Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2016

Υδροχόος στον Κύβο


Μια ταινία μικρού μήκους;
ανοιξοκαλόκαιρο 2015
                                              «Γιατί, επιτέλους, δεν ποινικοποιείται το ζώδιο του Υδροχόου;»


Εικόνα 1η
Βιαστικά πόδια γυναικεία που  φορούν τακούνια πάνω σε ξύλινο πάτωμα. Μια γυναίκα γύρω στα 25, ντυμένη βραδινά, συγυρίζει βιαστικά το μικρό της διαμέρισμα: κουζίνα-μπάνιο-σαλόνι-μπαλκόνι-μπάνιο.
Όσο διαρκεί αυτή η διαδικασία, ακούγεται μια γυναικεία, μπάσα και σα γεροντική φωνή να προφέρει τις εξής λέξεις: «Ο Υδροχόος φυσά πάνω στη Φωτιά και τη σκορπίζει πάνω στα νερά και στα βάτα και καταστρέφει. Ο Υδροχόος απαιτεί, εισβάλλει. Δεν αποδέχεται καλά καλά τον εαυτό του. Ο Υδροχόος είναι μια ορθή γωνία. Σε ποια από τις 90 μοίρες του θα τύχει να πέσεις;»

Εικόνα 2η
Βλέπω την πλάτη της γυναίκας που καπνίζει στο μπαλκόνι. Τραπέζι, με ποτό και φαγητά. Στο τασάκι ένα πούρο. «Θέλω να γίνου διάσημοι οι στίχοι μου, οι λέξεις μου, όχι εγώ» Αν ήθελα για μένανε, θα γινόμουν τραγουδίστρια, κατάλαβες;» λέει η γυναίκα, γυρισμένη πάντα, και με το τσιγάρο στο χέρι.
Ακούγεται η μπάσα φωνή ώριμου άντρα. «Πέρσα, τα έχουμε ξαναπεί αυτά. Η στήλη σου θα λέγεται Στίχοι στην Τύχη. Γράφε ό, τι στο διάολο θες. Αρκεί να βρίσκεται το όνομά σου στην εφημερίδα μου.»
«Δεν ξέρω πώς να σ’ ευχαριστήσω», απαντά η γυναίκα. «Έχεις ταλέντο, κορίτσι μου. Το οποίο λέω προς το παρόν να αμοίβω με ένα χιλιάρικο το μήνα. Καλά δεν είναι;»
Ζουμ στο πρόσωπο του άντρα που, σαν χαιρέκακα, χαμογελά. Τσούγκρισμα ποτηριών.

Εικόνα 3η
Ημέρα. Γυναικεία πόδια σε σανδάλια. Βόλτα στην πόλη. Είναι η Πέρσα και μιλά στο τηλέφωνο. «Δεν ξέρω τι πάει με το ούζο. Δηλαδή, ξέρω, αλλά δε γουστάρω πάλι θαλασσινά.» Παύση. «Δίκιο έχεις, έτσι θα το κάνω.» Παύση. «Πολύ. Δεν ξέρει τι έχει ο άνθρωπος…» Παύση. «Ε, τι, λες να μη θέλει; Χαχα! Κοίτα, ας ξεκινήσω εγώ να γράφω στη φυλλάδα του…» Παύση. «Όχι, ρε, τι γέρος! Μια χαρά είναι. Θα δεις, θα δεις.» Η κάμερα ανεβαίνει από τα πόδια στο πρόσωπο της γυναίκας. Τη βλέπουμε για πρώτη φορά. Είναι γελαστή και διακριτικά βαμμένη. Ανέμελη, εντυπωσιακή.

Εικόνα 4η
Η Πέρσα στο πάτωμα. «Σήκω πάνω! Σήκω είπα!», ακούγεται απειλητικά και αγριεμένα μια αντρική φωνή. «Καριόλα, πουτάνα, ξεσκισμένη βρωμιάρα!»
Η γυναίκα κλαίει γοερά. «Μη, σε παρακαλώ, Στέλιο, μη!» Αυτός της τραβάει τα μαλλιά. «Αυτή είναι η αγάπη σου, μαλακισμένη;  Στα’ δωσα όλα! Τα’ ακούς;»
«Τίποτα δεν… τίποτα δεν μου’δωσες…», απαντά η γυναίκα μεταξύ λυγμών. «Φύγε! Φύγε! Θέλω να γλιτώσω πια… η ζωή μου αλλάζει, τα όνειρά μου….τα όνειρά μου….Θα ξεκινήσω στην εφημερίδα, θα σε ξεγράψω, θα….Φύγε!», ουρλιάζει η Πέρσα.
Ο άντρας τη φτύνει στο πρόσωπο και φεύγει. Η πόρτα χτυπά δυνατά. Ένας μαύρος γάτος πλησιάζει τη γυναίκα που είναι ακόμα στο πάτωμα και συνεχίζει να κλαίει πιο δυνατά από πριν.

Εικόνα 5η
Ο άντρας της σκηνής 2 (ο εκδότης της εφημερίδας) φιλά σταυρωτά τη γυναίκα.
-Συγγνώμη, καλέ μου, τώρα που σε διώχνω έτσι. Θα έρθει ο ξέρεις ποιος να πάρει τα πράγματά του. Να μην το’ χω έννοια γι’ αύριο…
-Κανένα πρόβλημα. Αλήθεια. Εγώ, απλώς…
-Σςς... Παύλο, όχι τώρα. Για όλα σ’ ευχαριστώ απόψε.
-Εγώ.
Ζουμ στο πρόσωπο της Πέρσας. Χαμογελά προς στιγμήν κι έπειτα σα να συννεφιάζει. Κοιτάζει τριγύρω.

Εικόνα 6η
Ερωτική σκηνή.  Αντρικό και γυναικείο σώμα ενωμένα και σε ρυθμό. Πλάι το ένα στο άλλο. Βαριές ανάσες. Είναι η Πέρσα κι ένας άντρας που δεν έχουμε μέχρι στιγμής δει.
«Σε θέλω», ψιθυρίζει ο άντρας.
«Νομίζεις», απαντά η γυναίκα.
«Ξέρω…», ανταπαντά εκείνος.
«Σκάσε…», λέει η Πέρσα και του δίνει βαθύ φιλί.

