και Χαλκιδικής. Σκηνοθέτης ο Κώστας Δράκος και πρωταγωνίστρια η Κωνσταντίνα Σιλεβρή, που θα πλαισιώνεται από μια τριανδρία άλλο πράμα: τον πολύπειρο Ανδρέα Μαριανό, τον αισθησιακό Γιάννη Κωσταρά και τον πολλά υποσχόμενο Κωστή Μακριδάκη. 
Συντελεστές σε αυτή την παραγωγή στα λοιπά καλλιτεχνικά της σημεία, αλλά και στην προώθησή της στέκονται οι άξιοι: Αναστάσης Καρβούνης, Γιώργος Βιτωράτος, Μαρίνα Σάτι, Μωυσής Ασέρ, Σπύρος Πουρνάρας, Τζοβάνα Χασίμι, Μαρκέλλος Πλακίτσης, Κώστας Λαδόπουλος, Δημήτρης Τσεκούρας, Γιώργος Ευσταθίου... Ελπίζω να μη λησμονώ κανέναν και καμία!

Το έργο θα παίζεται Τετάρτες και Πέμπτες, όλο το Νοέμβρη και το Δεκέμβρη, ώρα 21:00, με εισιτήρια των 10 και των 8 ευρώ. Η παράσταση διαρκεί περίπου μία ώρα. Αν το στηρίξετε, θα φανεί στο χειροκρότημα και θα συνεχίσουμε και Γενάρη.

ΥΓ: Σας περιμένουμε στις 18/11, για να σας κεράσουμε φίνο κρασί στο φουαγιέ μετά την παράσταση και να μας πείτε εντυπώσεις άμεσες και ζεστές. Σημειώστε το από τώρα στο καρνέ σας! Μπορεί και να αξίζει τον κόπο...


Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2015

Η Γύμνια σου


Τόσο συνεσταλμένα αφαιρείς το ντύσιμο που σφίγγει μέσα του το δέρμα που αγαπώ. Τόσο απαλά πέφτει το παντελόνι στο δάπεδο, σα να το φιλά και σα να το χαϊδεύει και τόσο ήσυχα ακουμπά η μπλούζα στην άκρη του κρεβατιού, λες και υπάρχει μια ερωτευμένη μεταξύ τους συνωμοσία.
Μένεις γυμνός και λάμπεις. Αν έχει ήλιο και μπαίνει το Φως λαθραία μέσα από τις γαλάζιες κουρτίνες, κάνει τις τρίχες σου να μοιάζουν χρυσαφένιες. Φαίνεσαι πανάκριβος. Και είσαι.
Κάτι άλλο θα κρύβεται, λέω, κάτω από τη γύμνια σου-μια άλλη γύμνια, μίλια αληθινότερη και πιο γνήσια. Δεν εξηγείται αλλιώς το πόσο προσεγμένα στέκεσαι πλάι μου, πόσο πουπουλένια αφήνεις το βάρος σου να με βαραίνει, ίσαμε να εισβάλεις στο σώμα μου.
Κάποτε, σε νιώθω αφημένο και ξεχασμένο. Λυτρωμένο από τη ντροπή και διάφανο. Τότε, βλέπω την καρδιά σου πίσω από το στήθος να λάμπει κατακόκκινη και να αρπάζει τα μάτια μου από τις κόγχες μες στην παράξενη φωτιά της.
Το κλίμα σου είναι τροπικό: ζεστασιά και υγρασία που αναδεύεται με άγρια δέντρα και άγνωστα έντομα. Η γύμνια σου η αμετανόητη, η κατασταλαγμένη με κατασπαράζει αργά και σταθερά. Έχεις της Εύας το μήλο κρυμμένο κάπου μες στο αίμα σου και ντρέπεσαι για την ηδονή, για την ελευθερία και για την αμαρτία. 
Μα μες στο δικό μου σώμα, αυτό που τώρα σού ανήκει, κρύβεται ένας μικρός θεός, δίχως αιδώ, γιατί έχει Γνώση.
Πιο όμορφη από τη δική σου γύμνια και πιο δροσάτη δεν έχω αξιωθεί να δω: σεμνή γύμνια, γύμνια φερμένη από άλλες εποχές, τότε που βαριά σαν κουρτίνες πέφτανε πάνω στους ώμους τα ρούχα κι όταν βγαίνανε, ένα λευκό άστρο, ανόθευτο από βλέμματα, ξεχυνότανε ολούθε.
Να ντύνεσαι ζεστά και συχνά, για να μου δίνεις τη χαρά να σε γδύνω. (συνεχίζεται)

Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2015

Στεφανία
(Πόλη, 2014)

Να χτυπούν στο δάπεδο τα τακούνια, ν’ ανεμίζει το μακρύ φουστάνι και τ’ αντρικά βλέμματα να φοβούνται τα γυναικεία που συνοδεύουν κι εκ πλαγίων ν’ αρμενίζουν λιγουριαστά κατά πάνω μου.
Μια φορά, ήμουν στην Ομόνοια και πήγα ν’ αγοράσω κάρτα. Ο περιπτεράς με ρώτησε αν είμαι ηθοποιός.
Και πότε πότε στο δρόμο παγιδεύονται πάνω στο πρόσωπό μου βλέμματα που σα να με γνωρίζουν, σα να με έχουν δει κάπου, κάποτε σε χωροχρόνο ανύποπτο, φυσικά, για μένα, εξαιρετικά σπουδαίο, όμως, γι’ αυτούς.
Και όταν ντύνομαι και στολίζομαι μόνη μου σπίτι νιώθω πως με προετοιμάζω για μια Στιγμή μεγαλειώδη, μια συνάντηση Σπουδαία, νιώθω πως αν η ζωή μου ήταν γράμμα, αυτό θα ήταν σίγουρα ένα γράμμα περήφανο, ένα γράμμα Κεφαλαίο.
Μα, κάθε φορά απογοητεύομαι, με πεσμένα τα φτερά επιστρέφω σπίτι. Πάντοτε, βεβαίως, έτοιμη για την επόμενη φορά, για το Μετά που, βαρυσήμαντο καθώς είναι, αργεί, αργεί κι άλλο, σάμπως για να με δοκιμάσει.
Κι εγώ τις ζω αυτές τις άδειες από παρόν αναμονές, για να’ χω να προσθέτω και λίγο πιπέρι στις απαντήσεις που θα δίνω, όταν συνεντεύξεις θα μου παίρνουν.
Εγώ, παιδί μου, είμαι γεννημένη για μεγάλα θέματα. Έχω δυο σημάδια από γεννησιμιού μου πάνω στο σώμα, και λέει οι άνθρωποι με σημάδια είναι τυχεροί.
Βρεγμένη ως το κόκκαλο σε μπανάλ στάσεις και σταθμούς και να τουρτουρίζω, τρεχάτη, λαχανιασμένη πίσω από βρώμικα, παραγεμισμένα λεωφορεία, να φορώ τους πιο έξυπνους συνδυασμούς που μπορούσα να φτιάξω με υλικό τα φθηνά μου ρουχαλάκια, να’ χω να βγω για ποτό εβδομάδες και μήνες , μα όλο να ονειρεύομαι, να ονειρεύομαι-κάποτε να ξυπνώ, μα ύστερα να βουλιάζω πάλι στ’ όνειρο. Στο όνειρό μου το φτιαγμένο από ένα εκατομμύριο μικρά κρυσταλλάκια ονειράκια.
Τα φυλούσα σαν κόρες οφθαλμού στο σκοτάδι, περιμένοντας την αχτίδα φωτός που θα τα κάνει να λάμψουν, όπως τα βιτρό στις καθολικές εκκλησίες της Ευρώπης που δεν έχω ακόμα αξιωθεί να δω και θέλω.
Η αχτίδα φωτός ήρθε από τον ίδιο τον ήλιο, που αποφάσισε να κατέβει στη γη, να βαπτιστεί Αλέξης και να μ’ ερωτευτεί.


