Δε μου αρέσει η λέξη ποίηση-μονάχα ηχητικά, έτσι όπως παφλάζει μες στο" οίη" της. Η ποίηση είναι έμπνευση, για μένα σχεδόν ατόφια, σε αντίθεση με τα λοιπά παρακλάδια της λογοτεχνίας, χώρια του ότι ποτέ δεν κατάλαβα γιατί η ποίηση θεωρείται παρακλάδι της λογοτεχνίας και όχι της μουσικής ή της ομορφιάς. Ή γιατί δεν είναι ένα άλλο δέντρο, ξεχωριστό και αυθύπαρκτο. Πρέπει για μένα το ποίημα να περικλείει μια ιδέα για να θεωρηθεί ως τέτοιο. Για κάποιους πρέπει να έχει ένα μέτρο, για άλλους ένα ύφος, για πολλούς οτιδήποτε μπορεί να είναι ποίημα. Αλλά όχι. Ποίημα, για μένα, ίσον Ιδέα. Κι η ιδέα περικλείει και τη σκέψη, διότι αρκετοί γράφουν με πένα το νοητικό, περικλείει και το συναίσθημα, επειδή αρκετοί βουτούν την ακίδα τους στης καρδιάς το μελανοδοχείο.
Πρέπει να πω ότι εγώ ποιητή θεωρώ κι ένα μουσικό. Ιδίως αυτόν! Δηλαδή, ποιητής πρέπει να είναι οποιοσδήποτε έχει αξίωση να εμπλακεί με τις καλές τέχνες και, φυσικά, με την Αγάπη. Η ποίηση πρέπει να διαπερνά τη ζωή, πρέπει, αν επιλέξεις το δρόμο της, να την αφήσεις να σου μιλά για πάντα. Γράψε ποίημα κάθε μέρα, όχι επί χάρτου κατ' ανάγκη. Στήσε στο μυαλό σου ένα ποίημα με αφορμή μια ωραία γεύση που δοκίμασες, ένα όμορφο πρόσωπο που είδες στο τρένο, κάτι που άκουσες.
Το ποίημα είναι η ποιητική σκέψη και η ποιητική ζωή. Ξέρω ποιητές που δε γράψαν ούτε ένα στίχο. Και στιχοπλόκους δεκάδες που αρνούμαι να ονομάσω ποιητές.
Η ποίηση, πάντως, είναι για τους τολμηρούς. Μοιάζει με το χορό: πρέπει να δίνεις συνεχώς την ψευδαίσθηση πως παρασύρεσαι, την ώρα που προσπαθείς να ελέγξεις τον εαυτό σου. Θέλει δουλειά το ποίημα; Ναι, όχι με την έννοια των σολωμικών δοκιμών, αλλά με την εσωτερική της χροιά. Πρέπει να διαβάζεις άλλους ποιητές, να κοιτάς ζωγραφιές, να περπατάς στο δρόμο και στη φύση, να μιλάς και να τσακώνεσαι με τους συνανθρώπους σου, να έχεις απορίες. Όλος αυτός ο ζωμός αναδεύεται μέσα σου, μέχρι που ,πηχτός και νόστιμος, σα θρεπτική σούπα, θα κατακάτσει σε ένα φύλλο του τετραδίου σου, γεμάτος βιταμίνες για όσους τον διαβάσουν. Η ποίηση είναι τροφή: δίνει θερμίδες στην ψυχή, μόνο που σε αντίθεση με τις θερμίδες της σάρκας, η ποίηση την αδυνατίζει την ψυχή, την εξαϋλώνει, την κάνει πιο ευαίσθητη, πιο απαλή. Η ποίηση δίνει τους χυμούς της αμφίδρομα: και σε αυτόν που τη δημιουργεί και σε αυτόν που την προσλαμβάνει. Και, συχνά, κινείται στο σύμπαν κυκλικά. Γιατί σχεδόν πάντοτε ένας ποιητής γεννιέται μέσα μας όταν διαβάσουμε το ποίημα κάποιου άλλου. Κι όνειρο κάθε ποιητή είναι να εμπνεύσει, είναι από τα ποίηματά του να φυτρώσουν κι άλλα, καλύτερα.