Εικόνα 7η
Η Πέρσα μπροστά στον καθρέφτη της. Βάζει κραγιόν. Η προηγούμενη, μπάσα γεροντική φωνή ξανακούγεται.
«Δεν θες, ούτε μπορείς να τον χωρίσεις. Την ίδια στιγμή, κάνεις έρωτα με άλλους. Την ίδια, επίσης, στιγμή, δίνεις ψεύτικες υποσχέσεις χωρίς κορμί. Αγάπη και προσοχή ψάχνεις και θες, Τι σου συμβαίνει, Πέρσα;»
«Υδροχόοι…», λέει η γυναίκα στον καθρέφτη της (απ’ όπου τη βλέπουμε τόσην ώρα) και δε χαμογελά καθόλου.
Η κάμερα την ακολουθεί έξω από το σπίτι της. Δίνει το χέρι της στον άντρα της 6ης εικόνας. Αυτός της χαμογελά. Περπατούν χέρι χέρι αργά. Πλάτες. Η κάμερα τους δείχνει να ξεμακραίνουν μέσα στη γειτονιά. Κόσμος πολύς τριγύρω, μαγαζιά, σκυλιά, ποδήλατα, κόρνες από αυτοκίνητα. Με τον ήχο ενός μπουζουκιού σβήνει η εικόνα και τέλος.

Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2016

Τρία Λαϊκά Ποιήματα

(γραμμένα δίπλα σε μπουζουξίδικα γαρύφαλλα)

-αρχές Δεκέμβρη 2016-

1.      1.  Εκστατικοί απέναντι στα μπουζούκια
Που σα μάτια δακρύζουν
Προσεκτικοί μπρος στο ποτήρι
Που μέθη αχνοκοπά πίσω απ’ τα στόματά μας
(για δυο νύχτες, για ένα μέτρο, για μια ικεσία κι ένα σώμα, για ένα
μαξιλάρι μοιρασμένο)


2.       2. Στο απαλό δέρμα λίγο πριν το βλέμμα σου
μεστωμένο από τα κλάματα
πάνω φυτρώσανε δυο ελπίδες
που μοιάζαν δέντρα ψηλά
μες στα κλαδιά στους φώλιασε η καρδιά μου
Κι όταν χειμώνιασε
και τα δασάκια γδυθήκαν από φύλλα
η καρδιά μετανάστευσε στόμα μεριά
να δω αν θα ριζώσει μέσα στο στήθος σου ποτέ



3.       3.Γεννήθηκα μ’ ένα ζευγάρι φτεράκια στην πλάτη
-όλοι να πετάξουν θέλουν-
Ονειρευόσουν πως πετούσες
Σου χάριζα τα φτερά και δεν τα ήθελες
τα’ χα κρυμμένα στη ντουλάπα μου
Πάντα της γης εγώ παιδί
του επικίνδυνου εδάφους και της κατεστραμμένης σόλας
Κάποια στιγμή που πεθύμησα τα φτερά μου
άνοιξα το φύλλο της ντουλάπας
Κι είχαν αυτά μαδήσει και σκονίσει
Αχρηστεμένα τα ξαναφόρεσα μετά από χρόνια
κι έπιασα να βαδίζω ως συνήθως
Όλοι νόμιζαν, τώρα, πως μπορούσα αν το ’θελα
Να πετάξω.
Αυτό μου αρκούσε.

Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2016

Ο Μίμης Πλέσσας Ονειρεύεται σαν Έφηβος-συνέντευξη στη Γεωργία Δρακάκη

-Μερικές ερωτήσεις στις οποίες μου απάντησε ένας από τους αγαπημένους μου συνθέτες, ο Μίμης Πλέσσας, το καλοκαίρι του 2016. Η συνέντευξη πρωτοδημοσιεύτηκε σε φύλλο της Εφημερίδας ΑΞΙΑ.-




            
Στα παιδικά μου χρόνια θυμάμαι να έχω την προστασία μιας μικροαστικής οικογένειας. Ο πατέρας μου, η μητέρα μου, οι θείοι μου και οι θείες μου με καμάρωναν, με προστάτευαν και πάντα παραστέκονταν στις επιθυμίες μου. 
(έτσι λιτά και ειλικρινά απαντά στην πρώτη ερώτηση που του κάνω για την παιδική του ηλικία)

Σε πολύ νεαρή ηλικία και για λόγους σπουδών, μεταβήκατε στις ΗΠΑ. Πώς ήταν η ζωή εκεί και εκείνα τα χρόνια; Υπάρχει κάτι που να έμεινε χαραγμένο στη μνήμη σας;

Όπως είναι φυσικό, θυμάμαι ακόμα τις δύσκολες στιγμές.Αναγκαζόμουν να εφευρίσκω αμερικάνικες πονηριές για να εξασφαλίζω τον επιούσιο. Φαίνεται πως τα κατάφερα. Η τύχη πολλές φορές μου χαμογέλαγε και κατάφερνα να ξεπερνάω τη δυσκολία και να τη μετατρέπω σε κατάκτηση.

Εκατοντάδες είναι οι ταινίες για τις οποίες γράψατε μουσική. Ποια ήταν η               διαδικασία που ακολουθούσατε; Βλέπατε την ταινία, συζητούσατε με τον σκηνοθέτη; Πώς είχατε την έμπνευση για τα μουσικά θέματα;

Να μην υπερβάλουμε… 104 , δηλαδή μία εκατοντάδα ήταν οι ελληνικές ταινίες. Και άλλες 11 ξένες. Την εποχή εκείνη ο τρόπος ήταν ένας. Καθόμουν με τον σκηνοθέτη και τον μοντέρ και μετράγαμε τις σκηνές που είχαν την ανάγκη της μουσικής για να ουσιαστικοποιηθούν και… η συνέχεια επί της οθόνης.

Τι από όλα όσα προσφέρατε στη μουσική πιστεύετε πως μπορείτε να ξεχωρίσετε; Κάποιο τραγούδι, ίσως, ή κάποια συνεργασία...

Μου βάζεις εύκολα γιατί σίγουρα αυτά που πιστεύω ότι μπορώ να προσφέρω αφορούν στα παιδιά, τα εγγόνια μας και τα δισέγγονα μας.
Με παρρησία δηλώνω πως και αυτή τη φορά, αυτά που γράφω σήμερα είναι πολύ μπροστά και παρακαλώ τις επερχόμενες γενιές να τα κρίνουν με περισσή αυστηρότητα.Για τα προηγούμενα, όποιο και να διαλέξετε έχει την ίδια αγάπη, σεβασμό και φροντίδα.

Ποια είναι η άποψή σας για τον Κώστα Βίρβο και τον Λευτέρη Παπαδόπουλο; Τι σας μετέδωσαν, τι κρατάτε από την επαφή και συνεργασία με αυτούς τους κορυφαίους στιχουργούς;

Έχω την ελπίδα ότι τίμησα με το παραπάνω την εμπιστοσύνη που μου έδειξαν παραδίδοντας στις ικανότητες μου την ευαισθησία τους.Θέλετε και παράδειγμα; Το Δρόμο που δίνει στον Λευτέρη την πρώτη θέση των ελληνικών επιτυχιών. Και ο Κώστας Βίρβος που με κάθε έργο που μου εμπιστευόταν, μου χάριζε ένα καινούριο κόσμο που με υπευθυνότητα και σεμνότητα υπηρετούσα.