(απόσπασμα από το ημιτελές μυθιστόρημα "Η ερωμένη του ποιητή", που, όταν είναι η ώρα του, θα ολοκληρωθεί)

Κυριακή 9 Αυγούστου 2015

Θερινό Παραμύθι

-2 Αυγούστου 2015, Τζια-

Ένας βουβός άνθρωπος με δύο πόδια και δύο χέρια και, ίσως, δύο μάτια κρυμμένα πίσω από ένα ζευγάρι σκοτεινά γυαλιά παίζει ένα τραγούδι και τραγουδά το τραγούδι από μέσα του. Κανείς τους δε γνωρίζει το τραγούδι, κανείς τους δεν έτυχε να το έχει ακούσει από κάπου, κι όμως, πρόκειται για ένα από εκείνα τα τραγούδια που, αν τα ήξεραν περισσότεροι άνθρωποι, ο έρωτας κι η ίδια ακόμα η ερωτική πράξη θα ήταν, μετά βεβαιότητος, καλύτερος και καλύτερη.
Ο άνθρωπος παρατά να παίζει και βγαίνει έξω. Κάτω βρίσκονται ξύλα λευκά και δροσερά, ο άνθρωπος ξαπλώνει το βουβό του κορμί πάνω εκεί και τα μάτια σφαλίζει. Τώρα το τραγούδι παίζει μοναχό του και εκπέμπει μέσα από τα μυστικά ηχεία που βρίσκονται στις φλέβες του ξαπλωμένου ανθρώπου.
Δεν παρατηρούν την απουσία του και εκείνος
δε νοιάζεται γι' αυτό. Το τραγούδι σε λίγο θα τελειώσει, θα δύσει ο ήλιος και η γη θα καταπιεί τη θάλασσα, με μια δίψα που δε γνώρισε ποτέ κανείς.
Το πράσινο, ολοφώτιστο πρόσωπο ενός κοριτσιού που θάβει τα μαλλιά του στην άμμο στρέφεται πάνω στο ξαπλωμένο σώμα και νέο τραγούδι γεννιέται. Το τραγούδι αυτό είναι γνώριμο πολύ και φτάνει σαν παλίρροια στους ανθρώπους. Βήματα βαριά και ποδοπατούν τον ξαπλωμένο. Χορός βάρβαρος στην άμμο και το πράσινο πρόσωπο έλκει τους άλλοτε κωφούς.
Κορμιά γυμνά σα φύκια στα νερά γλιστράνε και άλλα πνίγονται, άλλα κολυμπάνε. Το πρασινοκόριτσο έρποντας βγαίνει στην ξηρά, ο ξαπλωμένος ανοίγει τα μάτια και πιάνει να δαγκώνει τη σμαραγδιά γοργονοουρά. Το κορίτσι γουργουρίζει σα γατί και καταβροχθίζεται από τα δόντια του βουβού, χάνεται μες στο κορμί του. Νυχτώνει.
Η θάλασσα στέγνωσε, η νύχτα έπεσε βαριά στην άμμο πάνω, όπως η Αγάπη. Ο ξαπλωμένος, ολοχόρταστος, ορθώνεται ακμαιότερος από ποτέ και τώρα πια έχει φωνή βροντερή. Τώρα, με τα τραγούδια του γητεύει  το αλάτι και τα ψάρια. Για πρώτη φορά στη ζωή του ανακαλύπτει τα κόκκινα φτερά που κρύβονταν στις μασχάλες του, χρόνια διπλωμένα και μόνα, θαρρετά τώρα τα ξεδιπλώνει και πετά, τραγουδά, πετά, ουρλιάζει.
Τρέχει να βρει το παλιό του, ολόδικό του αστέρι.

Γεωργία Δρακάκη

Πέμπτη 9 Απριλίου 2015

Ένας εν εκστάσει Παζολίνι

Oι ΘΕΑΤΡΙΝΩΝ ΘΕΑΤΕΣ γιορτάζουν τα δέκα χρόνια τους στο θεατρικό γίγνεσθαι με μια νέα υποσχόμενη παραγωγή. Oι παραστάσεις ξεκίνησαν στο STUDIO Κυψέλη την Τετάρτη 25 Φλεβάρη για το έργο του Γιάννη Σολδάτου " ΟΤΑΝ Ο ΠΑΖΟΛΙΝΙ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕ ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΠΟΥ ΤΟΥ ΠΡΟΣΦΕΡΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ" σε σκηνοθεσία Γιώργου Λιβανού και κινηματογράφιση Γιάννη Σολδάτου, με αφορμή τα 40 χρόνια από τον θάνατο του Ιταλού καλλιτέχνη.
Τέλη Μάρτη βρέθηκα στον μικρό πεζόδρομο της οδού Σπετσοπούλας κι από κει στο παρολίγον κλειστοφοβικό υπόγειο του θεάτρου. Ένας χώρος ασφυκτικά μικρός για να αντέξει την «παρέλαση» τόσων προσώπων. Θέατρο δεν είδα. Ούτε ηθοποιούς strictο sensu είδα. Αλλά χάθηκα και παρασύρθηκα σε ένα θέαμα που αφορούσε όλες τις αισθήσεις, ακόμα και αυτήν της όσφρησης. Αχνιστός ο ιδρώτας, γαρ, πάνω από τα γυμνά σώματα των εκστασιασμένων «χορευτών-ερμηνευτών».
Η ιδέα της παράστασης που παρακολούθησα εγώ και δεκάδες άλλοι διψασμένοι για Σάρκα και για Ποίημα θεατές ήταν η εξής: Ένας σκηνοθέτης στην Ελλάδα του σήμερα, αποφασίζει να ασχοληθεί με το έργο του Πιερ Πάολο Παζολίνι. Συνθέτει μια ομάδα καλλιτεχνών και μαζί δοκιμάζουν να αναπαραστήσουν, τις πιο γνωστές σκηνές από ταινίες του δημιουργού. Λεπτό με λεπτό, ταυτίζονται με το αυθεντικό έργο του καλλιτέχνη και ,με ένα άλμα στο χωροχρόνο, βρίσκονται 50 χρόνια πριν στα πλατό που γυρίζονταν οι ταινίες του. Ο Πιερ Πάολο, η Κάλλας, ο Σέρτζιο, ο Φάμπιο, η Μαρκέλλα, η Συλβάννα Μαγκάνο, και δεκάδες ακόμα άστρα του παζολινικού γαλαξία παρασύρουν το θεατή σε σκηνές από το ΔΕΚΑΗΜΕΡΟ, το ΘΕΩΡΗΜΑ, τη ΜΗΔΕΙΑ, τον ΟΙΔΟΙΠΟΔΑ, τις ΧΙΛΙΕΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΝΥΧΤΕΣ ,τη ΜΑΜΑ ΡΟΜΑ, το ΣΑΛΟ, τους ΘΡΥΛΟΥΣ ΤΟΥ ΚΑΝΤΕΡΜΠΟΥΡΥ, το ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ, δεμένες με όπερα και ιταλικές καλτσονέττες του '60, που εκτελούνται ζωντανά με συνοδεία από πιάνο και κιθάρα. 
Αισθησιακοί οι φωτισμοί, γρήγορος ο ρυθμός, φρέκσα τα πρόσωπα, συγκηνισιακό το όλο ύφος. Δεν βγήκα από το θέατρο εξιλεωμένη ή ανάλαφρη, αλλά βαριά, σαν ο θάνατος του Παζολίνι και η σημασία της τέχνης του να κατακάθισε μέσα μου για τα καλά. Όχι πως ο κύριος Λιβανός με έπεισε για Παζολίνι, αλλά η Γιώτα Φωτοπούλου και η Βερόνικα Ηλιοπούλου με καθήλωσαν. Ο υπόλοιπος θίασος δεν υστερούσε σε κάτι, αλλά οι δυο κυρίες ξεχώρισαν στα μάτια μου.
Η παράσταση είναι υπερφορτωμένη: ήχος, λέξεις, μουσική, φαλλοί, αιδοία, βυζιά, έρωτες, δάκρυα. Κάπου μπερδεύεσαι, μάλιστα, αν δεν είσαι άριστος γνώστης της τέχνης-και όχι μόνο-του Παζολίνι. Όμως, η προσπάθεια της ομάδας και του Γιώργου Λιβανού, που είχαν να αντιμετωπίσουν το δαιδαλώδες και σχεδόν μη θεατρικό κείμενο του Γιάννη Σολδάτου είναι αξιέπαινη. Αξίζει να δουν το έργο-ενήλικες!- άνθρωποι που πιστεύουν ότι το ελληνικό θέατρο έχει μείνει στάσιμο.
Από τα πρώτα λεπτά της παράστασης θα διαψευσθούν.
(120' χωρίς διάλειμμα/ ΗΜΕΡΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ
ΤΕΤΑΡΤΗ & ΠΕΜΠΤΗ 21.15, ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 22:00
STUDIO ΚΥΨΕΛΗΣ Σπετσοπούλας 9 , από Κυψέλης 51
210 8819571
15 ευρώ με ποτό/10 ανέργων)

Τετάρτη 8 Απριλίου 2015

Οι διαφορές μας

Οι διαφορές μας
στην αρχή
ωραία στολίδια ήταν
γυάλινα
σε υαλοπωλείο

Ο ταύρος χρόνος
μπήκε μέσα ορμητικός

Τώρα οι διαφορές μας
μπήγονται στη σάρκα μου βαθιά
και με ματώνουν.