Κάποιοι διαβάζουν ποίηση ΕΤΣΙ. Για να νιώσουν την" κουλτούρα" να τους διαπερνά, για να ρίξουν τη σεφεροχτυπημένη γκόμενα, για να γίνουν οι ίδιοι ποιητικοί. Μα η ανάγνωση ποίησης δεν έχει κίνητρα. Δεν έχει την πλοκή του μυθιστορήματος, δεν έχει την αισθητική μιας παράστασης, ούτε τον ήχο ενός τραγουδιού. Είναι άμορφη και ρευστή. Καμιά φορά και δυσνόητη ή και ακατανόητη από το νου. Μα η ποίηση πρέπει να διαβάζεται με μάτια κλειστά, πρέπει ουδεμία σχέση να έχει με τις αισθήσεις, πρέπει να κυλά σα λάβα ίσια στα σωθικά μας. Μη διαβάζεις ποίηση αν δεν μπορείς να τη δεις με κλειστά μάτια. Και όχι, ο Οδυσσέας δεν έγραφε μόνο για θάλασσα, ο Κωνσταντίνος δεν έγραφε μόνο για θάνατο, ούτε ο Γιάννης μόνο για αριστερά. Το ποίημα νιώσε το, μη το κάνεις αναγνώσεις.
Κάποιοι γράφουν ποίηση μετά από ώρες σκέψης και προσπάθειας. Εδώ ντρέπομαι να πω πως αποκηρύσσω την επιμονή ως συντελεστή στη δημιουργία ποίησης. Απλά θα προσθέσω ότι είναι καλό η ποίηση να γράφεται ΕΤΣΙ. Επειδή, το χρώμα του φεγγαριού σου θύμισε το χρώμα του δέρματος αυτής που αγαπάς. Επειδή, το καινούργιο σου φουστάνι εμπνέει τον ήλιο να το φωτίσει περισσότερο από όλα τα άλλα. Γράψε ΕΤΣΙ. Για τον άνθρωπο, για το τίποτα, για τα πάντα. Γράψε μικρά ή και αχανή ποιήματα. Μη φοβάσαι τη λέξη αγάπη μέσα σε αυτά,επειδή την κάνανε να μοιάζει με κλισέ, μη φοβάσαι καμιά λέξη. Κάποτε, κράζαν τους ποιητές για τη νεοελληνική, τώρα μη φοβάσαι να τ' ακούσεις από αυτούς που ξινίζουν με τη λέξη βυζί μες στους στίχους σου.
Αρκετά έγραψα. Η ποίηση δεν καθοδηγείται, σπέρνεται μέσα μας από τα όνειρα και τα βιώματά μας και αναπάντεχα κάποια στιγμή ξεσπά σαν καταιγίδα στους ουρανούς της έμπνευσής μας. Κι οι στάλες είναι τα- ακόμα- άσημα ποιηματάκια μας. Αυτά που στα κρυφά καμαρώνουμε, αυτά που διαβάζουμε στις βραδιές ποίησης με άγχος στους φίλους μας, αυτά που σκεφτόμαστε να διαβάζονται από ξένα μάτια και καμαρώνουμε σα να' ταν παιδιά μας. Μα δεν είναι. Τα ποιήματα ανήκουν μονάχα στην Ποίηση: αυτή τα γεννά και ,κάποτε, τα φονεύει. Εμείς είμαστε οι μαίες των ποιημάτων που ήδη υπάρχουν σα νεογνά στην κοιλιά της Μάνας τους. Εμείς τα ξεγεννάμε, πονάμε μαζί τους κι έπειτα, σαν καλοί νονοί, τους δίνουμε όνομα και συνδέουμε το πνεύμα μας για πάντα μαζί τους. Τα αγαπάμε.