Μεγάλο ενδιαφέρον είχε και η συνύπαρξή σας με την Κατιάνα Μπαλανίκα               και τον Γιώργο Μαρίνο. Αλήθεια, πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία;Ο Γιώργος Μαρίνος, τραγουδιστής μα και ηθοποιός. Η Κατιάνα Μπαλανίκα, ιδιαίτερη, αλλιώτικη και ευαίσθητη.Και οι 2 μαζί ζυμάρι για τα πιο όμορφα τσουρέκια.Στις πείνες που πέρασα θα τα άφηνα άψητα και αφάγωτα;

Τα τελευταία χρόνια έχετε αναδείξει μέσω της μουσικής σας νέες φωνές, νέα ταλέντα, όπως τον Μαυρίκιο Μαυρικίου και τον Θάνο Ολύμπιο. Είναι εύκολο, αλήθεια, για έναν νέο καλλιτέχνη να σας προσεγγίσει και να κατορθώσει να...γίνει πλεσσόπουλο;Γιατί δεν ρωτάτε τους ίδιους να σας πουν πως αντέχονται οι δοκιμασίες που πέρασαν και επί τη ευκαιρία δεν τους ρωτάτε αν αξίζει ο τίτλος που απέκτησαν; Γιατί καλά να φτάσεις να γίνεις Πλεσσόπουλο… Από εκεί, όμως, αρχίζουν τα δύσκολα.
(σ.σ: Ο κύριος Πλέσσας δε γνωρίζει ότι έχω κάνει συνεντεύξεις και με τον κο Μαυρικίου, αλλά και με τον κο Ολύμπιο)

Θα ήθελα να ξεφύγουμε λιγάκι από τον μουσικό Μίμη Πλέσσα. Αλήθεια, υπάρχει κάποιο μέρος στην Ελλάδα που να ξεχωρίζετε από άλλα;Όλο το κομμάτι από τη Μάνη, τη Μονεμβασιά ως τον Γέρακα… και αν δεν με πιστεύεις, κολυμπήστε το, ψαρέψτε το και θα με νιώσετε.

Ποιο είναι το αγαπημένο σας φαγητό;
Τα αυγά. Και αν θέλετε και μία δικαιολογία, είναι αρκετά φτηνά και ξέρω να τα μαγειρεύω με χιλιάδες τρόπους. Και με την ευκαιρία αυτή, μάθε πως τα αυγά δεν ευθύνονται για καμία χοληστερίνη και αυτά στα λέει χημικός που ξέρει τι του γίνεται.

Υπάρχει κάποια συνήθειά σας που δεν εγκαταλείψατε ούτε μία μέρα στη ζωή σας μέχρι σήμερα;
Ναι. Να είμαι δοτικός όταν ο αναγκεμένος είναι ειλικρινής και άξιος.

Πώς είναι μια τυπική ημέρα του Μίμη Πλέσσα σήμερα, εν έτει 2016;Τη χωρίζω σε 3 8ωρα. Ένα για να κοιμάμαι. Ένα για να σκέπτομαι. Και ένα για να ξεκινάω, εφαρμόζοντας με τα όσα με δίδαξε η πείρα, να κάνω το μέλλον μου άξιο του παρελθόντος.Κάνετε σχέδια; Ονειρεύεστε πράγματα για το μέλλον; Κι από την                                 άλλη...νοσταλγείτε;

Στην τελευταία ερώτηση κάντε μου μία τελευταία χάρη, ρωτήστε τη γυναίκα μου και την κόρη μου. Αν σας μπερδέψουν οι απαντήσεις τους, εδώ είμαστε και θα σας πω.Απευθύνθηκα, λοιπόν κι εγώ, στην κυρία Λουκία Πλέσσα-Καρρέρ. Και ιδού:

Ο Μίμης Πλέσσας ονειρεύεται καθημερινά... Δε νοσταλγεί ποτέ, γι'αυτό 

και δεν έχει φωτογραφικό υλικό. Ο,τι έχουμε απο φωτογραφίες είναι από

 το προσωπικό μου αρχείο - ευτυχώς πού μάζευα τέτοιο υλικό από 

φοιτήτρια. Πάντα κοιταζει στο αύριο, ποτέ το χτες...
Κάνει όνειρα συνέχεια και δυστυχώς έχω τον θλιβερό ρόλο να τον 

προσγειώνω στην πραγματικότητα.
Μιλάει σαν 20χρονο παιδί που θα ταξιδέψει 26 ωρες σε ένα αεροπλάνο 

για να κάνει συναυλίες στην Αυστραλία και λίγο μετά την επιστροφή του 

θα ξαναφύγει για να βρεθεί στήν Κινα για ρεσιτάλ.
Δυστυχώς, ακυρώνω τα περισσότερα από τά σχέδια του γιά προφανείς 

λόγους... Εκείνος λέει ΝΑΙ σέ όλα κι εγώ ΟΧΙ στα περισσότερα....

Τόν προσέχω για να τον έχουμε γερό και να δημιουργεί... Αν καί ό 

κόσμος πιστεύει το αντίθετο! 
Μού έχουν γράψει στο facebook "αφήστε τον να ξεκουραστεί..... τί τον 

αφήνετε και κάνει τόσες συναυλίες..."
Ευτυχώς, οι φίλοι και οι συνεργάτες ξέρουν ότι συμβαίνει ακριβώς τό 

αντίθετο. Εγώ αρνούμαι ευγενικά μια επαγγελματική πρόταση που τού 

κάνουν και όταν ο Μίμης το ανακαλύψει παρεμβαίνει λέγοντας "η 

γυναίκα μου με υπερ-προστατεύει και είπε ΟΧΙ. Η συναυλία θα γίνει. Και 

τo ταξίδι θα το κάνω όσο κουραστικό κι αν είναι..."
Αυτός είναι ο Μίμης: Ο αιώνιος έφηβος, ο ονειροπόλος, ο δοτικός , 

εκείνος που ενώνει τίς γενιές , που ενώνει τόν αριστερό με τον δεξιό, τον 

αστό με τον λαϊκό άνθρωπο....
Εκείνος που μάς ένωσε και δεν μας χώρισε ποτέ σαν λαό, σαν γενιές, σάν οικογένεια.
{Θέλεις να ακούσεις τον Μίμη Πλέσσα ζωντανά;}

Μικρό Παλλάς.