Στολίδια δεν ξαναγίνονται.

Μα σ' αγαπώ τόσο
που μ'έχω ικανή
να ζω με τις πληγές.

                                              στον Χ.
(φωτογραφία: Φίλιππος Παναγιώτης)

Κυριακή 29 Μαρτίου 2015

                                         
Ο ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ ΓΥΜΝΟΣ

Πρώτη δημοσίευση στο fanzine Ex Nihilo που κυκλοφορεί κάθε 2 μήνες από τις εκδόσεις Anima στο κέντρο της Αθήνας

Όταν κάποιος προσεγγίζει ένα οποιοδήποτε ζήτημα, το κάνει από τη σκοπιά του, χρησιμοποιώντας τις λέξεις με τον τρόπο που τις καταλαβαίνει, ενίοτε και με βάση το φύλο του και την καταγωγή του.Το θέμα του παρόντος τεύχους «Το γυμνό στην τέχνη» είναι βαθιά πολιτικό, πολύ προσωπικό, ιδιαίτερα σημαντικό. Ο τρόπος ανάπτυξής του, βεβαίως, είναι ικανός να προδώσει ότι με το ζήτημα αυτό καταπιάνονται Νεοέλληνες άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών, και μάλιστα, όχι τίποτε Σπύροι Παπαδόπουλοι και Λένες Μαντάδες, αλλά ορισμένοι άσημοι τύποι που αρέσκονται στο φιλοσοφείν και το δημιουργείν. Δίνουμε στον εαυτό μας την ιδιότητα των αρμόδιων να εκφραζόμαστε καλλιτεχνικά, κυρίως επειδή δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς να το κάνουμε. Με απλά, λαϊκά λόγια δεν μπορούμε να ζήσουμε ντυμένοι.
Και για να μην συνεχίσω να παίρνω στο λαιμό μου τους εκλεκτούς «συναγωνιστές» σε αυτό το δύσκολο πεδίο μάχης που λέγεται Τέχνη, ας αλλάξω το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο σε πρώτο ενικό.
Τι έλεγα; Α, ναι. Ότι δεν μπορώ να ζω ντυμένη. Άρα ζω γυμνή. Όχι, φυσικά, κατά κυριολεξία. Ή μάλλον κατά κυριολεξία εξ ημισείας. Γιατί οι άνθρωποι είναι και σώμα και πνεύμα-ψυχή. Το σώμα το ντύνουμε για να μην κρυώνουμε, για να δείχνουμε ωραίοι, πολιτισμένοι και, κάποτε, σεξουαλικά διαθέσιμοι. Την ψυχή τη γδύνουμε για να πούμε τις αλήθειες μας, να τις επικοινωνήσουμε στον κόσμο και, τέλος πάντων, να υπάρξουμε ουσιαστικά. Και δη όταν καλλιτεχνούμε.
Διότι συνουσία με ρούχα δεν γίνεται να συμβεί. Και η Δημιουργία είναι μια ιδιόμορφη συνουσία: ο καλλιτέχνης ξεγυμνώνει το νου και την ψυχή, εκθέτει τις ιδέες του στα πολυβόλα μάτια αναγνωστών/ακροατών/πάσης φύσεως ληπτών και, αν υπάρξει γονιμοποίηση, τότε ακούει ο κόσμος της Ομορφιάς τον πρώτο θρήνο, της Ομορφιάς που ολομεμιάς γεννιέται και που ερωτικά ενώνει τον καλλιτέχνη με τον αποδέκτη του έργου του.
Δεν γίνεται να υπάρξει καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, αν ο δημιουργός υποκρίνεται. Δεν εννοώ με αυτό ότι, επί παραδείγματι, ένας συγγραφέας δεν μπορεί να επινοήσει και να κατασκευάσει ήρωες. Το αντίθετο. Ακριβώς για να μπορέσει να το κάνει έντεχνα και πειστικά, οφείλει να είναι ειλικρινής απέναντι στον εαυτό του, με μια τίμια ματιά στον προσωπικό του καθρέπτη. Ο Φερνάντο Πεσσόα, ο Πορτογάλος Καρυωτάκης, είχε δημιουργήσει ένα σωρό περσόνες-ψευδώνυμα, ήταν όλες τους, όμως, πέρα για πέρα αληθινοί αντικατοπτρισμοί του εαυτού του. Σάμπως ο εαυτός μας δεν είναι πολυπρισματικός και σύνθετος; Ακόμα και οι ρόλοι που μας αναθέτουν οι κοινωνίες-μάνα, εργοδότης, παππούς,ανηψιά- δεν απαιτούν από εμάς μια δημιουργία ταυτότητας πολύπλευρης;
Όλες αυτές τις πλευρές διοχετεύει ο καλλιτέχνης στις δημιουργίες του. Εδώ προκύπτει ένα ζήτημα: όταν απολαμβάνουμε ή/και μελετούμε το έργο ενός δημιουργού οφείλουμε να ασχοληθούμε και με την προσωπικότητά του;  Τις πτυχές της ζωής του, δηλαδή, ως ανθρώπου ενταγμένου σε μια κοινωνία; Ή, μήπως, χρειάζεται να λησμονήσουμε επί σκοπώ αυτό το κομμάτι και να καταπιαστούμε αυστηρά με αυτά που ζωγράφισε, έγραψε, συνέθεσε; Πραγματικά, σχεδόν αναπάντητο ερώτημα.
Προσωπικά, τάσσομαι υπέρ του να βάλουμε το έργο σε πρώτη και κύρια μοίρα, εφόσον, ούτως ή άλλως, αυτό αντανακλά την αλήθεια του καλλιτέχνη. Ακόμα κι ένας δολοφόνος μπορεί να έχει φτιάξει μια μελωδία άξια να νανουρίσει παιδιά. Είναι υποκριτικό να παραβλέψουμε την ομορφιά του έργου του, με βάση τη δράση του στην αρένα της ζωής, εκτός κι αν, πια, αποφασίσουμε να προσεγγίσουμε την Τέχνη εμφορούμενοι από –αμφίβολης βάσης- ηθικά κριτήρια. Έχω την άποψη πως μεγαλύτερη αλήθεια κρύβει η από μεριάς του δολοφόνου καλλιτεχνική του σφραγίδα, παρά η παράνομη (και ανήθικη;) πράξη του, η οποία, ούτως ή άλλως, μπορεί και να μην πήγαζε από τα βάθη της καρδιάς του, αλλά από ένα θολωμένο μυαλό.
Η δημιουργία, πάντως, απαιτεί ιδρωμένες καρδιές, ασθμαίνοντα μυαλά, πνεύματα που αγωνιούν και που οραματίζονται με πάθος. Ο λόγος για τον οποίο οι καλλιτέχνες είναι καλλιτέχνες εδραιώνεται στην ίδια τους τη συνέχιση της ζωής: δεν μπορούν να τη φανταστούν αν δεν παράγουν έργο. Ο Ναζίμ Χικμέτ, μέσα στις υγρές, τούρκικες φυλακές έγραφε ερωτική και αγωνιστική ποίηση και μόνο έτσι του φαινόταν λιγότερο δυσβάστακτη έως και αδιάφορη η ποινή του. Έρωτας και αγώνας η καλλιτεχνική δημιουργία. Πώς αλλιώς;
Ο δημιουργός είναι γυμνός όταν δημιουργεί και αυτό στα δικά μου μάτια προσομοιάζει με την εξής εικόνα: μια γυμνή ράφτρα που φτιάχνει το φόρεμά της κάτω από το φως μιας λάμπας πετρελαίου. Κάνει να το φορέσει και δεν της πάει η καρδιά- το χαρίζει στον πρώτο διαβάτη. Κι έτσι, γυμνή συνεχώς, συνεχίζει να πλέκει και να ράβει υφάσματα, τα οποία δίνει στον κόσμο να τα φορέσει. Το ίδιο συμβαίνει αέναα. Ο καλλιτέχνης δεν μπορεί να κοσμήσει με τις ζωγραφιές του και τα βιβλία του το σπίτι του. Δεν του αρκεί. Ο καλλιτέχνης δεν μπορεί να χορεύει για τον καθρέφτη του. Δεν του φτάνει. Ο καλλιτέχνης δεν μπορεί να παλεύει με τις νότες και με τις συλλαβές για να αυτοπαρηγορείται. Ο καλλιτέχνης πάντα δημιουργεί έχοντας στο μυαλό του ένα φανταστικό κοινό. Δεν λέμε ότι η καλύτερη αμοιβή του ηθοποιού είναι το χειροκρότημα; Γιατί, φυσικά, καλλιτέχνες δεν είναι αποκλειστικά οι δημιουργοί, αλλά και οι εκτελεστές-ερμηνευτές των έργων.
Το πόσο γυμνός είναι ο καλλιτέχνης, φαίνεται καμιά φορά από τη διαφορά που διαπιστώνεται ανάμεσα στα έργα του και στην κοινωνική του δράση. Τις περισσότερες φορές, οι φιγούρες των μεγάλων δημιουργών είναι απογοητευτικές. Μας δημιουργούν, ίσως, την εντύπωση, ότι, από κοντά, θα μοιάζουν με γίγαντες, θα είναι πρόσχαροι, γελαστοί, ή, τέλος πάντων, ακραίοι και είναι κάτι ανθρωπάκια, τις περισσότερες φορές, από σκυθρωπά έως αδιάφορα. Αυτή είναι ντυμένη τους εκδοχή, γι αυτό. Όταν στέκονται  στο εργαστήρι τους, στο στούντιο ή πάνω από τα κιτάπια τους, ψηλώνουν, δυναμώνουν, ανακουφίζονται, όπως όταν βγάζει μια γυναίκα τις ψηλοτάκουνες γόβες της μετά από μια κουραστική μέρα και ξυπόλητη περπατά πάνω στα δροσερά πλακάκια του σπιτιού της.
Να μην τους φοβόμαστε τους καλλιτέχνες: άνθρωποι που βγάζουν της ψυχής τους το βρακί για να μας καταθέσουν ηδονή και πόνο είναι άξιοι μόνο μίμησης. Κρίμα που ορισμένοι άνθρωποι γεννήθηκαν με ραμμένα τα εσώρουχα και τα παλτό στις καρδιές τους πάνω.
Αλλά πάλι όχι… δεν θα άντεχε ο πλανήτης δύο δισεκατομμύρια γυμνές ψυχές: για ποιους ντυμένους, τότε, θα δημιουργούσανε όλοι αυτοί;


Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2015

Μεθυσμένο σημείωμα περί δειλίας των εραστών

Η αθεράπευτη βαρεμάρα μου για κανονικότητα αλλοιώνει τη Λογική μου και κουβαλά τη συσσωρευμένη από διάφορα έργα τέχνης τρέλα μέσα στο κεφάλι μου.
Με έπιασα σήμερα ενώ διέσχιζα ένα μικρό, συνοικιακό δρόμο να κατηγορώ τους εραστές μου που κανείς τους δεν τόλμησε να με δολοφονήσει. Ήταν από φόβο να μην πάει φυλακή; Ή μήπως από αληθινή αγάπη προς το πρόσωπό μου;
Η αλήθεια είναι πως ο θάνατός μου δεν θα έφερνε σε λίγους ανθρώπους πόνο. Αλλά δε θα ήταν και τόσο δραματικό γεγονός. Είμαι από τα άτομα που έχουν ζήσει άφθονη ζωή σε τρομακτική πυκνότητα. Παρά τη νιότη μου, έχω διαβεί μονοπάτια άλλων δεκαετιών. Δεν θα πάθαινα τίποτε τρομερό αν σκοτωνόμουν. Το μόνο, που δεν θα μάθαινα ποτέ αν τα γραπτά μου είναι ικανά να επηρεάζουν κόσμο.
Δεν συγχωρώ στους εραστές μου που δεν τολμήσανε να με σκοτώσουν για τα δεινά που προξένησα στις ψυχές τους, για τις νύχτες που τους άφηνα μόνους. Δεν τους το συγχωρώ που προχωρήσανε στις ζωές τους και με έχουν ως μια ανάμνηση, για την οποία ανάμνηση, μάλιστα, έχουν το θράσος να επιθυμούν να είναι καλά.

Την ανείπωτη ευτυχία που ένιωθα μετά το πέρας της ερωτικής πράξης και κατά τη διάρκεια της πτώσης στην αγκαλιά τους δεν την αλλάζω με τίποτα. Δε συγκρίνεται με καμία άλλη ευτυχία. Όταν απουσιάζει αυτού του είδους η χαρά για μέρες και νύχτες πολλές από το μυαλό και την καρδιά και το σώμα, τότε μια πηχτή, κακή δυστυχία κουρνιάζει και γαντζώνεται από μέσα μου. Και είναι αυτές οι άσχημες στιγμές που ονειρεύομαι τον αναδρομικό θάνατό μου από τα χέρια κάποιου εξ όλων αυτών των δήθεν ερωτευμένων μέχρι θανάτου.
Φεβρουάριος 2015

Παρασκευή 22 Αυγούστου 2014

Ένας θλιμμένος νικητής

Ι. Είναι οι άνθρωποι μαθημένοι να ζούνε στη σκόνη. Η σκόνη αυτή είναι καμωμένη από το μεθύσι αυτών που τους φέρανε στη ζωή, από την παραζάλη αυτών που τους την ομορφαίνουν κι από τον βαρύ πόνο της γνώσης πως μια μέρα θα πεθάνουν. Όλα τούτα δε λέγονται δυνατά, θεωρούνται λογοτεχνία. Σε κάποια νυχτερινά ταξίδια με τρένο μπορεί κανείς να διαπιστώσει τη θλίψη με την οποία είναι συνηθισμένοι να ζουν οι άνθρωποι, μια θλίψη βαθιά θαμμένη κάτω από τη σκόνη της ύπαρξής τους. Κινούν για μεγάλα μεθύσια. Πάνε να συναντήσουν τους αγαπημένους τους. Οι αγαπημένοι τους συμβαίνει συνήθως να είναι σκονισμένες, επίσης, υπάρξεις που έτυχε να βρεθούν στο διάβα τους. Πίσω από κάθε μόριο σκόνης βρίσκεται μια νόστιμη ιστορία. Που θα πει: ο κάθε άνθρωπος έχει κάτι να διηγηθεί, κάτι ικανό να χορτάσει την ψυχή ενός άλλου που θα σταθεί ν' ακούσει. Το πρόβλημα είναι πως σπάνια οι άνθρωποι αγαπούν να μπαίνουν σε τέτοιους ρόλους ή, καλύτερα, σε τέτοιες θέσεις. Φοβούνται να πουν τις ιστορίες τους, έτσι, αν κάποτε κάποιος αρχίσει να τους μιλά θα τον πάρουν για τρελό ή για ψεύτη. Παλαιότερα, όταν τα πράγματα ήταν πιο απλά και τα μυαλά λιγότερο σκονισμένα, αυτούς που μιλούσαν για τα φώτα και για τα σκοτάδια της ψυχής τους τους λέγανε προφήτες, ύστερα τους μισούσαν και τους φοβούνταν, ώσπου, τελικά, τους σκοτώνανε.

