.....Όσο μας χτίζουν τοίχους, τόσο θα ανάβουμε φωτιές
Κι η Πολιτεία εκστατική αγναντεύει τα παιδιά της
σα χούφτες άχυρα, έφηβα, τραχιά,
συγκεντρωμένα στα Προπύλαια
να εναντιώνονται στην Κυβέρνηση που ψήφισε ο παππούς τους
κι η Αθηνά με ύφος μαρμάρινο τα προστατεύει, ίσως,
από ψηλά με την ασπίδα της
ένα σύννεφο στάζει στα μέτωπα οργή ουρανού
είναι ένα ανήσυχο φθινόπωρο,
ούτε το σύμπαν δεν ησυχάζει,
και δεν έχεις χρόνο για τίποτα πια,
«μόνο για επανάσταση, τ’ ακούς;»,
«αγωνίσου, γιατί χανόμαστε»,
-ιδού το νέο σύνθημα το σωστό-
η μουσική σου πρέπει να εκφράζει νιάτα κοχλάζοντα
μαζί με περατζάδες τσιγάρου και αντιπαραθέσεων
στη Θεμιστοκλέους ,
η λογοτεχνία το βράδυ στο κρεβάτι να γέρνει επικίνδυνα
προς τα αριστερά, στρατευμένες ρίμες-είδωλα στις κόρες των ματιών,
εν τέλει να σε παίρνει ο ύπνος τα ξημερώματα με ένα αγχωμένο κυνηγητό ονείρων,
τα βράδια πάντα, να ξέρεις, καιροφυλακτεί ο τρόμος
μήπως αύριο δεν έχεις σπίτι,
μήπως το Καποδιστριακό μπει στο χρηματιστήριο
και ξοφλήσει το πτυχίο που οραματιζόσουν χρόνια,
μα ύστερα χαμογελάς και σκέφτεσαι ένα απαλό πρόσωπο
σαν παρηγοριά ,
αποκλείεται, λες, κι αύριο εδώ θα’ μαστε, μωρέ, όλοι εμείς,
οι τροβαδούροι θυμού κι απαξίωσης,
να τα λέμε μεταξύ μας , να αυτοϊκανοποιούμαστε
με τις πολιτικές μας γνώσεις
και την ικανότητά μας να πείθουμε τα ξεφτισμένα πλήθη
στις Γενικές Συνελεύσεις,
γιατί αυτό το μαραμένο χειροκρότημα στο τέλος, ω, ναι, το ρουφάμε σα τζούρα ελπίδας πως θα ξεσηκωθούνε επιτέλους, πως κάτι καταφέραμε
κι εμείς.
Έλα, τώρα, μη νιώθεις ενοχές που λιγάκι βαριέσαι.
Ξέρω, κι άλλη πορεία, κι άλλη συγκέντρωση, μια ομιλία ομότιμου καθηγητή περί εξουσίας και συστήματος, ένα φεστιβάλ μιας παράταξης, ξέρω, όλα στροβιλίζονται γύρω από το ισχνό σου εικοσιτετράωρο.
Θες χρόνο να κοιμηθείς, να πιεις κάτι μιλώντας μόνο για ταξίδια και λογοτεχνία, θες να μπορέσεις δίχως τύψεις να βουλιάξεις στη γλύκα της ηλικίας, να ερωτευτείς μέσα σε ένα βράδυ και να αγοράσεις κι εκείνο το υπέροχο σακάκι. Ούτε λέξη για μνημόνια και ανεργία και Ιρανούς και…
Θες. Κι εγώ κατά βάθος.
Μα δες την ασπίδα της Θεάς, δες τη μουτρωμένη Πανεπιστημίου
κι αυτό το βουρκωμένο μεσημέρι,
σκέψου ποιους διαδέχτηκες και ποιοι θα σε διαδεχτούν.
Κληρονομιά αέναη ο χρόνος, μοιρασμένη ακριβοδίκαια.
Κάποιοι πριν χρόνια χτίσαν με πάλη και πίστη τα όνειρά σου
-μην ξεχνάς!
και τα χαμόγελα όσων θα περπατούν μετά από χρόνια
στα χνάρια τα δικά σου,
από σένα περιμένουν να χτιστούν-μην αδιαφορείς!
Εκείνα τα χορτάτα ευτυχία και δικαιοσύνη πρόσωπα,
συλλογίσου τα, φαντάσου τα πόσο θα ομορφαίνουν
την πόλη σου, πολίτη, τον κόσμο σου, άνθρωπε,
και παραδέξου το βάρος της ευθύνης σου στις πλάτες.
(Τρέμω την ώρα που οι νέοι του αύριο ,με τη σειρά τους,
θα μας ντρέπονται, θα μας στηλιτεύουν ως γενιά στα αμφιθέατρα,
εμάς που πιστέψαμε, που πιστεύουμε σε κάτι.)
Τρέχω στο δρόμο, στους ανθρώπους,
τρέχουν κι οι εξεγερμένες λέξεις μου στο χαρτί,
μου δίνουν δύναμη.
Και νιώθω, τώρα, ότι δε θέλω να ηρεμώ λεπτό,
δε θέλω σε τίποτα να αφεθώ,
δε μ’ ενδιαφέρει κανένα σακάκι, έχω πέντε στη ντουλάπα μου, σοβαρολογώ.
Νιώθω, τώρα, πως θέλω να δώσω κι εγώ τη μπουνιά μου
για να πέσει ο τοίχος που μας πνίγει και
μετά από χίλιες μπουνιές
κι ένα σωρό ματωμένα δάχτυλα
να γκρεμιστεί επιτέλους και
πάνω στα συντρίμμια του να προλάβω να σε πιάσω απ’ το χέρι
και μαζί να χορέψουμε τη νίκη μας
σαν Ινδιάνοι
γύρω απ’ τη φλόγα
της εξεγερμένης μας ψυχής.