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2016

Ραφαήλ vol2

Πάντα ζούσα το έρωτα πάνω σε δυο τροχούς, γαντζωμένη από μια ράχη ενός άγνωστου άντρα που λίγο καιρό ήθελε για να γίνει αγαπημένος. Όσο περνούσαν τα χρόνια και προχωρούσαν οι γνωριμίες σα βαγόνια τρένου η μια μετά την άλλη, βάθαιναν τα φιλιά, πονούσαν πολύ οι χωριστές καληνύχτες, πλάταιναν τα όνειρα και άπλωναν φτερούγες στο Απραγματοποίητο , το Ασυμβίβαστο, το Μόνο Δικό Μου.
Οι άντρες ήταν συνήθως ξανθοί, είχανε λίμνες θερμές μες στα μάτια τους, είχαν ουλές στα κορμιά τους και άσπιλες ψυχές, ήταν απροσάρμοστοι και ακατάλληλοι για σπιτικό και προσομοίωση στον Άντρα που θα όφειλα να ονειρεύομαι.
Πάντα ζούσα τον έρωτα. Πάντα ο έρωτας γυαλί και καθρέφτιζε τον εαυτό του πολλές, πολλές φορές. Παραδομένη ήδη μέσα σε δίνη, έμπαινα σε δίνη μες στη δίνη κι από κει μέσα ξανά πιο βαθιά κι ώσπου να ξεφύγω είχα μεταμορφωθεί η ίδια εγώ σε Δίνη που κατάπινε τις δίνες και ήμουν, πια, ολόκληρη ο Έρωτας.
Πάντα σε χρόνο παρελθόντα το παρόν να βιώνεται, με μια ανεξήγητη για τα χρόνια μου νοσταλγία, σα να μπορούσε το κορμί να κάνει άλματα προς τα μπρος και προς τα πίσω και σα να νικούσε τον Καιρό και τους Νόμους.
Γράφω, ακόμα και τώρα, αυτά που έκανα χθες βράδυ λες και περάσανε πενήντα χρόνια. Μετά τα δυνατά βράδια, η επόμενη ημέρα μοιάζει λες και πέρασε μισός αιώνας.
-Υπάρχουν στ’ αλήθεια οι Αμαρτίες; , ρώτησα τον καινούργιο εραστή, ολόφρεσκο και άσπιλο ακόμα από τα χάδια μου.
-Ναι, αλλά δεν έχουν καμία σχέση με αυτό που οι Πολλοί ονομάζουν Αμαρτία.
(Τα χείλη του ήταν δυο αμαρτίες, η μια πάνω από την άλλη κι ανάμεσα ο γκρεμός που έβγαζε ίσια στην Κόλαση, η Γλώσσα είναι Κόλαση ειδικά όταν μιλά, την ώρα που ξέρεις πως προτιμάς να σε φιλήσει)
Το φιλί, πότε θα’ρθει το φιλί; Ρίγος βιωμένο πολλές φορές, κάθε φορά σαν πρώτη, πρόσωπα γύρω θολά, να μη με νοιάξει πάλι τίποτα κι ας κοιμηθώ τα χαράματα, θέλω να κοιμηθώ τα χαράματα και θέλω να κοιμηθώ μόνη. Άναψέ μου ένα τσιγάρο, άσε με να στο κλέψω από τα δάχτυλά σου, άσε με να στο επιστρέψω πάλι, άσε με να μοιραστώ κάτι μαζί σου που θυμίζει θάνατο.

Δεν θέλω ακόμα ένας έρωτας να ξεκινά με γεύσεις και αρώματα καπνού, θα είναι επικίνδυνος, θα με κατασπαράξει, θα με εθίσει κι ο λαβύρινθος θα πάρει νέα τροπή και δε θα λέει να βρεθεί του νήματος η άκρη.

Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2016

Χάραμα-Πάτρα-καλοκαίρι '16

{συνέβη μέθη, συνέβη στιχοπλοκή}

Μη με μεθάς με το ποτό
στείλε μου τη μυρωδιά σου
μη με φιλάς με το στανιό
πάρε με στην αγκαλιά σου

Άκουσε κάτι που θα πω
το'χει γεννήσει η ψυχή μου
δεν είναι λάθος ή σωστό
έχει ξεφύγει τώρα πια
απ' τη λογική μου

Όταν γεράσουν κάποια μέρα τα τραγούδια
σα μαραμένα το Νοέμβριο λουλούδια
θα τρέχεις πάλι στη σκιά σου να με βρεις
δε θα'μαι εκεί, να μη βιαστείς
ήμασταν ένα εμείς
μα μου'λεγες μες στις σιωπές αντίο

τώρα χειμώνας και μες στο κρύο
θυμάμαι ήλιους που μας σβήσανε νωρίς

Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2016

Θύμα Βυθού

{ένα ποίημα οργισμένο γραμμένο στην πτήση Βερολίνο-Αθήνα, 12/9/2016}


Θέλω για μένα να ντρέπονται

Όλοι αυτοί που ανέχονται
Να’ ναι η ζωή μαχαιριά
Πάνω στα θέλω φωτιά

Θέλω να έχουν τον τρόμο ψαλίδι μες στο σφυγμό
Και τ’ όνομά μου στο δρόμο να τους τυλίγει
Σα φίδι

Είμαι ανήθικος, φαρμακερός
Και κάνω λάθη
Δεν είμαι φίλος ιδανικός
Κρύβω αγκάθι

Έχω να νιώσω ακόμα πολλά
Θέλω να πάθω
Και να πονέσω μες στην καρδιά-έτσι θα μάθω

Με τα παπούτσια στα χέρια
Στους δρόμους ακροβατώ
Και προσπερνώ λεωφόρους
Κι ανθρώπους αναζητώ
Αναζητώ
Του θανάτου το νήμα μες στον λαβύρινθο αυτό
Είναι θαμμένο λουλούδι σε μνήμα
Και το κρατώ

Και το κρατώ
Σαν τα μάτια εκείνα
Που’ χουνε σκάψει ψυχές
Τρίκαλα, Τζιες, φυλακές, Βερολίνα
Λίμνες στις φλέβες πηχτές

Είν’ ο αέρας καυτός που εισπνέω
Και ξεφυσάω φωτιές
Μες στη ρουτίνα σου εγώ καταρρέω
Τρέχω στις ακρογυαλιές

Τρέχω
Να φτάσω τ’αλάτι που φεύγει
Πάνω στις πέτρες κολλά
Κι αν η γοργόνα να βγει αποφεύγει
Της κλέβω τη μιλιά

Κλέβω και το τραγουδώ
Το φτωχό μου ποίημα
Λέπια βγάζω, κολυμπώ
Βράχος, άμμος, κύμα
Ένα πια με το βυθό
Ακριβό του θύμα


(αφιερωμένο στο Δημήτρη Πίξελ Δημητριάδη)

Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2016

Σταμναγκάθι

Δώσε μου να'χω
έναν δρόμο που'χει μείνει απάτητος
φέρε μου να δοκιμάσω λίγο νερό
που να'ναι δαμασμένο από μεθύσι

Στείλε μου μιαν αγάπη καθάρια και αστραφτερή
να τη φορέσω κατάσαρκα
να μη με πιάνει αέρας