ΙΙ. Όταν οι άνθρωποι απαντούν έναν άλλον άνθρωπο να γράφει τον κοιτούν στην αρχή παράξενα. Έπειτα στρέφουν το βλέμμα αλλού. Κάποιοι από αυτούς τον θαυμάζουν, άλλοι τον λυπούνται. Πιστεύουν πως, ίσως, δεν είναι ευτυχισμένος, γιατί έχει καθένας τους στο μυαλό του έναν τρομακτικά πρόχειρο και τυχαίο ορισμό της ευτυχίας. Γι' αυτό αγαπώ να γράφω μεταξύ ανθρώπων που κοιμούνται: τους είμαι αόρατη, όμως, εγώ τους βλέπω και κάθε στιγμή θυμάμαι, άλλοτε με χαρά, άλλοτε με θλίψη, πως ανήκω στο είδος τους. Επειδή φοράω μεγάλα σκουλαρίκια, μαύρα ρούχα πάνω στο λεπτό μου σώμα κι επειδή περπατώ ξυπόλυτη, κανείς τους, ή, παρ' ελπίδα λίγοι, σκέφτονται πως είμαι συγγραφέας. Η λέξη συγγραφέας, βέβαια, είναι πολύ τρομακτική, όπως όλες οι λέξεις που βλέπει κανείς συχνότερα γραμμένες, παρά που ξεστομίζονται. (Ω, η λέξη συγγραφέας περισσότερο τρομακτική φαντάζει στους Συγγραφείς.) Οι Συγγραφείς είναι άνθρωποι που κρύβουν την ιδιότητά τους, γιατί όταν οι άλλοι την ακούνε μεγάλες προσδοκίες γεννιώνται στην καρδιά τους: νομίζουν πως ένας συγγραφέας είναι ή πρέπει να είναι μορφωμένος και καλός. Εάν είναι και κάπως άσχημος ή σχετικά περασμένης ηλικίας, τότε μάλιστα. Οι Συγγραφείς κυνηγούν ανήλεα άξεστους χωρικούς που καπνίζουν και πίνουν. Οι Συγγραφείς ερωτεύονται παράφορα τα γέρικα δέντρα και τα ταπεινά ζώα που βόσκουν κάτω απ' τον ήλιο. Οι Συγγραφείς συζητούν με πλάσματα που δε μιλούν την ίδια γλώσσα με αυτούς. Οι Συγγραφείς κοιτούν με αγάπη μητρική και, συνάμα με παιδιού περιέργεια τον κόσμο. Κάποτε δεν τους παίρνεις λέξη, γιατί παγιδεύονται μες στη σιωπή, επιχειρώντας να ξεθάψουν την προσωπική τους θλίψη μέσα από τη σκόνη. Άλλες φορές δεν μπορείς να τους σταματήσεις από τις μεγαλόφωνες, συχνά παραληρηματικές εκδηλώσεις έρωτα και μίσους γι' αυτό που συμβαίνει στη φύση, στο αίμα, στα τραπέζια της ουζοκατάνυξης και τους σκοτεινούς δρόμους της πόλης. Η μέση λύση, από μία άποψη, είναι να τους κάνεις ζεστό έρωτα στο σώμα για ν' αποσυρθούν από την εξερεύνηση των εντός τους πεδιάδων και ν' ασχοληθούν, επιτέλους, με κάτι που αδυνατούν να καταγράψουν. Φυσικά, παραμένει καλή η ιδέα να τους αφήνεις ανενόχλητους να κυνηγούν τ άπιαστα.

ΙΙΙ. Έχω ασχοληθεί με αρκετά εφήμερα ζητήματα, άλλοτε για να κερδίσω λεφτά, άλλοτε για να νικήσω εμένα, για να με δω ως πού μπορώ να με φτάσω και, ίσως, να με θαυμάσω ή να με οικτίρω γι' αυτό. Η αγαπημένη μου ασχολία είναι ν' αγαπώ τον Άνθρωπο. Αγαπημένοι φίλοι με κοροϊδεύουν λιγάκι γι' αυτό, δεν κατανοούν ακριβώς το λόγο και τον τρόπο που το πράττω ή επιχειρούν να μπολιάσουν την κοσμοθεωρία μου με ιστορικά γεγονότα και φιλοσοφίες που απαξιώνουν τους ανθρώπους και απονοηματοδοτούν την όποια συμπάθεια σε αυτούς, αν δεν ανταποκρίνεται σε συγκεκριμένα κριτήρια. Βλέπω ένα πρόσωπο και ξέρω τη μοίρα του. Συναντώ στο δέρμα του πολλά από τα φιλιά και τα χάδια που πήρε και περισσότερα από αυτά που στερήθηκε. Άθελά μου τους αγαπώ και τους συμβουλεύω με τεχνική πικρή, που θα πει, χρησιμοποιώντας ολάκερο τον εαυτό μου, με τη βαθιά, θεατρική της αλήθεια. Χιλιάδες άνθρωποι σκορπισμένοι στα πέρατα της γης έχουν πάρει από εμένα το δικαίωμα να με ερωτευτούν, να με μισούν και, σίγουρα, να με συζητούνε. Χιλιάδες άνθρωποι στριμωγμένοι σε ζωές-καράβια και σε ζωές-στάνες και σε ζωές-βιβλία με βλέπουν μέσα στη ζήλια τους θαμπή σα βρώμικο φανάρι, με βρίσκουν στα όνειρά τους ακατάληπτη σα Βαβέλ, με πετυχαίνουν με αόρατες κάννες ίσια στην καρδιά και μ' εξοντώνουν μέσα τους. Είναι οι άνθρωποι που είδανε στα μάτια μου τη γνώση που έχω γι αυτούς φυλαγμένη. Οι άτυχοι μετανάστες στις αποβάθρες, τα όμορφα κορίτσια στα μπαρ, οι επίδοξοι εραστές που απέτυχαν να ενωθούν μαζί μου. Οι ατάλαντοι ηθοποιοί, οι αγενείς μεσήλικες με τις βέρες στα δάχτυλα, τ' άγουρα παιδιά που τρέχουν γυμνά στις παραλίες και πέφτουν και γδέρνουν τα γόνατά τους στις πέτρες. Κυνηγώ τους ανθρώπους με την καρδιά μου στις παλάμες να στάζει κι όλοι τους, αν θέλουν να με βρουν, με βρίσκουν απ τα ματωμένα χνάρια της που ζέχνουν παραμύθι και περιπέτεια. Αυτοί που μ' αγαπούν, μ' εχθρεύονται που δεν τους αγαπώ με τον ίδιο τρόπο, τον τρόπο τους. Αυτοί που με ζηλεύουν, με λατρεύουν που υπάρχω για να έχουν ακόμα μια αφορμή ν' αγωνιστούν και να πατάξουν το λίγο τους. Αυτοί που με φοβούνται, ονειρεύονται πως μια μέρα θα βρεθούν στην αγκαλιά μου. Κανείς τους δεν ξέρει πως, ούτως ή άλλως, την καρδιά που στα χέρια βαστώ τη στύβω αλύπητα στο κεφάλι, στα μαλλιά μου, στέκομαι ύστερα πάνω από μια λευκή κόλλα αναφοράς και τα σχήματα που παίρνουν οι βαριές σταλαγματιές είναι τα γραπτά μου. Κανείς τους δε φαντάζεται πως παθιασμένα πρωταγωνιστεί στα κείμενα που με το αίμα μου ζωγραφίζω.

IV. Ο λόγος που διαβάζω πολλά βιβλία και κείμενο και ποιήματα και παραμύθια και κόμιξ είναι πολύ απλός: η ζωή είναι μικρή. Δεν προφταίνει να γνωρίσω την αλήθεια σ' όλα τα μήκη και τα πλάτη της, αν διαλέξω ν' ασχοληθώ με τις δικές μου μονάχα υποθέσεις. Τόσοι αιώνες πίσω, τόσοι αιώνες μπρος. Χίλιες χώρες που δε θα προλάβω να επισκεφθώ. Δάση και ψάρια κι έρωτες κι εγκλήματα κι εξομολογήσεις. Συχνά, βρίσκω περισσότερα κοινά με τους ήρωες των βιβλίων, παρά με αυτούς των διπλανών θέσεων στο τρένο, στο λεωφορείο, στο καράβι. Ο λόγος που θαυμάζω τα παιδιά είναι επίσης απλός: λένε πάντα την αλήθεια, χωρίς να έχουν λόγους ηθικούς από πίσω κρυμμένους να το επιτάσσουν. Σ' όλη μου τη ζωή προσπαθώ να τους μοιάσω, έστω σε αυτό. Διότι, η ποιητικότητά τους είναι αμίμητη και ανεπανάληπτη, φεύγει γύρω στα δέκα κι αν είναι να επανέλθει, αυτό θα συμβεί όταν και αν τα παιδιά ερωτευτούν για πρώτη φορά στη ζωή τους. Τι σημαίνει ποιητικότητα; Σημαίνει η πιο αληθινή μορφή της πραγματικότητας, σημαίνει το μεδούλι της αλήθειας. Θυμάμαι πρωί επτά η ώρα, όταν το μεγάλο τρένο έφθασε από την Κατερίνη στην Αθήνα, τη φωνή ενός παιδιού να λέει στη γιαγιά του: "Ω, πόσες σκάλες έχει η Αθήνα! Η Αθήνα, γιαγιά, έχει πολλές σκάλες". Κι είχε μόλις δει τα δέκα δεκαπέντε σκαλοπάτια που οδηγούσαν στην έξοδο. Δεν είναι αφέλεια, είναι διορατικότητα. Απλώς, μια διορατικότητα που, επιτέλους, διατυπώνεται σοβαρά. Με ποίηση κι τρέλα, δηλαδή.

 V. Ο μόνος τόπος που δε βρήκα στιγμή την Ελλάδα είναι η Ελλάδα. Γιατί την πατρίδα αυτή δεν τη βρίσκεις μες στον εαυτό της ποτέ. Δυο Ελλάδες υπάρχουνε. Η μια, η κούφια που ξαπλώνει σαν καχεκτικιά γοργόνα πάνω στα μεσόγεια κύματα. Η άλλη η πύρινη, η άφταστη, η πνευματίσια που σελαγάει στα άναρχα σύμπαντα και, σαν πεταλούδα καλή, στέκεται στιγμές πάνω στα μαλλιά των ανθρώπων που γλεντούν με την ψυχή τους, όπου κι αν βρίσκονται αυτοί κι όποια γλώσσα κι αν μιλούνε. Υπάρχει νόημα στην ύπαρξη καθρεπτών μες τα φθηνά μπαρ: πίνεις πολύ κι έτσι τον εαυτό σου τον βλέπεις τετραπλό. Δυο οι νορμάλ, δυο οι μεθυσμένοι. Ύπουλο γυαλί ο καθρέπτης. Αφήνεις με άνεση και με άνασα όλες-η, πια, σχεδόν όλες- τις προσωπικότητές σου ν' αποκαλυφθούν περίτρανα στο σύμπαν. (Γιατί τα είδωλα του καθρέπτη είναι φαινόμενο φυσικό και αναντίρρητο).
Άιντε να πίνει ο χορευτής, να μεθά ο ποιητής, να χορεύει ο εραστής κι εμπνευσμένα να ερωτεύεται ο πικραμένος.

{Αθήνα-Κατερίνη-Εύβοια-Αθήνα, Αύγουστος 2014}



















Παρασκευή 3 Μαΐου 2013

Λευκό Νανουρίσμα για ένα σώμα (1)


(Καληνύχτα, σταυρέ μου.
Ουρανέ μου, καληνύχτα)

Κι έτσι, καθώς φυτρώνουν τριαντάφυλλα
μέσ'από τις πληγές των τραυματισμένων μου ονείρων

έρχεσ'εσύ και τα ποτίζεις με το σπέρμα σου
τα κόβεις ύστερα με τις άκρες των δοντιών
κι αλαφιασμένος μου τα χαρίζεις

ξεχνώντας τ'αγκάθια τους
μέσα στα δάχτυλά μου.

Αίμα στο αίμα, λοιπόν,
κι απ'τα χνάρια που αφήνει η ανοιχτή μου στον ήλιο φτερούγα
σε βρίσκω ολοένα.

Σ'αγαπώ μ'όλο σου το παρελθόν
και τ'αραχνοϋφαντο μέλλον σου,
εξ ου και η μελαγχολία

εξ ου και η ανάγκη για γυμνή περπατησιά
στα κοφτερά χαλίκια

εξ ου και το λευκό χρώμα που σαβανώνει το μυαλό σου
όταν βυθίζεσαι μέσα μου.




 

Δευτέρα 1 Απριλίου 2013


Αρυθμός 2 ή Το Κάπνισμα
{στον Γ.}

Είναι ορισμένες σκέψεις που διαλέγουν να υποτάξουν το ποίημα και μέσα του να μπουν ορμητικά, να το διαμελίσουν σε τέσσερα κομμάτια και έπειτα να χαθούν

Είναι ορισμένες σκέψεις που προορισμός τους είναι οι λέξεις

(28 / 3 / 2013)

Άτις

«Μ’ αιθέριο έλεος κάνε μασάζ στις πληγές μου και κρύψε το αίμα τους

Στα χέρια σου

Είναι τόσο μεγάλα κι αυτό τόσο πικρό»  τον ικετεύω

«Μ’ όλη σου την κακή την καλλοσύνη

Φύσα τη νικοτίνη σου μέσα μου να πνιγώ» τον προστάζω

«Αναστέναξέμεαναστέναξέμε» τον αναστενάζω

Και

«Συγχώρεσέ με που είμαι αλλού ταγμένη

Όπως κι εγώ συγχωρώ τις τάσεις σου για σώμα και ουρανό»

 

Ύβρις

Έκανα μαζί του έρωτα

Και πριν το τσιγάρο

Προσέλαβα εργάτες για την ανοικοδόμηση

ενός γιγάντιουΑριθμού 2 στο έξω τείχος της ψυχής

Ατσάλι τους είπα

Και Πέτρα τους είπα

Μα σάρκα μπάζωσαν και αίμα ράντισαν

Γυμνή εγώ

Στα δικά του σεντόνια

Άκουσα τα δικά μου τραγούδια και

Τις δικές μου προτάσεις διάβασα και διάβηκα

Εκπυρσοκροτώντας τη σφαίρα του ονόματός σου

Στον γκρίζο της καρδιάς του δρόμο

Ξανά και ξανά και

 ξύπνησα μες στον ιδρώτα των ονείρων του

Κι έβαλα τα χέρια μου στις τσέπες τις δικές του

Να μην μου τα κλέψει ο άνεμος και τα στείλει στο πρόσωπό σου

Τον άφησα να ράψει πάνω στο δέρμα μου το μέλλον του

Και πήρε αμπάριζα η βελόνα λιγάκι παρελθόν

Πέταξε τις κλωστές μέσα στα μάτια μου

Τυφλωμένη, σου λέω, υποταγμένη σε κάποιου δαίμονα βούληση θεία

Άρχισα να γράφω κατά παραγγελία του

Εκεί αυτός να γίνεται η νέα μου η έμπνευση ολοένα

 

Νέμεσις

(στη δική μου τραγωδία ,που τραγουδιστά προφέρεται, η οργή παράλληλα με το αμάρτημα εκτελείται, το αμάρτημα εγώ, εγώ και η οργή)

Αδειανό να βλέπω τον ορίζοντα.

Να χάνω το έδαφος, να ονειρεύομαι συνεχώς το καλοκαίρι και δίχως σαφές γιατί

Να σχεδιάζω μια φυγή προς Βόσπορο

Να γνωρίζω σκοτεινούς ανθρώπους

Και με σκοτάδι στα μάτια να βλέπω το πρώτο της μέρας φως με πάνω μου ακόμα θρύψαλλα σπασμένης νότας ξενύχτισσας

Να χάνω-δες!- φίλο το φίλο

Φυλλοβόλο κλαδί με δίχως κρίνο

Αιωνίως ταυτισμένο

Κι ύποπτα

Με κάποιον Κώστα Καρυωτάκη

Να παραμένω μόνη και να περιμένω

Να μυρίζομαι το ψέμα όπως τη σκουριά στο σίδερο: αίμα

Να καπνίζω

Να ανακαλύπτω διαφορετικές διαδρομές για το σταθμό των τρένων

Θλιβερότερες

Κι έρπητα ν’ αντικρίζω στο καπάκι πάνω του φιλιού

Να δηλητηριάζω με τρομακτική επιτυχία τις νύχτες των ανθρώπων που με αγαπάνε

Όχι και δεν

Οχιά δενδρογαλιά

Κι η μυρωδιά σου να ξεφτίζει μες στους μήνες

 

Τίσις

Σα σινεμά θα δω την τιμωρία:

Από το χέρι σου στολίδι γιορτινό

το παιδί σου

Και λίγο πιο πίσω η μάνα του να σε φωνάζει με λέξη ανοίκεια

Που σε μένα θ’ ανήκει ακόμα

Η καρδιά μου θα χτυπήσει σε σχήμα σφυριού

Θα την ακούσεις

Θα προσπεράσεις με δυο μονίμως τυρκουάζ πληγές στα μάτια σου

Θα με δεις

Θα με δείτε (τέσσερα τυρκουάζ καρφιά δυο μικρά και δυο δικά μου)