Απάντησέ μου σε όσα με βασάνιζαν
προτού σε συναντήσω

Χάρισε μου δυο λέξεις πικρές
-σταμναγκάθι στη γλώσσα-
να γδάρουν λίγο το λαιμό
να κόψουν τη σιωπή στα δύο

Κι εγώ

θα σου χαρίσω φυλαχτό
ένα ποτήρι αίμα μου
να το μυρίζεις
σε ώρα ανάγκης
και να θυμάσαι
πως και στις φλέβες τις δικές μου
κυλά ο θάνατος
αργόσυρτος, πηχτός, ερωτευμένος

Θα σου φυλάξω ένα φιλί
με μια γαλάζια σκεπή
και στο χαλί κερί λιωμένο
μια να γελάς, μια να κολλάς
να εξαπατάς τον εαυτό σου πως αντέχεις

Κι όλα μου τα σφιχτοπλεγμένα παραμύθια
θα τα λύσω πάνω στο στήθος
μες στα πνευμόνια σου
αρχαίες μπούκλες μυρωδάτες
χαμομήλι και ιδρώτα ερωτικό.


Υγ: Στη φωτογραφία εικονίζεται η Madonna νέα και ξιπόλητη










Σάββατο 7 Μαΐου 2016

Η ποίηση ενός μποέμ Γερμανού που τον εμπνέει η Κέα

{ο Τόμας, ένας ιδιόρρυθμος Γερμανός τουρίστας που οι Τζιώτες αποκαλούν "ναυαγό" μού εμπιστεύθηκε τα ποιήματά του, ορισμένα από τα οποία ξεχώρισα και απέδωσα στην ελληνική γλώσσα, επηρεασμένη κι εγώ με τη σειρά μου από το παράδοξο φως της Κέας, στα τέλη του Απρίλη του 2016}

1.    Βλέπω την ελευθερία στα ψυγεία
τ’ αδέλφια μου στις γέφυρες
να λένε χιλιοειπωμένα παραμύθια
παρακολουθώντας νεκρές φάλαινες

2.    Ήλιε πρώτε
Μικρή άνοιξη
Φέρε και τραγούδα
      Ένα κορίτσι θαυμάσιο
      Ένα χαμόγελο στον κόσμο μου

3.    Οι σκύλοι αλυχτούν
Οι νύχτες σκοτεινές
Λάμπουν οι μέρες
Και οι άντρες πολεμούν

4.    Των παιδιών οι ρίμες πάντα ωραίες
Τραγουδούν και τα τραγούδια όλη μέρα διαρκούν

5.    Όσο παρελαύνουν οι δρόμοι
Δεν έχει άλλα γιατί.
Μεγάλο ξόδεμα ο θάνατός μας.



6.    Σβηστή TV
Και τώρα αναμμένη
Αίματα στα εξαρτήματα
Ζωή μου περασμένη

7.    Η γη: ένα ψάρι,
μια μπάλα που σπάει
το ανθρώπινο είδος: μια ευχή,
τοίχος που εκρήγνυται.

8.    Έξω, σκοτάδι, παγωνιά και ομίχλη
Μέσα, βάτραχος που, δίχως καρδιά, ξεπαγιάζει.

9.    Ένα άλογο να καβαλήσεις, ένα πλοίο να σαλπάρεις, σιωπηλέ ωκεανέ κι έρημοι χλωμές.


10.                       Σε βουνό ψηλό, πλάι σε καθαρό καταρράκτη
         Η Αλήθεια αληθινή, η Νιότη φευγάτη.

Και κάτι ακόμα…

Ένδοξη Κέα
Περιτριγυρισμένη από θάλασσα
Μια μικροσκοπική χάρη
Ριγμένη σε μεγάλους κόσμους
Και αυτό το μέρος το ξεχωριστό
Να σώσει ένα σπουδαίο θησαυρό

Σταλμένη σε όλους και πάντα
Η ευχή μου για τον τόπο:
Να φέρει στις χούφτες μας γαλήνη

…………………………………………………….
2 τσιτάτα του Τόμας:

Όταν βρίσκεσαι εδώ πέρα, είσαι εκεί πέρα.

Η πρόκληση της αλλαγής αλλάζει τις προκλήσεις.