Μια ξένη δύναμη τότε ίσως με σπρώξει

Σ’ έναν πολύ γνώριμό μας γκρεμό αιγαιοπελαγίτικο

Χωρίς ποίημα τότε, χωρίς άλλη άτη

Κι ο πόνος μου, ποινή σου

Αν ποτέ-που δε νομίζω

Τύχει κι ακούσεις κάτι

 

 

Μη μου κακιώσεις μόνο

Που δε θα’ χω προλάβει να κόψω το τσιγάρο

 

 
https://www.youtube.com/watch?v=kZnJSw2cNLc
 

Τρίτη 5 Μαρτίου 2013

Γενική Πτώσις

Γενική πτώσις

Θα μείνω πάντα ηδονικός κι αντάξιος εραστής
των ουρανίσιων οδυνών
των ανθρωπίσιων πόνων
θ' αναστηθώ, όμως, μια φορά, σαν όλες τις φορές
απ' το σταυρό του έρωτα
των δέκα μεγατόνων

... Θα ξεπλυθώ απ' όλα μου της νιότης τα αλάτια
Θα κυβερνήσω μια βραδιά
σ' ενήλικα παλάτια
σκήπτρο βαστώντας άγριο
και καβαλώντας άτια
από εκείνα που φορές είχαν σκοτώσει κι άγιο.

Η πτώσις θα ναι γενική
κι η ανά(σ)τασις επίσης
θα πολεμώ κι ας ηττηθώ

είπαμε! επάξια θα σταθώ σε μοίρα βασιλίσσης.
 (τελευταία μέρα του τελευταίου μήνα του χειμώνα)


 

Τρίτη 1 Ιανουαρίου 2013


Wild is the wind, σε τρεις πράξεις

 

ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ

Τελευταία νύχτα του κόσμου υποτίθεται, εξαρχειώτικο μαγαζί ψευτοκουλτουριάρικο, ημιαδειανό, αποχρώσεις του μωβ και του κίτρινου μέσα, σα φθινοπωρινό δείλι ένα πράμα, «παράμ, παράααμ, love me, love me, love me, love me, say you do…»

Ιδρωμένος  αρκετά, ο ιδρώτας της ιδρωμένης χειμωνιάτικης νύχτας που φοράς πουλόβερ μα μες στο μαγαζί έχει ζέστη και το ουίσκι δεν σε ξεδιψά, ακόμα πιο πολύ σε καίει. Ποτέ δεν έχει λεφτά να αγοράσει όσα τσιγάρα θέλει να καπνίσει. Και χρειάζεται πολλά. Ένα δυο, τουλάχιστον, να ζεσταθεί το χνώτο του, να βρει ευκαιρία να φωτίσει από κοντά την αγριεμένη μούρη του με τον αναπτήρα, αργότερα άλλο ένα να υπάρχει καπνός ανάμεσα στα μάτια του και στα μάτια που τυχαία επιλέγει να κοιτάξει. Κι από κει και πέρα, όσα σηκώσει η νύχτα. Κι έχει μεγάλες πλάτες η νύχτα. Έχει χορέψει ό, τι θυμάται από τα αναγκαστικά μαθήματα λάτιν της πρώην του, με μια άλλη γκόμενα, κούκλα, αλλά ντυμένη συντηρητικά. Φούστα τζιν, άλλης δεκαετίας, μπότα μέχρι το μέσο της γάμπας, καφέ πουλόβερ. Πρόσωπο γεμάτο, χείλη όλο πάθος. Της αρέσει ο ιδρώτας του, αλά μετά το χορό παράγινε το κακό. Της μιλάει για τη δουλειά του. Είναι ντι τζει, λέει, έχει παίξει σε μαγαζιά και μαγαζιά. Θέλει να τη φτιάξει, φαντάζεται πως είναι μια στερημένη γυναίκα που θα ήθελε να καβαλήσει κάποτε κάποιον ξεπεσμένο ντι τζέι που μοσχοβολά αντρίλα. Αυτή, όλο γελά. Δεν πρόκειται να του κάτσει, ούτε φιλί δε γουστάρει να του δώσει. Θέλει, όμως, να τον κάνει να τη θελήσει. Τον κοιτά μες στα μάτια. Αυτός θέλει να την κεράσει κάτι, αυτή αρνείται, αυτός ψιλοανακουφίζεται, έχει ένα τελευταίο πεντάευρω στις τσέπες, αρχίζει και να τη βαριέται, παρατηρεί το πεσμένο της στήθος, ναι, ναι, πατημένα τα 30. Η ιδιοκτήτρια του μαγαζιού παρατηρεί τη σκηνή, μαντεύει σκέψεις, βγαλμένη στους ανθρώπους από νωρίς. Ξέρει ότι είναι ωραιότερη από την τριαντάρα, το δικό της πεσμένο στήθος έχει πολύ περισσότερο στυλ. Μπαίνει ανάμεσα από τη σιωπή τους, που άβολα έχει αρχίσει να μπερδεύεται με τον καπνό του τελευταίου του τσιγάρου. Του ψαλιδίζει τις τρίχες στο στήθος με τα δάχτυλα και του κάνει κομπλιμέντο για τις χορευτικές του φιγούρες. Με το βλέμμα της καρφώνει τη στύση του. Φοράει κόκκινη φόρμα. Τον κάνει να σκεφτεί ότι δεν έχει πάει ποτέ με μεγαλύτερη γυναίκα. Η γκόμενα με τη τζιν φούστα ζηλεύει και τσατίζεται. Αρπάζει το κινητό της και τηλεφωνεί στον πρώην της. Τον χαιρετάει. Κάνει ένα νεύμα αυτός, καθώς εξαφανίζεται μες στα μάτια της άλλης. Φαντάζεται να δέχεται το φλας κάποιου διάσημου φωτογράφου για τη νέα του έκθεση στο Παρίσι με θέμα τον άντρα. Προτάσσει το καλό του το προφίλ στον αόρατο φακό, σφίγγει κάπως τα χείλη. Ο ιδρώτας του αρχίζει να στεγνώνει, το αλκοόλ να επιδρά. Μετά το κέρασμά της, σφηνάκι τυπικό, τεκίλα πορτοκάλι, συνειδητοποιεί πως έχει τον μπάρμαν γκόμενο και ανάμεσα στα φρύδια μια ρυτίδα που δεν κρύβεται. Ο κοντός ντι τζέι του μαγαζιού έχει βάλει Μπάουι. Στο λοβ μι, λοβ, λοβ μι, σέι γιου ντου έχει ήδη κλείσει την πόρτα πίσω του. Με το τζάκετ του στο χέρι και χαρμανιασμένος, μπήγει τα κλάματα και σκέφτεται το υπόλοιπο τραγούδι από μέσα του.

 

ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ

Τελευταία νύχτα του χρόνου υποτίθεται, ξεβαμμένη ταπετσαρία, σκοτεινό σπίτι, μυρωδιά χόρτου, βήχας, χόρτο, βήχας, κρασί φτηνό, μόνος του, σκληρός καναπές της γιαγιάς του, παλιός, «with your kiss my liiiife beginssss…»