Τετάρτη 13 Απριλίου 2016

Επίσκεψη σε μια τρικαλινή (εγ)κληματαριά

-άξαφνα, Απρίλης στα Τρίκαλα-

Στα Τρίκαλα του Τσιτσάνη και του ποταμού Ληθαίου, του κλαρίνου και του κουτσομπολιού, η μνήμη πρωταγωνιστεί.
Παλιές εικόνες ανασυντίθενται με άξονα τα γούστα των νέων που παγανιά κυκλοφοράνε ντυμένοι την τελευταία λέξη της μόδας, αυτής που κοστίζει ό ,τι περισσεύει από το χαρτζηλίκι του πατέρα.
Μόλις ο επισκέπτης παιχνιδιάρικα χαθεί μες στα εκ πρώτης όψεως δαιδαλώδη πεζοδρομάκια τα κατάμεστα από την επέλαση του επαρχιώτικου καπιταλισμού, ίσως ακούσει στίχους παλιούς, μαυλιστικά τραγουδισμένους, όπως, ας πούμε: «Τσιτσάνη ν’ αντικρίσουνε, να παρηγορηθούνε»
Κι αν αυτός ο επισκέπτης τύχει και ακολουθήσει τη μουσική, θ’ αντικρίσει μια βαριά ορχήστρα εγχόρδων που ζέχνει τεστοστερόνη και που, αφοσιωμένη, παρασύρει λίγους και καλούς στην περίφημη στράτα του νταλκά. Λιγομίλητοι μουσικοί, αδίστακτοι, σκυμμένοι σα μάνες πάνω απ’ τις χορδές-παιδιά τους.
Και τότε, ο επισκέπτης θα ξεχάσει πως βρίσκεται στα Τρίκαλα και θα κρατήσει στο νου πως στέκεται, απλώς, κάπου στα Βαλκάνια ή, έστω, στην Ανατολική Μεσόγειο.
Με το τσίπουρο καταφθάνουν μεζέδες κιμπάρηδες κι όλοι οι παλιοί ρεμπέτες νεκραναστημένοι και ίπτανται πάνω από τα τραπεζοκαθίσματα. Αυτή είναι η Κληματαριά, ταβέρνα μικρή και παλιά. Κι έξω, μαίνεται η νύχτα της Παρασκευής.
Τρίκαλα-Αθήνα: δρόμος σκοτεινός, φουρτουνιασμένος και δεν είναι ώρα ακόμα να τον τραβήξει ο επισκέπτης. Όχι προτού μεσημεριάσει πάλι η μέρα, όχι προτού συναναστραφεί με κάποιον ντόπιο.
Θα καθίσει σ’ένα από τα ελάχιστα παλιά μαγαζιά που απέμειναν ως είχαν κάποτε, θα παραγγείλει προφιτερόλ και θα χαζέψει την περατζάδα. Ώσπου να φτάσει το γλυκό, θ’ ανάψει τσιγάρο. Θα σταθεί έξω από το μαγαζί ένας νεαρός γύρω στα 18 με γκρίζο κοστουμάκι-νέος από οικογένεια παλαιών αρχών. Θα μιλήσει με βαριά προφορά. Στα τραπέζια των δίπλα μαγαζιών, θα κάθονται χωρισμένοι οι άνθρωποι στα φύλα τους, στις φυλές τους και στην οικογενειακή τους κατάσταση. Θα παίζει στη διαπασών μουσική μοντέρνα, από αυτή που γουστάρουνε τα ράδια.
Κυρίες με όμορφα μάτια κι εξωτική ομορφιά που μοσχοβολά ανατολικό μπλοκ θα σουλατσάρουν με ψώνια και καρότσια. Ο επισκέπτης θα επιχειρήσει, ανεπιτυχώς, να τις φλερτάρει.
Κοριτσάκια με τα μπούτια εκτεθειμένα στο παιχνίδι του ήλιου και της βροχής θα μιλάνε στα κινητά. Ο Νικολάκης θα κατουράει αμέριμνος, η φύση οργιάζει. Στα Τρίκαλα ταιριάζει η άνοιξη, γιατί μοιάζουνε τα Τρίκαλα με πόρτες κι οι πόρτες φτιάχτηκαν για να ανοίγουνε.
Οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται αλλιώτικα τον χρόνο εδώ πέρα, αισθάνεται ο επισκέπτης πως μες στ’ αγαθοπόνηρα κεφάλια τους φωλιάζουν σκέψεις που αφορούν απλώς το επόμενο τσιγάρο που θ’ ανάψουν, τα νερό που διψάσανε μετά το τσίπουρο,  το φιλί που θα δώσουνε στη μάνα τους που σήμερα, ανήμηνα Απρίλη, γιορτάζει.
Κι όσο αφομοιώνεται, λίγο λίγο ο επισκέπτης, το αντιλαμβάνεται όλο και πιο έντονα: κάτι βράζει εδώ, κάτι ετοιμάζεται. Ο χρόνος έχει σκεπάσει με τη σκόνη του την αναπόφευκτη το βαρύ πυροβολικό της κομπίνας, της λαμογιάς, της αναμονής για λεφτά με ουρά, των πλούσιων και συμφεροντολόγικων παντρολογημάτων.  Θαμμένες στη συμφορά του 21ου αιώνα, ψευτόχρυσες, παλιοδεκαετίες περασμένες.
Οι ψυχές στρέφονται προς τον ουρανό, δειλά δειλά ακόμη και σκαρφίζονται πολιτιστικές μαζώξεις, επιχειρήσεις με στιλ και άποψη, απλούστευση του τρόπου ζωής τους. Αφήνουν πίσω τους τις μέρες του κάλπικου φωτός και, τώρα, ανάβουνε τον μέσα προβολέα που δεν κρύβει ούτε ρυτίδα. Έχυνε δρόμο πολύ ακόμα, αλλά η τροχιά της γης είναι με το μέρος τους.
Εναρμονίζονται. Πολίτες του κόσμου. Σιγά σιγά, όλα θα γίνουν, γιαβάσικη πενιά, που λένε, χρειάζεται.
Αθήνα-Τρίκαλα. Διαδρομή μοσχοβολιστή, ανάμεσα τσιμέντο και πεύκο. Ελλάδα: χώρα-βουνό. Δύσκολη και άγονη στα σημεία, μα δες εκείνο τα’ αγκαθωτό κλαράκι πώς στάζει μέλι και νοτίζει το χώμα στου γκρεμού το χείλος.
Χωράνε στόματα κι άλλα να σταθούν, οι καρδιές έχουνε στρώματα περισσευάμενα, το νιώθω. Ο επισκέπτης διαλέγει, πάντοτε, να είναι στη ματιά του αισιόδοξος. Κάπου κάπου, θα πέσει και στο κακό χαλίκι, μα θα το προσπεράσει, το’ μαθε πια καλά. Το πολύ το κρέας και το ποτό φέρνουνε αέρα κλεισούρας μες στα μυαλά.
Αλλά… όλα διορθώνονται με περισσότερη αγάπη και περισσότερη μουσική, όλα διορθώνονται με λίγο γράψιμο εν τω μέσω μιας κατάμεστης ταβέρνας, παραλληλόγραμμης και λίγο στενής και χαμηλοτάβανης.
Όλα λάμπουνε αλλιώς μετά από μια βροχή και μετά από μια επίσκεψη: το έγκλημα μοιάζει εδώ, στην πηγαία, πληγωμένη ελληνική επαρχία, τόπος αγνός και σκιερός, ξερό απομεσήμερο, λες, κάτω από μια κληματαριά.
Τσούγκρισμα, γυροβολιά, γυαλιά ηλίου άσπρα, παπούτσια αμερικάνικα και οι ειδήσεις σταματημένες στην καταστροφή, μέσ’ από μια θολή TV. Λίγο παρακάτω, ο Ληθαίος εργάζεται αδιάκοπα και ακαταπόνητα, βάλσαμο μοιάζει ν’ αλείφει στα βάσανα.
Ας πιούμε μια γουλιά κρασί στις επισκέψεις που αναζητούν λίγη δροσιά για να μοιάσουν με γιορτή. Ας πιούμε στα Τρίκαλα με τα χίλια τους τρία καλά και με τους κάλους και, πρώτα απ’ όλα,
Τους ανθρώπους
Τις ελπίδες τους
Το τζαμί που αντικρίζει την ορθόδοξη εκκλησιά, όπως η πίστη δυο ερωτευμένων που πολεμιούνται.
                                                8-9/4/2016
(μια φωτογραφία πάνω από τον Ληθαίο ποταμό, με την καλή δημοσιογράφο Ελένη Χολέβα, η οποία με βοήθησε σημαντικά να ερωτευτώ την πόλη της)

Κυριακή 27 Μαρτίου 2016

Φτερωτό Κισμέτ

                                                          -Αρχές καλοκαιριού 2014-

Ο ιδρώτας του μύριζε τοξίνες κουβαλημένες από ακριβό ουίσκι και κρέας εκλεκτό. Σαρκώδη χείλη και όχι κοντός. Τίποτε άλλο.
Ο ιδρώτας  για έναν άνθρωπο μαρτυρά το άρωμα που θα έχει το σώμα σου μετά από μία τυχόν συνουσία μαζί του. Τα χείλη μαρτυρούν τον τρόπο με τον οποίο θα παιδευτούν τα δικά σου για να τα φιλήσουν.
Και το ύψος, το πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να έχεις το βλέμμα του στα μάτια σου δίχως παρεμβολή τεχνητών μέσων. Κοινώς, όλα είναι έρωτας. Και, άλλωστε, φίλους ονομάζουμε τους ανθρώπους που αγαπάμε πολύ, χωρίς να είμαστε ερωτευμένοι μαζί τους.
Είχε ένα παράξενο όνομα-όπως τα περισσότερα τούρκικα που ηχούν σε ελληνικά αυτιά. Ζούσε στην Πόλη, γεννήθηκε στη Σμύρνη. Ελληνοφέρνων.  Κι εγώ, γεννημένη στην Αθήνα και με το παράσημο της επιβίωσης επί σχεδόν εξαμήνου στην ξακουστή Κωνσταντινούπολη.
Εξαιρετικά γενναιόδωρο το εξάμηνο, κιμπάρισσα κι η Istanbul. Τι φίλοι, τι φιλιά. Τι φαγιά. Και δάκρυες, σαφώς, στιγμές. Μα καμιά σαν την τελευταία μέρα. Ξεχάστηκα. Σαν κάτι κρυφό, βαθύ μου να θέλησε να προκαλέσει το ρολόι, το αεροπλάνο, να τ’ απειλήσει, έτσι, όχι που δεν ήθελα σαν τρελή να πέσω στην αγκαλιά Του στην Αθήνα, μετά από τόσα μερόνυχτα χωριστά, μα πονούσε που θ’ άφηνα έτσι, αναίμακτα, το πρώτο σπίτι που λάτρεψε την ανεξαρτησία μου άλλοτε μεταγλωττίζοντάς τη σε μοναξιά, άλλοτε σε ελευθερία.
Πώς θ’ άφηνα έτσι όλους αυτούς του δρόμους που γίνανε δικοί μου; Που παιδεύτηκα για να τους κάνω; Πώς θα γύριζα στα μυρωδάτα μου ελληνικά, παρατώντας σύξυλα τα τούρκικα που, έφηβα στήθη, αμυδρά ξεκινούσαν να κυριαρχούν πάνω στο σώμα και την ψυχή μου;
Βροχή, ένα σωρό κακοτυχίες, ένας κλέφταρος ταξιτζής και –εννοείται- άφθονη πολίτικη κυκλοφοριακή συμφόρηση. Πράγματα, γενικώς, από αυτά που δε λέγονται στις αφιερωματικές εκπομπές περί των πάλαι ποτέ ελληνικών εδαφών του Βοσπόρου.
Και με βρήκε, κλαίουσα ιτιά, σ’ ένα αεροδρόμιο που δεν είχε ούτε μια θεσούλα, πια, σε κάποιο αεροπλάνο του για μένα, την ατυχέστατη αργοπορημένη. Η λύση δόθηκε από μηχανής γονιών που έβγαλαν εισιτήριο από Αθήνα για την επόμενη πτήση προς αυτή: 10 ώρες μετά. Αλλά εγώ, σε βαθιά κατάθλιψη.
Τίποτε δε βρίσκεται κοντύτερα στην καταιγίδα περισσότερο από το ουράνιο τόξο και τίποτε δεν προοιωνίζεται ευτυχία περισσότερο από τη θλίψη. Λίγες ώρες μετά την πρώτη συνάντηση μαζί του, την διακατεχόμενη από αλληλεγγύη και επαγγελματισμό, καθότι επόπτης αεροδρομίου ο μεσιέ ή κάτι τέτοιο, βρισκόμουν ανάσκελα σε μια φανταστική παραλία κι έβλεπα την πιο παράξενη Ανατολή της μέχρι τότε ζωής μου.
Γλάροι μπεκρόπιναν θαλασσόνερο, καΐκια  λικνίζονταν στα λεία νερά και κάνα δυο  αεροπλάνα σκίζανε τα ήσυχα σύννεφα σε δέκα κομμάτια. Τσιγάρα, λέξεις αγγλικές και σιωπές οικουμενικότατες δίναν κι έπαιρναν.
Σε μια απαράμιλλη συμμετρία βρισκόταν ο χώρος με τον χρόνο: Σπάνιο φαινόμενο για τη sui generis περίπτωση της τρελοΠόλης που, άλλοτε ρεμβάζει στο χθες φορώντας ρομποτικές στολές, άλλοτε ζηλεύει ακαλαίσθητα την Αμερική και την Ευρώπη, άλλοτε πάλι μας αφήνει άναυδους από την γκριζάτη καλλονή της.

Γύρισα Αθήνα, με τον ίδιο τρόπο που είχα έρθει στην Πόλη αποφασισμένη, τότε, να την κατακτήσω: ξενύχτισσα, γράφουσα, δακρυσμένη, Χριστούλη μου.

Κυριακή 20 Μαρτίου 2016

Εμμανουήλ Μπενάκη και Αραχώβης γωνία

Πληγές
πηγμένο αίμα οι εποχές
στου χρόνου πάνω το γόνατο

Φθορές
καθρέφτες ψέμα οι εκδοχές
του έρωτα
τ'άτιμο τ' αλόγατο

Προβλήματος και λύσης
ουρανός
άφαντος

κι ασήμαντος σκοπός
Τα βήματα

πώς γέρνουν σα σκιές
μες στου σπιτιού του έρημου
τις άσπρες παγωνιές

να ερμηνεύσω τη γενιά μου
να γίνω η φωνή της
μα ποιος είμ' εγώ για να φωνάξω;
πρέπει θαρρώ τον εαυτό πρώτα ν'αλλάξω

Όσα τραγούδια κι αν μας χαρίστηκαν
έχουμε ακόμα έλλειψη
ο δικός μας δρόμος
είναι κλειστός
ο δικός μας τρόπος δεν έχει νότες και γράμματα
έχει κόρνες ο δρόμος μας
και ματωμένα κλάματα
έτσι θα πορευτούμε

απ' τα χαλάσματα να φτιάξουμε θαύματα
κι όταν ξημερωθούμε
στην αγκαλιά ενός παιδιού γλυκά θα ξαπλωθούμε

και μες στον ύπνο τον ζεστό
ξανά θ'ανταμωθούμε


Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2016

Ο άντρας της ζωής μου

Ο άντρας της ζωής μου
θ' ανοίξει
την πόρτα του σπιτιού μου
με λοστό
θα με αρπάξει από το χέρι
και να ζήσω θα με διατάξει

Θα με πάρει σε ταξίδια παράφορα
με βαλίτσες βαριές
και χείλη βρεμένα
θα με στείλει σε ύπνους ζεστούς
και με μια παλαμιά θα σβήσει
τους παλιούς έρωτες
με πόδια γυμνά στα κάρβουνά τους
θα πατήσει
κι αθόρυβα, όσο ησυχάζω εγώ,
θα τους παγώσει για πάντα