Γυμνός κι έχει τα μάτια του κλειστά. Σκέφτεται πράγματα αλλοπρόσαλλα, σιχαίνεται να σκέφτεται στο τέμπο των ευχών για την καινούργια χρονιά, ειδικά η δεδομένη καινούργια χρονιά δεν είναι για ευχές, θα είναι η μόνη χρονιά που δεν θα παίξει μουσική σε κανένα μαγαζί, γιατί πια δεν υπάρχουν δουλειές, θα είναι η μόνη χρονιά που όταν θα γαμάει γυναίκες θα σκέφτεται μία γυναίκα, αυτήν που ποτέ του δεν θα μπορέσει να γαμήσει, κι αν το κάνει δεν θα του αρκεί απλά αυτό. Είχε έρθει σπίτι του μια μέρα, παλιά και μιλήσανε και φάγανε και νόμισε πως θα μπορούσαν να κάνουν όλα τα πράγματα του κόσμου μαζί, αλλά τελικά αυτή έφυγε για δουλειά εξωτερικό ένα μήνα αργότερα. Και δεν κατάλαβε πότε έγινε 30, άνεργος ντι τζέι, με δίχως μια σοβαρή σχέση ποτέ του και τον πονά που τα δυο του τα μικρότερα αδέρφια περνάνε Πρωτοχρονιά με τις γκόμενές τους, θα μπορούσε κι αυτός να τσουγκρίζει ποτήρια με ποτά και να χορεύει ό, τι λάτιν θυμάται από εκείνη την ψευτοπρώην του τη γυμνάστρια, θα μπορούσε να μιλάει για πολιτική και για μουσική, αλλά του έχει καρφωθεί όλο το Δεκέμβρη το αγαπημένο της τραγούδι και όλο αυτό τραγουδάει, φαντασιώνεται ένα μαγαζί που θα μπορούσε να παίζε ξανά και ξανά το ίδιο αυτό τραγούδι και ξανά το τραγούδι της και ξανά. Όταν βγαίνει στα μαγαζιά που παίζουν άλλα τραγούδια ξεχνιέται, χορεύει με γυναίκες, αφήνεται στο φλερτ τους, αλλά δεν καταφέρνει να τις κερδίσει στ’ αλήθεια, ξέρει ότι φταίει, η γυναίκα μπορεί να διαβάσει στο βλέμμα ενός άντρα αν τη θέλει απόλυτα και λίγες δίνονται εκεί που βλέπουν ότι υπάρχει άλλη από πίσω, αυτό το καταφέρνουν μονάχα οι πολύ ωραίοι άντρες κι αυτός δεν είναι ωραίος άντρας, βέβαια εκείνη του είχε πει πως τον βρίσκει πολύ πολύ ωραίο άντρα. Τσατίζεται, γιατί ξέρει ότι η ιστορία του δεν έχει τίποτα το δραματικό, τίποτα το συγκλονιστικό, δεν έχει το γυμνό της σώμα να σπαρταράει στο λευκό του σεντόνι, δεν έχει θάνατο, η αυτοκτονία πάει πολύ, δεν έχει τίποτα που φέρνει δάκρυα, μοιάζει πολύ με τις κυνικές ιστορίες του Τενεσσή Ουίλιαμς, μοιάζει κι αυτός με ένα θλιβερό Αμερικάνο ξεχασμένο στη δεκαετία του ’50, με παλιό τζιν παντελόνι και δίχως καμία πιθανότητα να τον γράψει η ιστορία. Η χρονιά αλλάζει εκεί έξω, η μάνα του τον παίρνει τηλέφωνο από το χωριό, το βάζει στο αθόρυβο και σηκώνεται όρθιος. Θέλει να νιώσει πως τον κινηματογραφεί κάποιος διάσημος, γκέι σκηνοθέτης. Σηκώνει το μελαχρινό κορμί του, το σέρνει στο παράθυρο, με το χέρι τραβά λιγάκι την κουρτίνα, κλείνει τα μάτια, προσπαθεί να κλάψει πάλι, δεν μπορεί χωρίς Μπάουι, πια. Το CD που του χάρισε έχει μήνες να κοιμηθεί στη θήκη του, οπότε πατά απλά το play, η μελωδία τού τρυπά τα μηνίγγια και τού τρίζει τις φλέβες στην παλάμη, με ανοιχτά τα μάτια κλαίει, ο γκέι σκηνοθέτης θα έκανε ζουμ στο τραγανό μήλο του Αδάμ του. Πιάνει τον μαραμένο του φαλλό στη δεξιά παλάμη σφιχτά. Ουιθ γιορ κις μια λαιφ μπιγκινς… Μερικές γρήγορες κινήσεις. Τελειώνει μαζί με τον Μπάουι. Έξω τα πυροτεχνήματα δε λένε να σταματήσουν.

 

 

 

ΠΡΑΞΗ ΤΡΙΤΗ

Τελευταία νύχτα της θλίψης υποτίθεται, Ελευθέριος Βενιζέλος, αφίξεις και αναχωρήσεις, ιδρωμένες παλάμες, ο ιδρώτας του περιμένω, του νιώθω την καρδιά μου να χορεύει σαν τρελή, του έρχεται η γυναίκα της ζωής μου, με πήρε τηλέφωνο χθες το βράδυ εκεί που γύριζα από την ανοιξιάτικη βόλτα στα γιασεμί της γειτονιάς και στα γαβγίσματα των σκύλων, μου είπε έρχομαι, έλα στο αεροδρόμιο, μου είπε πως έρχεται και πως θέλει να είμαι ο πρώτος που θα την δει, «dont you know youre life, itself…»

Θα την αγκαλιάσει μαλακά, μη φανεί κανένας λιγούρης. Θα της πει κοιτώντας τη στα μάτια πόσο έχει ομορφύνει, γιατί το ξέρει από τώρα θα έχει γίνει ακόμα πιο κούκλα. Θα τη ρωτήσει  πώς και αποφάσισε να έρθει πάνω στον ένα χρόνο, και γιατί όχι πιο νωρίς και γιατί όχι πιο αργά. Αυτή θα του πει πως είναι πολύ κουρασμένη, θα σκέφτεται από μέσα της πόσο της έχει λείψει, μα δεν θα το λέει, θα το ξέρει, όμως, εκείνος. Θα του πει να τηλεφωνηθούνε το βράδυ, αυτός θα της πει ότι έχει βαρεθεί τα μπαρ και τα ρεστοράν, θα έχει στρώσει το κόκκινο τραπεζομάντηλο και θα της έχει μαγειρέψει το μόνο φαγητό που ξέρει, θα έχει βάλει το wild is the wind και πριν τελειώσει θα έχει προλάβει να της πει αυτή την κλισεδιάρικη λέξη που ποτέ δε θέλησε σε κανένα και σε καμία να πει, αλλά θα ταιριάζει τόσο πολύ το σ’ αγαπώ με τον David, και εκείνη και το κοτόπουλο και το κόκκινο κρασί. Θα έχει τα μαλλιά της πιασμένα, όπως τώρα, λαμπερή τώρα, προχωράει τώρα, τη βλέπει επιτέλους τώρα, έχει κάτι πάνω της που του σφίγγει την καρδιά, έχει βλέμμα νωθρά αφημένο στη συμπάθεια απέναντί του, δε διακρίνει καμία άλλη σπίθα, χαμογελάει ψεύτικα και γιατί έχει παχύνει, γιατί; Το άρωμά της τον κατακλύζει, τι κάνεις, γλυκέ μου, δεν θα πεις καμιά κουβέντα, είμαι έγκυος, είχες καλό ταξίδι, είμαι έγκυος, γιατί ήρθες, για να το πω στους δικούς μου, σε λίγο θα έρθει και ο Άλεξ, ποιος είναι ο Άλεξ, ο πατέρας φυσικά, εσύ, καλέ μου, πω πω, έχεις ομορφύνει, καλέ μου, στο έχω πει σου πάνε τα μούσια. Όλον αυτόν τον καιρό, άκουγα το wild is the wind, της λέει. Α, το έχω σιχαθεί πια αυτό το κομμάτι, με έριχνε πολύ, άσε που έχω ανακαλύψει αυτόν τον καιρό κάτι που

Δεν την ακούει, οι ήχοι παύουν, μέσα του μονάχα παίζει το τραγούδι, έχει κολλήσει στο σημείο που λέει ντοντ γιου νόου γιορ λάιφ ιτσέλφ, το ιδανικό σημείο για κλάμα ή για φιλί, μα η ώρα ακατάλληλη και για τα δύο, στεγνά χείλη και μάτια, με το που γυρίσει σπίτι θα σπάσει το γαμημένο το CD χίλια κομμάτια και θα το πετάξει στο καλάθι της τουαλέτας, σαν το χειρότερο κωλόχαρτο. Αργότερα, θα διαγράψει οριστικά το τηλέφωνό της και θα ξυρίσει τα γένια του.

Θέλω να το βαφτίσεις εσύ, νομίζει πως ακούει να του λέει. Χαμογελάει και σκέφτεται κάτι που θα μπορούσε να το εκμυστηρευτεί σε κάποιον σπουδαίο ποιητή για να το αξιοποιήσει αυτός όπως κρίνει καλύτερα: Ο κόσμος, ο χρόνος και η θλίψη θα διαρκούν πάντα παραπάνω από όσο αντέχεις. Θα φυσούν ο κόσμος, ο χρόνος και η θλίψη, άγρια, σαν τον άνεμο, άγρια, σαν τον άνεμο.
φωτογραφία: Δημήτρης Καρπέτης