Θα θρονιαστεί γυμνός στον καναπέ μου
δεν θα μιλεί πολύ
θα μοιάζει με φθινόπωρο
τα χρώματα της γης μες στη φωνή του
και το φιλί του ανεμίσιο, βροχερό

Θα φεύγει και θα'ρχεται
θα μ' αφήνει διψασμένη
κι ύστερα πάλι άξαφνα
θα με βγάζει σε πόστες πλατιές
φτιαγμένες από υλικά ακατανίκητα

Θα φορώ αέρινα φουστάνια
θα γελώ πιο συχνά
τα μαλλιά θα'χουν φτάσει στη μέση
θα κρυβόμαστε μαζί από τον κόσμο
θ' ανάβουμε κρυφές γιορτές στο μαξιλάρι
με φιλιά καρφωμένα στο σκοτάδι

Ο άντρας της ζωής μου
θα δώσει φιλιά δροσερά
πάνω στις πίκρες
θα χαϊδέψει τα γραπτά μου
σα να'τανε κεφάλια ζώων
θα μισεί-όπως εγώ-
τα ίδια και τα ίδια.





https://www.youtube.com/watch?v=RRZjBTDY2fk

Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2016

Οιστρορία

Ιστορία: Αυτό που μένει ασταθές και ανείπωτο, γιατί συνεχώς δημιουργείται από το κάθε ζωντανό πλάσμα που κινεί τα βήματα του συντονισμένα με της γης τον ρυθμό. Σπαράγματα αλήθειας βρίσκονται μέσα στα ποιήματα των θαλασσινών ποιητών και των βουνίσιων και πάνω στις ζωγραφιές των παιδιών. Όλου του κόσμου οι οιστρορίες που γράφονται βράδια και μεσημέρια στην ησυχία, στα πατώματα και στα μέσα μαζικής μεταφοράς κουβαλούνε σταγόνες από αυτό που οι φιλόλογοι και οι διαβασμένοι μαθητές αποκαλούν ιστορία.
Οίστρος: Στοιβαγμένα όταν βλέπω και δυο δυο τα πακέτα των τσιγάρων που καπνίζουν οι μεγαλοεκδότες και οι κάθε λογής επιχειρηματίες, κορίτσια ιδρωμένα με μαλλί κομμένο άτσαλα από χέρι κολλητής να κατηφορίζουν ή να ανηφορίζουν τη Θεμιστοκλέους με μια βιάση ανεξήγητη, τυχαία όταν συναντώ τη φύση πάνω στα πρόσωπα των αγίων Εραστών , των αγίων Φίλων μού γιορτάζεται μες στης καρδιάς τα πίσω τα δώματα και τις βεράντες οίστρος αφόρητος, οίστρος ανήσυχος, οίστρος που απαιτεί να γίνει Ιστορία.



#έρχεται

Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2016

Της μουγκαμάρας

8-1-2016

Βλέπω τον κώλο σου
μέσ'απ'τη φόρμα
πώς κάνει σχήμα
και ξέρω πού δουλεύεις:
σε συνοικιακή ταβέρνα, ψητάδικο, βρωμερό μαγαζί
τρυπωμένη στην κουζίνα
με κλάμερ και τσόκαρα
με τσίκνα στο στήθος
και κουρασμένα δάκτυλα
παστρικά

δε σε νοιάζουν τα χρώματα
δε σε πληρώνουν καλά
στέλνεις φωτογραφίες
στη θεια σου, πίσω στην πατρίδα

δυσκολεύεσαι με τα γαμημένα τα ελληνικά
και με τους σκατοέλληνες

είσαι
η Αλβανέζα λαντζέρισσα
σε γαμάει πού και πού
ένας άντρας κακοπληρωμένος
κι ένα μωρό στέκει βουβό
μ'ένα περσινό παιχνίδι
στου σαλονιού την άκρη

Στόλισες δέντρο μα να το χαρείς
δεν πρόφτασες.
Ξεραμένα αποφάγια
γαριασμένα σεντόνια
δυο γλάστρες διψασμένες
ένα ζευγάρι κάλτσες στο πάτωμα
οι φτέρνες σου σκληρές

Νοίκι χρωστάς
τηλέφωνο κομμένο
θα ξοφλήσεις τον άλλο μήνα
δυναμώνεις το ραδιόφωνο
βαστάς τα κλάματα πίσω από τα μάτια

Συνεχίζεις να προχωράς
πας για ύπνο
βλέπω τον ταλαιπωρημένο σου κώλο
ψυχή μου

Σε πρόδωσαν όπως κι εμένα
εγώ θα τους τη φέρω
και για τις δυο μας
έλα σπίτι μου όποτε θες
κι εγώ στο νοίκι είμαι
έλα για καφέ
για να σου τραγουδήσω

θα' χω αλλάξει σεντόνια
θα' χω μαζέψει τις χθεσινές μου κάλτσες
θα' χω σφουγγαρίσει
και θα φάμε κάτι μαζί
θα γκρινιάξουμε παρέα

ύστερα θα χωρίσουμε

Ο κώλος μου θα παραμένει ωραιότερος
τα χρόνια στην πλάτη μου πιο λίγα κι ελαφρά
η ταυτότητά μου
-συγγνώμη, καρδιά μου-
ελληνική.















Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2016

Δυο χιλιάδες δεκάξι

Πρωινό αφιέρωμα στη Ρίτα Σακελλαρίου
ξέπλυμα των αυτιών με υλικό νύχτας βαθιάς, καλής, παλιάς
οι φίλοι μου κοιμούνται, τι το'θελα τόσο νωρίς να σηκωθώ
ξοδευτήκανε πάλι οι ευχές
ακαταστασία ανακουφιστική στο δωμάτιο
σιωπή
κουρασμένα από τη χρήση αντικείμενα προσωρινώς αναπαύονται
γραμμές παραγωγής σκουριασμένες
πού να βρίσκονται τώρα όλοι αυτοί
που θα μας κάνουν να κλάψουμε και να γελάσουμε στο μέλλον;
Να έρθουν λιγάκι νωρίτερα δεν γίνεται;
Παρακαλώ πολύ, εσάς τους ευτυχισμένους της εποχής και τους πετυχημένους, σταματήστε να φοράτε τα λαμπιόνια γύρω από το κεφάλι σας τόσο πολύ σφιχτά
κι ανατριχιάζω
τα φωτοστέφανα-δεν το μάθατε;-κρύβουν αγκάθια
Τον ξεγεννήσαμε πριν κάτι μέρες, σε λίγους μήνες έρχεται η δολοφονία Του.
Αμάν, πια, αυτές οι επαναλήψεις...
Σαν τηλεόραση που χάσκει ανοιχτή ο κόσμος
με τα χρώματα ξεθωριασμένα και αχνά.